1 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε; λεγων,
2 Και συ, υιε ανθρωπου, θελεις κρινει, θελεις κρινει την πολιν των αιματων; και θελεις παραστησει εις αυτην παντα τα βδελυγματα αυτης;
3 Ειπε λοιπον, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ω πολις εκχεουσα αιματα μεσω εαυτης, δια να ελθη ο καιρος αυτης, και κατασκευαζουσα ειδωλα εναντιον εαυτης, δια να μιαινηται,
4 εγεινας ενοχος εν τω αιματι σου, το οποιον εξεχεας, και εμιανθης εν τοις ειδωλοις σου, τα οποια κατεσκευασας, και εκαμες να πλησιασωσιν αι ημεραι σου, και ηλθες μεχρι των ετων σου· δια τουτο σε κατεστησα ονειδος εις τα εθνη και παιγνιον εις παντας τους τοπους.
5 Οι πλησιον και οι μακραν απο σου θελουσιν εμπαιξει σε, μεμολυσμενη κατα το ονομα, μεγαλη κατα τας συμφορας.
6 Ιδου, οι αρχοντες του Ισραηλ ησαν εν σοι, δια να χυνωσιν αιμα, εκαστος κατα την δυναμιν αυτου.
7 Εν σοι κατεφρονουν πατερα και μητερα· εν μεσω σου εφεροντο απατηλως προς τον ξενον· εν σοι κατεδυναστευον τον ορφανον και την χηραν.
8 Τα αγια μου κατεφρονησας και τα σαββατα μου εβεβηλωσας.
9 Εν σοι ησαν ανδρες συκοφανται δια να χυνωσιν αιμα, και εν σοι ετρωγον επι των ορεων, εν μεσω σου πραττουσιν ανοσιουργιας.
10 Εν σοι εξεσκεπασαν αισχυνην πατρος, εν σοι εταπεινωσαν την αποκεχωρισμενην εν τη ακαθαρσια αυτης.
11 Και ο μεν επραξε βδελυριαν μετα της γυναικος του πλησιον αυτου, ο δε εμιανεν ανοσιως την νυμφην αυτου, και αλλος εν σοι εταπεινωσε την αδελφην αυτου, την θυγατερα του πατρος αυτου.
12 Εν σοι ελαμβανον δωρα δια να εκχεωσιν αιμα· ελαβες τοκον και προσθηκην και δι' απατης ησχροκερδησας απο των πλησιον σου, και ελησμονησας εμε, λεγει Κυριος ο Θεος.
13 Ιδου, δια τουτο εκροτησα τας χειρας μου επι τη αισχροκερδεια σου, την οποιαν επραξας, και επι τω αιματι σου, το οποιον ητο εν μεσω σου.
14 Θελει ανθεξει η καρδια σου; η θελουσιν εχει δυναμιν αι χειρες σου, εν ημεραις καθ' ας εγω θελω ενεργησει εναντιον σου; εγω ο Κυριος ελαλησα και θελω εκτελεσει.
15 Και θελω σε διασκορπισει εν τοις εθνεσι και σε διασπειρει εις τους τοπους και θελω εξαλειψει απο σου την ακαθαρσιαν σου.
16 Και θελεις βεβηλωθη εν σοι ενωπιον των εθνων, και θελεις γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.
17 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
18 Υιε ανθρωπου, ο οικος Ισραηλ εγεινεν εις εμε σκωρια· παντες ειναι χαλκος και κασσιτερος και σιδηρος και μολυβδος εν τω μεσω του χωνευτηριου· ειναι σκωριαι αργυρου.
19 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Επειδη παντες σεις εγεινετε σκωριαι, ιδου, δια τουτο θελω σας συναξει εις το μεσον της Ιερουσαλημ·
20 καθως συναγουσιν εις το μεσον του χωνευτηριου τον αργυρον και τον χαλκον και τον σιδηρον και τον μολυβδον και τον κασσιτερον, δια να φυσησωσι το πυρ επ' αυτα ωστε να διαλυσωσιν αυτα, ουτως εν τω θυμω μου και εν τη οργη μου θελω σας συναξει και θελω σας βαλει εκει και διαλυσει.
21 Θελω εξαπαντος σας συναξει, και εν τω πυρι της οργης μου θελω εμφυσησει εφ' υμας και θελετε διαλυθη εν τω μεσω αυτης.
22 Καθως ο αργυρος διαλυεται εν μεσω του χωνευτηριου, ουτω θελετε διαλυθη εν μεσω αυτης· και θελετε γνωρισει οτι εγω ο Κυριος εξεχεα την οργην μου εφ' υμας.
23 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
24 Υιε ανθρωπου, ειπε προς αυτην· Συ εισαι η γη, ητις δεν εκαθαρισθη, και δεν εγεινε βροχη επ' αυτης εν τη ημερα της οργης.
25 Εν μεσω αυτης ειναι συνωμοσια των προφητων αυτης· ως λεοντες ωρυομενοι, αρπαζοντες το θηραμα, κατατρωγουσι ψυχας· ελαβον θησαυρους και πολυτιμα πραγματα· επληθυναν τας χηρας αυτης εν τω μεσω αυτης.
26 Οι ιερεις αυτης ηθετησαν τον νομον μου και εβεβηλωσαν τα αγια μου· μεταξυ αγιου και βεβηλου δεν εκαμον διαφοραν και μεταξυ ακαθαρτου και καθαρου δεν εκαμον διακρισιν, και εκρυπτον τους οφθαλμους αυτων απο των σαββατων μου, και εβεβηλουμην εν μεσω αυτων.
27 Οι αρχοντες αυτης ειναι εν μεσω αυτης ως λυκοι αρπαζοντες το θηραμα, δια να εκχεωσιν αιμα, δια να αφανιζωσι ψυχας, δια να αισχροκερδησωσιν αισχροκερδειαν.
28 Και οι προφηται αυτης περηλειφον αυτους με πηλον αμαλακτον, βλεποντες ορασεις ματαιας και μαντευοντες προς αυτους ψευδη, λεγοντες, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· ενω ο Κυριος δεν ελαλησεν.
29 Ο λαος της γης μετεχειριζετο απατην και εκαμνεν αρπαγας και κατεδυναστευε τον πτωχον και τον ενδεη και τον ξενον ηπατα ανευ κρισεως.
30 Και εζητησα μεταξυ αυτων ανδρα, οστις να ανεγειρη το περιφραγμα και να σταθη εν τη χαλαστρα ενωπιον μου υπερ της γης, δια να μη εξολοθρευσω αυτην· και δεν ευρηκα.
31 Δια τουτο εξεχεα την οργην μου επ' αυτους· κατηναλωσα αυτους εν τω πυρι της οργης μου· τας οδους αυτων ανταπεδωκα επι τας κεφαλας αυτων, λεγει Κυριος ο Θεος.
1 Viešpats kalbėjo man:
2 "Žmogaus sūnau, ar tu neteisi ir neskelbsi sprendimo kruvinam miestui? Paskelbk jam visas jo bjaurystes.
3 Sakyk: ‘Taip sako Viešpats Dievas: ‘Tai miestas, praliejęs nekaltą kraują, susitepęs stabų garbinimu. Todėl tavo valanda priartėjo.
4 Krauju, kurį praliejai, nusikaltai, stabais, kuriuos pasidarei, susitepei. Tuo priartinai sau galą. Todėl būsi pajuoka tautoms ir pasityčiojimu kraštams.
5 Arti ir toli gyvenantys tyčiosis iš tavęs kaip iš negarbingo ir pagarsėjusio sąmyšiu.
6 Štai Izraelio kunigaikščiai, kiekvienas naudojasi savo galia, kad pralietų kraują.
7 Tavyje niekina tėvą ir motiną, prislegia ateivį, skriaudžia našlaitį ir našlę.
8 Tu niekini mano šventyklą ir nesilaikai sabatų.
9 Tavyje žmonės, kurie šmeižia, siekdami kraujo, valgo kalnuose, tavo viduryje jie paleistuvauja.
10 Tavyje jie atidengė tėvo nuogumą ir pažemino tą, kuri buvo nešvari mėnesinių metu.
11 Vienas darė bjaurystę su artimo žmona, kitas išniekino savo marčią, dar kitas pažemino savo seserį, savo tėvo dukterį.
12 Tavyje jie ima kyšius nuslėpti pralietą kraują. Tu imi nuošimčius bei reikalauji grąžinti daugiau, tu, išnaudodama artimą, godžiai sieki pelno. Mane gi užmiršai,sako Viešpats Dievas.
13 Aš suplojau rankomis dėl jūsų nesąžiningo pelno ir kraujo, pralieto tarp jūsų.
14 Ar tu būsi drąsus ir tvirtai laikysies tada, kai Aš bausiu tave? Aš, Viešpats, tai pasakiau ir įvykdysiu.
15 Aš išsklaidysiu tave tautose bei išblaškysiu kraštuose ir taip pašalinsiu tavo nešvarą.
16 Tu būsi tautų paniekintas. Tada tu žinosi, kad Aš esu Viešpats’ ".
17 Viešpats kalbėjo man:
18 "Žmogaus sūnau, Izraelis virto nuodegomis. Jie visi: varis, cinkas, geležis, švinastapo sidabro priemaišomis.
19 Todėl taip sako Viešpats Dievas: ‘Kadangi jūs visi virtote nuodegomis, Aš surinksiu jus į Jeruzalę,
20 kaip surenkamas sidabras, varis, geležis, švinas bei cinkas ir sumetamas į krosnį tirpdyti. Taip Aš savo rūstybėje jus surinksiu ir tirpdysiu.
21 Taip, aš surinksiu jus Jeruzalėje ir pūsiu į jus savo įtūžį, nuo kurio jūs sutirpsite.
22 Kaip sidabras krosnyje ištirpdomas, taip ir jūs būsite tirpdomi. Tada jūs žinosite, kad Aš, Viešpats, išliejau savo rūstybę ant jūsų’ ".
23 Viešpats man kalbėjo:
24 "Žmogaus sūnau, sakyk jiems: ‘Tu esi neapvalyta žemė, tavyje nelijo mano pykčio dieną’.
25 Jos pranašai rengia sąmokslą kaip riaumojantys liūtai, kurie drasko grobį. Jie rijo žmones, plėšė jų turtus, didino našlių skaičių.
26 Kunigai iškraipė mano įstatymą ir išniekino mano šventus daiktus, jie nedarė skirtumo tarp švento ir nešvento, nemokė atskirti nešvaraus nuo švaraus, užmerkė akis dėl sabatų ir Aš niekinamas tarp jų.
27 Kunigaikščiaikaip draskantys vilkai, kurie plėšia grobį; jie pralieja kraują, žudo žmones, godžiai siekdami pelno.
28 Pranašai aptepė juos kalkėmis, kalbėdami jiems apgaulingus regėjimus ir skelbdami melagingus pranešimus, sakydami: ‘Taip sako Viešpats Dievas’, kai Viešpats nebuvo kalbėjęs.
29 Krašto žmonės smurtauja ir plėšikauja, skriaudžia vargšus ir beturčius bei neteisėtai spaudžia ateivius.
30 Aš ieškojau tarp jų žmogaus, kuris pastatytų sieną ir stotųsi spragoje tarp manęs ir mano tautos, kad jos nesunaikinčiau, bet nė vieno neradau.
31 Todėl Aš išliejau ant jų savo pyktį ir rūstybės ugnimi sunaikinau juos. Jų darbus suverčiau ant jų pačių galvų,sako Viešpats Dievas".