1 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
2 Υιε ανθρωπου, προφητευσον επι τους προφητας του Ισραηλ τους προφητευοντας και ειπε προς τους προφητευοντας εξ ιδιας αυτων καρδιας, Ακουσατε τον λογον του Κυριου.
3 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ουαι εις τους προφητας τους μωρους, τους περιπατουντας οπισω του πνευματος αυτων, και δεν ειδον ουδεμιαν ορασιν.
4 Ισραηλ, οι προφηται σου ειναι ως αι αλωπεκες εν ταις ερημοις.
5 Δεν ανεβητε εις τας χαλαστρας ουδε ανεγειρατε τα περιφραγματα υπερ του οικου Ισραηλ, δια να σταθη εν τη μαχη την ημεραν του Κυριου.
6 Ειδον ματαιοτητας και μαντειας ψευδεις, αιτινες λεγουσιν, Ο Κυριος λεγει· και ο Κυριος δεν απεστειλεν αυτους· και εκαμον τους ανθρωπους να ελπιζωσιν οτι ο λογος αυτων ηθελε πληρωθη.
7 Δεν ειδετε ορασεις ματαιας και ελαλησατε μαντειας ψευδεις και λεγετε, Ο Κυριος ειπεν, ενω εγω δεν ελαλησα;
8 Οθεν ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Επειδη ελαλησατε ματαιοτητας και ειδετε ψευδη, δια τουτο, ιδου, εγω ειμαι εναντιον σας, λεγει Κυριος ο Θεος.
9 Και η χειρ μου θελει εισθαι επι τους προφητας τους βλεποντας ματαιοτητας και μαντευοντας ψευδη· δεν θελουσιν εισθαι εν τη βουλη του λαου μου και εν τη καταγραφη του οικου του Ισραηλ δεν θελουσι καταγραφη ουδε θελουσιν εισελθει εις γην Ισραηλ, και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι Κυριος ο Θεος.
10 Επειδη, ναι, επειδη επλανησαν τον λαον μου, λεγοντες, Ειρηνη· και δεν υπαρχει ειρηνη· και ο εις εκτιζε τοιχον και ιδου, οι αλλοι περιηλειφον αυτον με πηλον αμαλακτον·
11 ειπε προς τους αλειφοντας με πηλον αμαλακτον, οτι θελει πεσει· θελει γεινει βροχη κατακλυζουσα· και σεις, λιθοι χαλαζης, θελετε πεσει κατ' αυτου και ανεμος θυελλωδης θελει σχισει αυτον.
12 Ιδου, οταν ο τοιχος πεση, δεν θελουσιν ειπει προς εσας, Που ειναι αλοιφη, με την οποιαν ηλειψατε αυτον;
13 Δια τουτο, ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· θελω εξαπαντος σχισει αυτον εν τη οργη μου δι' ανεμου θυελλωδους· και εν τω θυμω μου θελει γεινει βροχη κατακλυζουσα και εν τη οργη μου λιθοι φοβερας χαλαζης, δια να καταστρεψωσιν αυτον.
14 Και θελω ανατρεψει τον τοιχον, τον οποιον ηλειψατε με πηλον αμαλακτον και θελω κατεδαφισει αυτον, και θελουσιν ανακαλυφθη τα θεμελια αυτου, και θελει πεσει και σεις θελετε συναπολεσθη εν μεσω αυτου, και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.
15 Και θελω συντελεσει τον θυμον μου επι τον τοιχον και επι τους αλειψαντας αυτον με πηλον αμαλακτον, και θελω ειπει προς εσας, Ο τοιχος δεν υπαρχει ουδε οι αλειψαντες αυτον,
16 οι προφηται του Ισραηλ, οι προφητευοντες περι της Ιερουσαλημ και βλεποντες οραματα ειρηνης περι αυτης, και δεν υπαρχει ειρηνη, λεγει Κυριος ο Θεος.
17 Και συ, υιε ανθρωπου, στηριξον το προσωπον σου επι τας θυγατερας του λαου σου, τας προφητευουσας εξ ιδιας αυτων καρδιας· και προφητευσον κατ' αυτων,
18 και ειπε, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ουαι εις εκεινας, αιτινες συρραπτουσι προσκεφαλαια δια παντα αγκωνα χειρος και καμνουσι καλυπτρας επι την κεφαλην πασης ηλικιας, δια να δελεαζωσι ψυχας. Τας ψυχας του λαου μου δελεαζετε και θελετε σωσει τας εαυτων ψυχας;
19 Και θελετε με βεβηλονει μεταξυ του λαου μου δια μιαν δρακα κριθης και δια κομματια αρτου, ωστε να θανατονητε ψυχας αιτινες δεν επρεπε να αποθανωσι, και να σωζητε ψυχας αιτινες δεν επρεπε να ζωσι, ψευδομεναι προς τον λαον μου, τον ακουοντα ψευδη;
20 δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ιδου, εγω ειμαι εναντιον εις τα προσκεφαλαια σας, με τα οποια δελεαζετε τας ψυχας, δια να πετωσι προς εσας, και θελω διαρρηξει αυτα απο των βραχιονων σας, και θελω αφησει τας ψυχας να φυγωσι, τας ψυχας τας οποιας σεις δελεαζετε δια να πετωσι προς εσας.
21 Και θελω διαρρηξει τας καλυπτρας σας και ελευθερωσει τον λαον μου εκ της χειρος σας, και δεν θελουσιν εισθαι πλεον εις την χειρα σας δια να δελεαζωνται· και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.
22 Διοτι με τα ψευδη εθλιψατε την καρδιαν του δικαιου, τον οποιον εγω δεν ελυπησα· και ενισχυσατε τας χειρας του κακουργου, ωστε να μη επιστρεψη απο της οδου αυτου της πονηρας, δια να σωσω την ζωην αυτου.
23 Δια τουτο δεν θελετε ιδει πλεον ματαιοτητα και δεν θελετε μαντευσει μαντειας· και θελω ελευθερωσει τον λαον μου εκ της χειρος σας· και θελετε γνωρισει ετι εγω ειμαι ο Κυριος.
1 Viešpats kalbėjo man:
2 "Žmogaus sūnau, pranašauk prieš Izraelio pranašus, kurie pranašauja tai, kas yra jų pačių širdyse: ‘Pasiklausykite Viešpaties žodžių!
3 Taip sako Viešpats: ‘Vargas kvailiems pranašams, sekantiems savo pačių dvasia ir nieko nemačiusiems.
4 Izraeli, tavo pranašai yra lyg lapės griuvėsiuose.
5 Jūs nestojote į Izraelio namų spragas ir nestatėte sienų aplinkui juos, kad atsilaikytų kovoje Viešpaties dieną.
6 Jie kalbėjo apgaulę ir pranašavo melą. Jie sakė: ‘Taip sako Viešpats’, kai Viešpats nebuvo jų siuntęs, ir suteikė viltį, kad jų žodžiai išsipildys.
7 Ar jūs ne apgaulę kalbėjote ir ne melą pranašavote, sakydami: ‘Taip sako Viešpats’, kai Aš nekalbėjau.
8 Kadangi jūs kalbėjote apgaulę ir pranašavote melą, Aš esu prieš jus.
9 Mano ranka bus prieš pranašus, reginčius apgaulę ir pranašaujančius melą. Jie nepriklausys mano tautai, nebus įrašyti į Izraelio namų sąrašą ir nesugrįš į Izraelio kraštą. Tada jūs žinosite, kad Aš esu Viešpats.
10 Jie suvedžiojo mano tautą, sakydami: ‘Taika’, kai tuo tarpu nebuvo taikos. Kai jie stato sieną iš akmenų, kiti aptepa ją kalkėmis.
11 Sakyk tiems, kurie tepa sieną kalkėmis, kad ji sugrius, užėjus smarkiam lietui, siaučiant audrai.
12 Kai ji sugrius, ar neklaus jūsų: ‘Kur tinkas, kuriuo aptepėte sieną?’
13 Aš užsirūstinęs užleisiu griaunančią audrą ir smarkų lietų. Lietus nuplaus tinką, ir mano rūstybės kruša sunaikins ją.
14 Aš nugriausiu jūsų kalkėmis apteptą sieną iki pamatų. Ji grius, ir jūs žūsite kartu su ja. Tada žinosite, kad Aš esu Viešpats.
15 Aš išliesiu savo rūstybę ant sienos ir jos aptepėjų ir sakysiu: ‘Nebėra sienos ir tų, kurie ją aptepė:
16 Izraelio pranašų, Jeruzalei pranašavusių taiką, kai taikos nebuvo,sako Viešpats Dievas’.
17 Tu, žmogaus sūnau, atsisuk į tautos dukteris, kurios pranašauja iš savo širdžių ir pranašauk prieš jas.
18 Sakyk joms: ‘Taip sako Viešpats Dievas: ‘Vargas moterims, siuvančioms burtų raiščius rankoms ir šydus visų žmonių galvoms, kad juos sugautų. Ar, gaudydamos mano tautos žmones, pačios tikitės išlikti gyvos?
19 Jūs teršiate mane tautoje dėl saujos miežių ir dėl duonos kąsnio, pražudydamos sielas, kurios neturėtų pražūti, ir palikdamos gyvas sielas, kurios neturėtų gyventi, meluodamos mano tautai, kuri klauso jūsų melų’.
20 Todėl taip sako Viešpats Dievas: ‘Burtų raiščius, kuriais gaudote sielas, Aš nuplėšiu nuo jūsų rankų ir sugautuosius paleisiu į laisvę.
21 Taipgi nuplėšiu šydus ir savo tautą išlaisvinsiu iš jūsų rankų. Tada žinosite, kad Aš esu Viešpats.
22 Kadangi savo melais jūs nuliūdinote teisiojo širdį, kurios Aš nenorėjau liūdinti, o nedorėlio rankas sustiprinote, kad neatsiverstų nuo savo pikto kelio ir gyventų,
23 todėl jūs neberegėsite apgaulės ir liausitės žyniavę, nes Aš išgelbėsiu savo tautą iš jūsų rankų, ir jūs žinosite, kad Aš esu Viešpats’ ".