1 Και εν τω ενδεκατω ετει, τω τριτω μηνι, τη πρωτη του μηνος, εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,

2 Υιε ανθρωπου, ειπε προς τον Φαραω βασιλεα της Αιγυπτου και προς το πληθος αυτου· Με ποιον ωμοιωθης εν τη μεγαλειοτητι σου;

3 Ιδου, ο Ασσυριος ητο κεδρος εν τω Λιβανω με κλαδους ωραιους, και πυκνος την σκιαν και υψηλος το μεγεθος, και η κορυφη αυτου ητο εν μεσω κλαδων πυκνων.

4 Τα υδατα ηυξησαν αυτον, η αβυσσος υψωσεν αυτον με τους ποταμους αυτης τους ρεοντας κυκλω των φυτων αυτου, και εξεπεμπε τους ρυακας αυτης εις παντα τα δενδρα του αγρου.

5 Οθεν το υψος εαυτου ανεβη υπερανω παντων των δενδρων του αγρου και οι κλωνοι αυτου επληθυναν και οι κλαδοι αυτου εξετανθησαν δια το πληθος των υδατων, ενω εβλαστανε.

6 Παντα τα πετεινα του ουρανου εφωλευον εν τοις κλωνοις αυτου, και παντα τα ζωα του αγρου εγεννων υπο τους κλαδους αυτου· υπο δε την σκιαν αυτου κατωκουν παντα τα μεγαλα εθνη.

7 Ητο λοιπον ωραιος κατα το μεγεθος αυτου και κατα την εκτασιν των κλαδων αυτου, διοτι αι ριζαι αυτου ησαν πλησιον υδατων πολλων.

8 Αι κεδροι εν τω παραδεισω του Θεου δεν ηδυναντο να κρυψωσιν αυτον· αι ελατοι δεν εξισουντο με τους κλωνους αυτου, και αι καστανοι δεν εξισουντο με τους κλαδους αυτου· ουδεν δενδρον εν τω παραδεισω του Θεου ωμοιαζεν αυτον κατα την ωραιοτητα αυτου.

9 Εκαμον αυτον ωραιον κατα το πληθος των κλαδων αυτου, ωστε παντα τα δενδρα της Εδεμ, τα εν τω παραδεισω του Θεου, εζηλευον αυτον.

10 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Επειδη υψωσας σεαυτον υψηλα, και επειδη εσηκωσε την κορυφην αυτου μεταξυ των πυκνων κλωνων και η καρδια αυτου επηρθη εις το υψος αυτου,

11 δια τουτο παρεδωκα αυτον εις την χειρα του δυναστου των εθνων, οστις θελει φερθη αξιως προς αυτον· απεβαλον αυτον δια την ασεβειαν αυτου.

12 Και ξενοι, οι τρομερωτεροι των εθνων, εκοψαν αυτον και εγκατελιπον αυτον· οι κλαδοι αυτου επεσον επι τα ορη και εν πασαις ταις φαραγξι και οι κλωνοι αυτου συνετριφθησαν υπο παντων των ποταμων της γης, και παντες οι λαοι της γης κατεβησαν απο της σκιας αυτου και εγκατελιπον αυτον.

13 Επι του πτωματος αυτου θελουσιν επικαθησθαι παντα τα πετεινα του ουρανου και επι τους κλαδους αυτου θελουσιν εισθαι παντα τα ζωα του αγρου·

14 δια να μη υψωθη εν τω υψει αυτου ουδεν εκ των δενδρων των υδατων μηδε να σηκωσωσι την κορυφην αυτων μεταξυ των πυκνων κλαδων, και εκ παντων των πινοντων υδωρ, ουδεν εκ τουτων να μη στεκηται εν τω υψει αυτου· διοτι παντα παρεδοθησαν εις τον θανατον, εις τα κατωτατα της γης, εν μεσω των υιων των ανθρωπων, μετα των καταβαινοντων εις λακκον.

15 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Καθ' ην ημεραν κατεβη εις τον αδην, εκαμον να γεινη πενθος· εσκεπασα την αβυσσον δι' αυτον και εμποδισα τους ποταμους αυτης και τα μεγαλα υδατα εκρατηθησαν· και εκαμον να πενθηση ο Λιβανος δι' αυτον και παντα τα δενδρα του αγρου εμαρανθησαν δι' αυτον.

16 Εκαμον τα εθνη να σεισθωσιν εις τον ηχον της πτωσεως αυτου, οτε κατεβιβασα αυτον εις τον αδην μετα των καταβαινοντων εις λακκον· και παντα τα δενδρα της Εδεμ, τα εκλεκτα και τα καλα του Λιβανου, παντα τα πινοντα υδωρ, παρηγορηθησαν εν τοις κατωτατοις της γης.

17 Και αυτοι οτι κατεβησαν εις τον αδην μετ' αυτου, προς τους τεθανατωμενους εν μαχαιρα· και οσοι ησαν ο βραχιων αυτου, οι κατοικουντες υπο την σκιαν αυτου εν μεσω των εθνων.

18 Με ποιον ωμοιωθης ουτως εν τη δοξη και εν τη μεγαλειοτητι, μεταξυ των δενδρων της Εδεμ; θελεις ομως καταβιβασθη μετα των δενδρων της Εδεμ εις τα κατωτατα της γης· θελεις κοιτεσθαι εν μεσω των απεριτμητων μετα των τεθανατωμενων εν μαχαιρα· ουτος ειναι ο Φαραω και απαν το πληθος αυτου, λεγει Κυριος ο Θεος.

1 Vienuoliktaisiais metais, trečio mėnesio pirmą dieną, Viešpats kalbėjo man:

2 "Žmogaus sūnau, sakyk faraonui, Egipto karaliui, ir jo tautai: ‘Į ką tu panašus savo didybe?

3 Štai Asirija buvo panaši į Libano kedrą: gražiomis šakomis, teikiančiomis pavėsį, aukštai išaugusį. Jo viršūnė buvo tarp storų šakų.

4 Vanduo augino jį ir gelmė išaukštino jį, kai jos upės tekėjo apie jo šaknis ir upeliai drėkino visus krašto medžius.

5 Todėl jis išaugo aukštesnis už kitus krašto medžius. Jo šakos buvo ilgos ir jų padaugėjo dėl vandenų gausybės jam beaugant.

6 Ant šakų krovėsi lizdus padangių paukščiai, po jo šakomis laukiniai gyvuliai augino vaikus. Jo ūksmėje gyveno didelės tautos.

7 Jis buvo puikus savo dydžiu ir šakomis, nes jo šaknys buvo prie gausių vandenų.

8 Kedrai Dievo sode negalėjo lygintis su juo, eglės neprilygo jo šakoms ir kaštonai­jo šakelėms. Nė vienas medis Dievo sode nebuvo lygus jam savo grožiu.

9 Aš papuošiau jį šakų daugybe taip, kad visi Edeno medžiai, kurie buvo Dievo sode, pavydėjo jam’.

10 Todėl taip sako Viešpats: ‘Kadangi jis pasikėlė į aukštybes ir jo viršūnė apsupta storų šakų, ir jo širdis išpuiko dėl aukštumo,

11 todėl Aš atidaviau jį į stipriausio tarp tautų rankas. Jis tinkamai pasielgs su juo, nes Aš išvariau jį dėl jo nedorybių.

12 Žiaurūs svetimšaliai nukirto jį ir paliko. Kalnuose ir slėniuose krito jo šakos, sulūžusios šakelės guli prie uolų ir krašto vandenų. Visos žemės tautos pasitraukė iš jo pavėsio ir paliko jį.

13 Ant jo kritusio kamieno nusileis padangių paukščiai, o per jo šakas lips krašto žvėrys.

14 Kad ateityje nė vienas medis nebesididžiuotų dėl savo aukštumo ir nebekeltų savo šakomis apsuptos viršūnės, nes visi turi mirti ir eiti į žemės gelmes kartu su žmonių vaikais, einančiais į duobę.

15 Tą dieną, kai jis nuėjo į mirusiųjų buveinę, sukėliau gedulą dėl jo, sulaikiau upes ir sustabdžiau vandenis. Libanas liūdėjo dėl jo ir krašto medžiai alpo.

16 Man jį nustūmus į mirusiųjų buveinę, nuo jo kritimo trenksmo sudrebėjo tautos. Žemės gelmėse bus paguosti visi Edeno medžiai, Libano geriausi ir rinktiniai, kurie geria vandenį.

17 Jie kartu su juo nuėjo į mirusiųjų buveinę, pas kardu nužudytuosius, taip pat ir jo sąjungininkai, kurie gyveno jo ūksmėje tarp tautų.

18 Kas tau prilygsta šlove ir didybe tarp Edeno medžių? Tačiau su jais tu būsi nustumtas į mirusiųjų buveinę, gulėsi tarp neapipjaustytųjų kartu su nužudytaisiais. Taip bus faraonui ir visai jo daugybei,­sako Viešpats Dievas’ ".