1 Ο δε Ιωβ απεκριθη και ειπεν·
2 Ειθε να εζυγιζετο τωοντι η λυπη μου, και η συμφορα μου να ετιθετο ολη ομου εν τη πλαστιγγι.
3 Επειδη τωρα ηθελεν εισθαι βαρυτερα υπερ την αμμον της θαλασσης· δια τουτο οι λογοι μου καταπινονται.
4 Διοτι τα βελη του Παντοδυναμου ειναι εντος μου, των οποιων το φαρμακιον εκπινει το πνευμα μου· οι τρομοι του Θεου παραταττονται εναντιον μου.
5 Ογκαται ο αγριος ονος παρα τη χλοη; η μυκαται ο βους παρα τη φατνη αυτου;
6 Τρωγεται το ανοστον χωρις αλατος; η υπαρχει γευσις εν τω λευκωματι του ωου;
7 Τα πραγματα, τα οποια η ψυχη μου απεστρεφετο να εγγιση, εγειναν ως το αηδες φαγητον μου.
8 Ειθε να απελαμβανον την αιτησιν μου, και να μοι εδιδεν ο Θεος την Επιθυμιαν μου.
9 Και να ηθελεν ευδοκησει ο Θεος να με αφανιση· να απολυση την χειρα αυτου και να με κοψη.
10 Και θελει εισθαι ετι η παρηγορια μου, οτι, και αν καταναλωθω εν τη θλιψει και αυτος δεν με λυπηθη, εγω δεν εκρυψα τους λογους του Αγιου.
11 Ποια η δυναμις μου, ωστε να εγκαρτερω; και ποιον το τελος μου, ωστε να υποφερη η ψυχη μου;
12 Μηπως η δυναμις μου ειναι δυναμις λιθων; η η σαρξ μου χαλκος;
13 Μηπως δεν εξελιπεν εν εμοι η βοηθεια μου και απεμακρυνθη απ' εμου η σωτηρια;
14 Εις τον τεθλιμμενον ελεος πρεπει παρα του φιλου αυτου· αλλ' αυτος εγκατελιπε τον φοβον του Παντοδυναμου.
15 Οι αδελφοι μου εφερθησαν απατηλως ως χειμαρρος, ως ρευμα χειμαρρων παρηλθον·
16 οιτινες θολονονται εκ του παγου, εις τους οποιους διαλυεται η χιων·
17 οταν θερμανθωσιν, εκλειπουσιν· οταν γεινη θερμοτης, εξαλειφονται απο του τοπου αυτων.
18 Τα ιχνη της πορειας αυτων συστρεφονται· καταντωσιν εις το μηδεν και χανονται·
19 τα πληθη της Θαιμα εθεωρουν, οι συνοδοιποροι της Σεβα περιεμενον αυτους·
20 Εψευσθησαν της ελπιδος αυτων· ηλθον εκει και ενετραπησαν.
21 Τωρα και σεις εισθε ως αυτοι· ειδετε την πληγην μου και ετρομαξατε.
22 Μηπως εγω ειπα, Φερετε προς εμε; η, Δοτε δωρον εις εμε απο της περιουσιας υμων;
23 η, Ελευθερωσατε με εκ της χειρος του εχθρου; η, Λυτρωσατε με εκ της χειρος των ισχυρων;
24 Διδαξατε με, και εγω θελω σιωπησει· και δειξατε μοι κατα τι εσφαλα.
25 Ποσον ισχυροι ειναι οι ορθοι λογοι· αλλ' ο ελεγχος σας, τι αποδεικνυει;
26 Φανταζεσθε να ελεγξητε λογους, ενω αι ομιλιαι του απηλπισμενου ειναι ως ανεμος;
27 Τωοντι, σεις επιπιπτετε επι τον ορφανον, και σκαπτετε λακκον εις τον φιλον σας.
28 Τωρα λοιπον ευαρεστηθητε να εμβλεψητε εις εμε, διοτι εμπροσθεν υμων κειται αν εγω ψευδωμαι.
29 Επιστρεψατε, παρακαλω· ας μη γεινη αδικια· ναι, επιστρεψατε παλιν· η δικαιοσυνη μου ειναι εν τουτω.
30 Υπαρχει αδικια εν τη γλωσση μου; δεν δυναται ο ουρανισκος μου να διακρινη τα διεφθαρμενα;
1 Jobas atsakydamas tarė:
2 "O kad pasvertų mano vargą ir ant svarstyklių uždėtų mano kentėjimus!
3 Visa tai svertų daugiau už jūros smėlį. Todėl aš nuryju savo žodžius.
4 Visagalio strėlės įsmeigtos į mane, jų nuodus turi gerti mano dvasia. Dievo baisenybės išsirikiavę prieš mane.
5 Ar žvengia laukinis asilas, turėdamas žolės? Ar baubia jautis prie savo pašaro?
6 Ar galima valgyti beskonį dalyką be druskos? Ar kiaušinio baltymas turi skonį?
7 Tai, kuo bjaurėdavosi mano siela, yra mano suspaudimo maistas.
8 O kad įvyktų, ko prašau, ir Dievas suteiktų man, ko ilgiuosi.
9 Kad patiktų Dievui sunaikinti mane, rankos pakėlimu pribaigti mane.
10 Tai būtų man paguoda ir aš džiaugčiausi kentėdamas. Tenesigaili Jis manęs, nes aš neišsigyniau Šventojo žodžių.
11 Iš kur man jėgos, kad turėčiau viltį? Koks galas, kad aš toliau gyvenčiau?
12 Ar mano jėga yra akmens jėga? Ar mano kūnas iš vario?
13 Manyje nėra pagalbos ir išmintis pasitraukė nuo manęs.
14 Kenčiantis turėtų susilaukti gailestingumo iš savo draugo, tačiau jis atsisako Visagalio baimės.
15 Mano broliai yra klastingi kaip upelis, kaip vandens srovės, tekančios pro šalį.
16 Jie yra lyg tamsus ledas, padengtas sniegu.
17 Saulei kaitinant, jie pradingsta, karščiui užėjusišnyksta.
18 Jų kelias pasuka į šalį, jie teka į tuštumą ir pranyksta.
19 Temos ir Šebos karavanai tyrinėjo juos ir pasitikėjo jais.
20 Tačiau jų viltis apvylė juos, jie atėjo ir buvo sugėdinti.
21 Jūs esate niekas, nes pamatę mano pažeminimą, išsigandote.
22 Argi ar prašiau: ‘Duokite man dovanų iš savo turto?’
23 Arba: ‘Išgelbėkite mane iš priešo rankų. Išpirkite mane iš prispaudėjų’.
24 Pamokykite mane, ir aš nutilsiu; duokite man suprasti mano klaidas.
25 Kokie stiprūs yra tiesos žodžiai, o jūsų kalbos nieko neįrodo.
26 Jūs savo žodžiais man tik prikaišiojate; jie nuliūdusiam praeina lyg vėjas.
27 Jūs puolate našlaitį ir savo draugui kasate duobę.
28 Dabar pažvelkite į mane ir matysite, ar aš meluoju.
29 Atsakykite, kad nebūtų netiesos. Atsakykite, ar aš ne teisus?
30 Spręskite, ar aš netiesą kalbu? Ar aš neatskiriu tiesos nuo melo?"