1 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,

2 Υιε ανθρωπου, συ κατοικεις εν μεσω οικου αποστατου, οιτινες οφθαλμους εχουσι δια να βλεπωσι, και δεν βλεπουσιν· ωτα εχουσι δια να ακουωσι, και δεν ακουουσι· διοτι ειναι οικος αποστατης.

3 Δια τουτο, συ, υιε ανθρωπου, ετοιμασον εις σεαυτον αποσκευην μετοικισμου, και μετοικισθητι την ημεραν ενωπιον αυτων· και θελεις μετοικισθη απο του τοπου σου εις αλλον τοπον ενωπιον αυτων· ισως προσεξωσιν, αν και ηναι οικος αποστατης.

4 Και θελεις εκφερει την αποσκευην σου την ημεραν ενωπιον αυτων, ως αποσκευην μετοικισμου· και συ θελεις εξελθει το εσπερας ενωπιον αυτων, ως οι εξερχομενοι εις μετοικισμον.

5 Ενωπιον αυτων καμε διορυγμα εν τω τοιχω και εκφερε δι' αυτου.

6 Ενωπιον αυτων θελεις σηκωσει αυτην επ' ωμων, και θελεις εκφερει, ενω σκοταζει· θελεις σκεπασει το προσωπον σου και δεν θελεις ιδει την γην· διοτι σε εδωκα σημειον εις τον οικον Ισραηλ.

7 Και εκαμον ως προσεταχθην· εφερα εξω την αποσκευην μου την ημεραν ως αποσκευην μετοικισμου, και το εσπερας εκαμον εις εμαυτον διορυγμα εν τω τοιχω δια της χειρος· εξεφερα αυτην ενω εσκοταζεν, ενωπιον αυτων εσηκωσα αυτην επ' ωμων.

8 Και το πρωι εγεινε λογος Κυριου προς εμε λεγων,

9 Υιε ανθρωπου, ο οικος Ισραηλ, ο οικος ο αποστατης, δεν ειπε προς σε, Συ τι καμνεις;

10 ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Το φορτιον τουτο αποβλεπει τον αρχοντα τον εν Ιερουσαλημ και απαντα τον οικον Ισραηλ, οιτινες ειναι μεταξυ αυτων.

11 Ειπε, Εγω ειμαι το σημειον σας· καθως εγω εκαμον, ουτω θελει γεινει εις αυτους· εις μετοικεσιαν και εις αιχμαλωσιαν θελουσιν υπαγει.

12 Και ο αρχων ο μεταξυ αυτων θελει φορτωθη επ' ωμων, ενω σκοταζει, και θελει εκφερει· θελουσι διορυξει τον τοιχον δια να εκφερωσι δι' αυτου· θελει σκεπασει το προσωπον αυτου, δια να μη ιδη την γην με τους οφθαλμους αυτου.

13 Θελω ομως εξαπλωσει το δικτυον μου επ' αυτον, και θελει πιασθη εις τα βροχια μου· και θελω φερει αυτον εις την Βαβυλωνα, την γην των Χαλδαιων· αλλα δεν θελει ιδει αυτην και εκει θελει αποθανει.

14 Και θελω διασπειρει εις παντα ανεμον παντας τους περι αυτον δια να βοηθωσιν αυτον και πασας τας δυναμεις αυτου· και θελω γυμνωσει μαχαιραν οπισθεν αυτων.

15 Και θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος, οταν διασκορπισω αυτους μεταξυ των εθνων και διασπειρω αυτους εις τους τοπους.

16 Θελω ομως αφησει ολιγους τινας εξ αυτων απο της ρομφαιας, απο της πεινης και απο του λοιμου, δια να διηγωνται παντα τα βδελυγματα αυτων μεταξυ των εθνων, οπου υπαγωσι· και θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.

17 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,

18 Υιε ανθρωπου, φαγε τον αρτον σου μετα τρομου και πιε το υδωρ σου μετα φρικης και αγωνιας.

19 Και ειπε προς τον λαον της γης, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος περι των κατοικων της Ιερουσαλημ και περι της γης του Ισραηλ. Θελουσι φαγει τον αρτον αυτων μετα αγωνιας και θελουσι πιει το υδωρ αυτων μετα εκστασεως· διοτι η γη αυτης θελει ερημωθη απο του πληρωματος αυτης, δια την ανομιαν παντων των κατοικουντων εν αυτη·

20 και αι πολεις αι κατοικουμεναι θελουσιν ερημωθη και η γη θελει αφανισθη, και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.

21 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,

22 Υιε ανθρωπου, τις αυτη η παροιμια, την οποιαν εχετε εν γη Ισραηλ, λεγοντες, Αι ημεραι μακρυνονται και πασα ορασις εχαθη;

23 Ειπε δια τουτο προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Θελω καμει την παροιμιαν ταυτην να παυση, και πλεον δεν θελουσι παροιμιαζεσθαι αυτην εν τω Ισραηλ· αλλ' ειπε προς αυτους, Πλησιαζουσιν αι ημεραι και η εκπληρωσις πασης ορασεως·

24 διοτι δεν θελει εισθαι πλεον ουδεμια ορασις ψευδης ουδε μαντευμα κολακευτικον εν μεσω του οικου Ισραηλ.

25 Διοτι εγω ειμαι ο Κυριος· εγω θελω λαλησει και ο λογος τον οποιον θελω λαλησει θελει εκτελεσθη· δεν θελει πλεον μακρυνθη· διοτι εν ταις ημεραις υμων, οικος αποστατης, θελω λαλησει λογον και εκτελεσει αυτον, λεγει Κυριος ο Θεος.

26 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,

27 Υιε ανθρωπου, ιδου, ο οικος Ισραηλ λεγουσιν, Η ορασις, την οποιαν ουτος βλεπει, εκτεινεται εις ημερας πολλας και προφητευει περι χρονων μακρων.

28 Δια τουτο ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ουδεις των λογων μου θελει πλεον μακρυνθη αλλ' ο λογος τον οποιον ελαλησα θελει εκτελεσθη, λεγει Κυριος ο Θεος.

1 Viešpats man kalbėjo:

2 "Žmogaus sūnau, tu gyveni maištingoje tautoje, tarp žmonių, kurie turi akis, bet nemato, turi ausis, bet negirdi.

3 Todėl, žmogaus sūnau, paruošk savo mantą persikelti ir, jiems matant, dienos metu išeik. Jiems matant, iš savo vietos persikelk į kitą vietą. Gal jie susipras, nors ir yra maištingi.

4 Dienos metu išnešk savo mantą kaip persikėlimo mantą, o pats išeik vakare kaip einantis į tremtį.

5 Jiems matant, pralaužk sieną, užsidėk daiktus ant pečių ir sutemus išeik pro ją.

6 Užsidenk veidą, kad nematytum krašto, nes Aš paskyriau tave ženklu Izraeliui".

7 Aš padariau, kaip man buvo įsakyta: savo mantą kaip persikėlimo mantą išnešiau dienos metu, vakare pralaužiau sieną. Kai sutemo, užsidėjęs daiktus ant pečių, išėjau, jiems matant.

8 Rytą man Viešpats pasakė:

9 "Žmogaus sūnau, ar izraelitai neklausė tavęs: ‘Ką darai?’

10 Sakyk jiems: ‘Taip sako Viešpats: ‘Tai našta Jeruzalės kunigaikščiui ir visiems izraelitams, kurie ten yra’.

11 Sakyk: ‘Aš esu ženklas jums. Kaip aš dariau, taip atsitiks jiems. Jie persikels ir eis į nelaisvę’.

12 Kunigaikštis, kuris yra tarp jų, užsidės mantą ant pečių, pralauš mūro sieną ir sutemus pro ją išeis. Veidą jis užsidengs, kad nematytų krašto.

13 Aš pagausiu jį, nugabensiu į Babiloną, chaldėjų kraštą. Tačiau jis nematys to krašto ir mirs jame.

14 Visus jo padėjėjus ir karių būrius Aš išsklaidysiu po visus kraštus ir ištrauksiu kardą paskui juos.

15 Kai juos išsklaidysiu tarp tautų įvairiuose kraštuose, tada jie žinos, kad Aš esu Viešpats.

16 Bet Aš išsaugosiu mažą likutį nuo kardo, bado ir maro. Jie pasakos apie savo bjaurystes tautoms, kuriose bus ištremti, ir jie žinos, kad Aš esu Viešpats’ ".

17 Viešpats man tarė:

18 "Žmogaus sūnau, valgyk duoną ir gerk vandenį drebėdamas.

19 Sakyk krašto žmonėms, kad Viešpats Dievas apie Jeruzalės ir Izraelio krašto gyventojus sako: ‘Jie valgys duoną nusiminę ir gers vandenį susirūpinę, nes jų kraštas virs dykyne dėl smurto visų jame gyvenančių.

20 Miestai ištuštės, ir kraštas sunyks. Tada jūs žinosite, kad Aš esu Viešpats’ ".

21 Viešpats vėl man kalbėjo:

22 "Žmogaus sūnau, kokia tai patarlė, kurią vartojate Izraelio krašte, sakydami: ‘Dienos bėga, o pranašystės neišsipildo’.

23 Tu sakyk jiems, kad Viešpats Dievas sako: ‘Aš padarysiu galą šitai patarlei, ir ji Izraelyje nebebus girdima. Jau atėjo laikas, ir visos pranašystės išsipildys.

24 Daugiau nebebus melagingų regėjimų ir apgaulingų pranašavimų Izraelyje.

25 Aš, Viešpats, kalbėsiu, ir žodis, kurį kalbėsiu, išsipildys ir nebus atidėtas. Taip, dar jūsų dienomis, jūs, maištininkai, Aš paskelbsiu žodį ir jį įvykdysiu,­sako Viešpats Dievas’ ".

26 Viešpats man tarė:

27 "Žmogaus sūnau, izraelitai sako: ‘Regėjimai, kuriuos pranašas regi, ir jo pranašavimai yra apie tolimą ateitį’.

28 Todėl sakyk jiems: ‘Taip sako Viešpats: ‘Mano žodžiai nebebus atidedami, bet žodis, kurį kalbėjau, išsipildys,­sako Viešpats Dievas’ ".