1 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
2 Υιε ανθρωπου, ησαν δυο γυναικες, θυγατερες της αυτης μητρος·
3 και εξεπορνευθησαν εν Αιγυπτω· εξεπορνευθησαν εν τη νεοτητι αυτων· εκει επιεσθησαν τα στηθη αυτων και εκει συνεθλιβησαν οι παρθενικοι αυτων μαστοι.
4 Τα δε ονοματα αυτων ησαν, Οολα η πρεσβυτερα και Οολιβα η αδελφη αυτης· και αυται εγειναν εμου και εγεννησαν υιους και θυγατερας. Ησαν λοιπον τα ονοματα αυτων Σαμαρεια η Οολα και Ιερουσαλημ η Οολιβα.
5 Και η Οολα εξεπορνευθη, ενω ητο εμου, και παρεφρονησε δια τους εραστας αυτης, τους Ασσυριους τους γειτονας αυτης,
6 ενδεδυμενους κυανα, ταξιαρχους και αρχοντας, παντας ερασμιους νεους, ιππεις ιππευοντας εφ' ιππων.
7 Και επραξε τας πορνειας αυτης μετ' αυτων, οιτινες παντες ησαν οι εκλεκτοι των Ασσυριων, και μετα παντων εκεινων, δια τους οποιους παρεφρονησεν· εν πασι τοις ειδωλοις αυτων εμιαινετο.
8 Και δεν αφηκε την πορνειαν αυτης την εξ Αιγυπτου· διοτι μετ' αυτης εκοιμωντο εν τη νεοτητι αυτης και ουτοι επιεζον τα παρθενικα αυτης στηθη και εξεχεον την πορνειαν αυτων επ' αυτην.
9 Δια τουτο παρεδωκα αυτην εις τας χειρας των εραστων αυτης, εις τας χειρας των Ασσυριων, δια τους οποιους παρεφρονησεν.
10 Ουτοι ανεκαλυψαν την αισχυνην αυτης· ελαβον τους υιους αυτης και τας θυγατερας αυτης και αυτην εν ρομφαια απεκτειναν, και εγεινε περιβοητος μεταξυ των γυναικων, και εξετελεσαν κρισιν επ' αυτην.
11 Οτε δε η αδελφη αυτης Οολιβα ειδε τουτο, διεφθαρη εν τη παραφροσυνη αυτης υπερ εκεινην και εν ταις πορνειαις αυτης υπερ τας πορνειας της αδελφης αυτης·
12 παρεφρονησε δια τους Ασσυριους τους γειτονας αυτης, ταξιαρχους και αρχοντας ενδεδυμενους πολυτελως, ιππεις ιππευοντας εφ' ιππων, παντας νεους ερασμιους.
13 Και ειδον οτι εμιανθη· μιαν οδον εχουσιν αμφοτεραι.
14 Προσεθεσεν ετι εις τας εαυτης πορνειας· διοτι ως ειδεν ανδρας εζωγραφημενους επι του τοιχου, εικονας Χαλδαιων, οιτινες ησαν εζωγραφημενοι με μιλτον,
15 περιεζωσμενους ζωνας επι τας οσφυας αυτων, φορουντας τιαρας βεβαμμενας επι τας κεφαλας αυτων, παντας εχοντας οψιν αρχοντων, ομοιους με τους Βαβυλωνιους της γης των Χαλδαιων, εν η εγεννηθησαν.
16 και ως ειδεν αυτους με τους οφθαλμους αυτης, παρεφρονησε δι' αυτους και εξαπεστειλε προς αυτους πρεσβεις εις την Χαλδαιαν.
17 Και οι Βαβυλωνιοι ηλθον προς αυτην εις την κοιτην του ερωτος και εμιαναν αυτην με την πορνειαν αυτων και εμιανθη μετ' αυτων και η ψυχη αυτης απεξενωθη απ' αυτων.
18 Και απεκαλυψε τας πορνειας αυτης και εξεσκεπασε την αισχυνην αυτης· τοτε η ψυχη μου απεξενωθη απ' αυτης, καθως η ψυχη μου ειχεν αποξενωθη απο της αδελφης αυτης.
19 Διοτι επληθυνε τας πορνειας αυτης, ανακαλουσα εις μνημην τας ημερας της νεοτητος αυτης, οτε επορνευετο εν γη Αιγυπτου.
20 Και παρεφρονησε δια τους εραστας αυτης, των οποιων η σαρξ ειναι σαρξ ονων και η ρευσις αυτων ρευσις ιππων.
21 Και ενεθυμηθης την ακολασιαν της νεοτητος σου, οτε τα στηθη σου επιεζοντο υπο των Αιγυπτιων, δια τους μαστους της νεοτητος σου.
22 Δια τουτο, Οολιβα, ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ιδου, εγω θελω εγειρει τους εραστας σου εναντιον σου, αφ' ων η ψυχη σου απεξενωθη, και θελω φερει αυτους εναντιον σου πανταχοθεν·
23 τους Βαβυλωνιους και παντας τους Χαλδαιους, Φεκωδ και Σωε και Κωε, παντας τους Ασσυριους μετ' αυτων· οιτινες παντες ειναι ερασμιοι νεοι, ταξιαρχοι και ηγεμονες, στραταρχαι και ονομαστοι, παντες ιππευοντες εφ' ιππων.
24 Και θελουσιν ελθει εναντιον σου μετα αρματων, μετα αμαξων και τροχων και μετα πληθους λαων, και θελουσι θεσει κυκλω εναντιον σου θυρεους και ασπιδας και περικεφαλαιας· και θελω θεσει ενωπιον αυτων κρισιν και θελουσι σε κρινει κατα τας κρισεις αυτων.
25 Και θελω στησει τον ζηλον μου εναντιον σου και θελουσι φερθη προς σε μετ' οργης· θελουσιν εκκοψει την μυτην σου και τα ωτα σου· και το υπολοιπον σου θελει πεσει εν μαχαιρα· ουτοι θελουσι λαβει τους υιους σου και τας θυγατερας σου· το δε υπολοιπον σου θελει καταφαγωθη υπο πυρος.
26 Θελουσιν ετι σε εκδυσει τα ιματια σου και αφαιρεσει τους στολισμους της λαμπροτητος σου.
27 Και θελω παυσει απο σου την ακολασιαν σου και την πορνειαν σου την εκ γης Αιγυπτου· και δεν θελεις σηκωσει τους οφθαλμους σου προς αυτους, και δεν θελεις ενθυμηθη πλεον την Αιγυπτον.
28 Διοτι ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ιδου, θελω σε παραδωσει εις την χειρα εκεινων τους οποιους μισεις, εις την χειρα εκεινων αφ' ων απεξενωθη η ψυχη σου.
29 Και θελουσι φερθη προς σε με μισος, και θελουσι λαβει παντας τους κοπους σου, και θελουσι σε εγκαταλειψει γυμνην και ασκεπαστον· και η αισχυνη της πορνειας σου θελει αποκαλυφθη και η ακολασια σου και αι πορνειαι σου.
30 Ταυτα θελω καμει εις σε, επειδη επορνευθης κατοπιν των εθνων, επειδη εμιανθης εν τοις ειδωλοις αυτων.
31 Εν τη οδω της αδελφης σου περιεπατησας· δια τουτο θελω δωσει εις την χειρα σου το ποτηριον αυτης.
32 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Το ποτηριον της αδελφης σου θελεις πιει, το βαθυ και πλατυ· θελεις εισθαι γελως και παιγνιον· το ποτηριον τουτο χωρει πολυ.
33 Θελεις εμπλησθη απο μεθης και θλιψεως, με το ποτηριον της εκπληξεως και του αφανισμου, με το ποτηριον της αδελφης σου Σαμαρειας.
34 Και θελεις πιει αυτο και στραγγισει, και θελεις συντριψει τα οστρακα αυτου, και θελεις διασπαραξει τα στηθη σου· διοτι εγω ελαλησα, λεγει Κυριος ο Θεος.
35 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Επειδη με ελησμονησας και με απερριψας οπισω των νωτων σου, βαστασον λοιπον και συ την ακολασιαν σου και τας πορνειας σου.
36 Και ειπε Κυριος προς εμε· Υιε ανθρωπου, θελεις κρινει την Οολα και την Οολιβα; απαγγειλον λοιπον προς αυτας τα βδελυγματα αυτων·
37 οτι εμοιχευοντο, και ειναι αιμα εν ταις χερσιν αυτων, και εμοιχευοντο μετα των ειδωλων αυτων, και οτι διεβιβαζον χαριν αυτων τα τεκνα αυτων, τα οποια εγεννησαν εις εμε, δια του πυρος εις καταναλωσιν.
38 Επραξαν ετι τουτο εις εμε· εμιαναν τα αγια μου εν τη αυτη ημερα και εβεβηλωσαν τα σαββατα μου.
39 Διοτι οτε εσφαξαν τα τεκνα αυτων εις τα ειδωλα αυτων, τοτε εισηρχοντο την αυτην ημεραν εις τα αγια μου, δια να βεβηλονωσιν αυτα· και ιδου, ουτως επραττον εν μεσω του οικου μου.
40 Και προσετι ειπε οτι σεις επεμψατε προς ανδρας, δια να ελθωσι μακροθεν, προς τους οποιους εσταλη πρεσβυς, και ιδου, ηλθον· δια τους οποιους ελουσθης, βαψας τους οφθαλμους σου και εστολισθης με στολισμους.
41 Και εκαθησας επι κλινης μεγαλοπρεπους και εμπροσθεν αυτης ητο τραπεζα ητοιμασμενη, εφ' ης εθεσας το θυμιαμα μου και το ελαιον μου.
42 Και ησαν εν αυτη φωναι πληθους αγαλλομενου· και μετα των ανδρων του οχλου εισηγοντο Σαβαιοι εκ της ερημου, φορουντες βραχιολια επι τας χειρας αυτων και ωραιους στεφανους επι τας κεφαλας αυτων.
43 Τοτε ειπα προς την καταγηρασασαν εν μοιχειαις, Τωρα καμνουσι πορνειας μετ' αυτης και αυτη μετ' εκεινων
44 και ουτοι εισηρχοντο προς αυτην, καθως εισερχονται προς γυναικα πορνην· ουτως εισηρχοντο προς την Οολα και προς την Οολιβα, τας ακολαστους γυναικας.
45 Δια τουτο ανδρες δικαιοι, ουτοι θελουσι κρινει αυτας, κατα την κρισιν των μοιχαλιδων και κατα την κρισιν των εκχεουσων αιμα· επειδη ειναι μοιχαλιδες και αιμα ειναι εν ταις χερσιν αυτων.
46 Οθεν ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Θελω αναβιβασει επ' αυτας οχλον και θελω παραδωσει αυτας εις ταραχην και διαρπαγην.
47 Και ο οχλος θελει λιθοβολησει αυτας με λιθους και κατακοψει αυτας με τα ξιφη αυτων· θελουσι φονευσει τους υιους αυτων και τας θυγατερας αυτων και τας οικιας αυτων θελουσι κατακαυσει εν πυρι.
48 Ουτω θελω παυσει την ακολασιαν απο της γης, δια να μαθωσι πασαι αι γυναικες να μη πραττωσι κατα τας ακολασιας σας.
49 Και θελουσιν ανταποδωσει τας ακολασιας υμων εφ' υμας, και θελετε βαστασει τας αμαρτιας των ειδωλων σας· και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι Κυριος ο Θεος.
1 Viešpats kalbėjo man:
2 "Žmogaus sūnau, buvo dvi moterys, vienos motinos dukterys.
3 Jos paleistuvavo jau savo jaunystėje Egipte.
4 Vyresnioji buvo vardu Ohola ir jos sesuo Oholiba. Jos buvo mano ir pagimdė sūnų bei dukterų. Oholatai Samarija, o Oholibatai Jeruzalė.
5 Ohola buvo man neištikima. Ji geidė savo meilužių, kaimynystėje gyvenančių asirų.
6 Jie buvo apsirengę mėlynai, vadai ir kunigaikščiai, jauni, gražūs vyrai, raiteliai, jojantys ant savo žirgų.
7 Ji paleistuvavo su jais, su rinktiniais asirais ir visais, kurių ji geidė. Jų stabais ji suteršė save.
8 Ji nesiliovė paleistuvavusi ir su egiptiečiais, savo jaunystės meilužiais.
9 Todėl Aš atidaviau ją jos meilužiams asirams, kurių ji geidė.
10 Jie atidengė jos nuogumą, paėmė jos sūnus bei dukteris, o ją pačią nužudė kardu. Ji tapo priežodis tarp moterų, kai jie įvykdė jai teismą.
11 Jos sesuo Oholiba visa tai matė, tačiau gašlumu ir paleistuvystėmis pralenkė net savo seserį.
12 Ji geidė savo kaimynų asirų, vadų ir kunigaikščių, išsipusčiusių raitelių, gražių, jaunų vyrų.
13 Aš mačiau, kad ji suteršė save; jos abi ėjo vienu keliu.
14 Ji daugino savo paleistuvystes, nes kai pamatė sienoje nupieštus vyrų paveikslus, raudona spalva nupieštus atvaizdus chaldėjų,
15 susijuosusių strėnas diržais, ant galvų užsidėjusių margus turbanus, atrodančių kaip Babilono kunigaikščiai, kilę iš Chaldėjos,
16 ji ėmė geisti jų ir siuntė pasiuntinių į Chaldėją.
17 Babiloniečiai atėjo į jos meilės guolį ir suteršė ją savo paleistuvystėmis. Suteršta ji pasitraukė nuo jų.
18 Ji neslėpė savo paleistuvysčių ir atidengė savo nuogumą. Tada Aš pasitraukiau nuo jos, kaip buvau pasitraukęs nuo jos sesers.
19 Bet ji daugino savo paleistuvystes, prisimindama jaunystės dienas, kai ji buvo paleistuvė Egipto žemėje.
20 Ji geidė savo meilužių, kurių kūnai kaip asilų kūnai ir sėklos plūdimas kaip arklių.
21 Tu prisiminei savo jaunystės ištvirkimą, kai egiptiečiai glamonėjo tavo jaunas krūtis.
22 Todėl, Oholiba, taip sako Viešpats Dievas: ‘Aš pakelsiu prieš tave tavo meilužius, nuo kurių tu nusisukai, ir atvesiu juos prieš tave iš visų pusių:
23 babiloniečius, chaldėjus, Pekodą, Šoją, Koją ir asirusgražius, jaunus vyrus, vadus ir kunigaikščius, valdytojus ir žymius žmones, visus raitus ant žirgų.
24 Daugybė ginkluotų pulkų ateis su kovos vežimais ir žirgais, apstatys tave iš visų pusių didžiaisiais ir mažaisiais skydais bei šalmais. Aš atiduosiu tave jų teismui. Jie teis tave pagal savo nuostatus.
25 Aš nukreipsiu prieš tave savo pavydą, ir jie žiauriai pasielgs su tavimi: nupjaus tau nosį bei ausis, likusius išžudys kardu, išplėš tavo sūnus bei dukteris ir sudegins, kas liks.
26 Jie nuplėš tau drabužius ir atims brangenybes.
27 Taip aš padarysiu galą tavo ištvirkavimui su egiptiečiais. Tu nebenorėsi daugiau egiptiečių nei matyti, nei jų prisiminti.
28 Aš atiduosiu tave į rankas tų, kurių tu nekenti, nuo kurių tu pasitraukei.
29 Jie pasielgs su tavimi labai žiauriai, išplėš visą turtą ir paliks tave pliką bei nuogą. Taip bus apnuogintas tavo pasileidimas ir ištvirkavimas.
30 Tai padarysiu tau dėl tavo paleistuvavimo su tautomis, kurių stabais tu susitepei.
31 Tu ėjai savo sesers keliu, todėl jos taurę įduosiu į tavo rankas.
32 Tu gersi savo sesers taurę, gilią ir didelę, iš tavęs tyčiosis ir niekins tave, nes joje daug telpa.
33 Tu pasigersi ir būsi pilna skausmų. Taurė skausmo ir naikinimo, tavo sesers Samarijos taurė.
34 Išgersi ją iki dugno, šukes nulaižysi ir draskysi savo krūtis, nes Aš tai pasakiau,sako Viešpats Dievas.
35 Kadangi mane užmiršai ir atgręžei man nugarą, tai kentėk už savo ištvirkavimą ir paleistuvystę’ ".
36 Viešpats sakė man: "Žmogaus sūnau, ar tu neteisi Oholos ir Oholibos? Primink joms jų bjaurystes!
37 Jos svetimavo ir savo rankas sutepė nekaltu krauju. Jos svetimavo su stabais ir aukojo jiems vaikus, kuriuos man pagimdė!
38 Tą pačią dieną jos sutepė mano šventyklą ir nesilaikė sabatų.
39 Tą pačią dieną, kai jos aukojo vaikus stabams, jos ėjo į mano šventyklą ir tuo sutepė ją.
40 Be to, tu siuntei pasiuntinius ir kvietei vyrus iš toli. Dėl jų prauseisi, dažeisi akis ir puošeisi brangenybėmis.
41 Atsisėdai ant brangaus gulto; padengei stalus, ant jų padėjai mano smilkalų ir aliejaus.
42 Nerūpestingos minios balsai buvo girdimi joje, ir kartu su žmonėmis iš minios buvo atvesti sebiečiai iš dykumos, kurie dėjo apyrankes ant jų rankų ir puošnias karūnas ant jų galvų.
43 Tada tariau apie tą seną svetimautoją: ‘Ar jie ir dabar paleistuvaus su ja?’
44 Bet jie eidavo pas ją, kaip įeinama pas paleistuvę. Taip jie įeidavo pas Oholą ir Oholibą, gašlias moteris.
45 Bet teisūs vyrai teis jas kaip svetimautojas ir žudikes, nes jos svetimavo ir kraujas yra ant jų rankų.
46 Nes taip sako Viešpats: ‘Ar atvesiu prieš jas minią ir atiduosiu jas sunaikinti ir apiplėšti.
47 Minia užmuš jas akmenimis ir sukapos kardu, jų sūnus ir dukteris nužudys ir jų namus sudegins.
48 Taip Aš padarysiu galą paleistuvystei krašte, kad visos moterys pasimokytų ir neištvirkautų kaip jūs.
49 Jūsų paleistuvystė kris ant jūsų galvų, jūs kentėsite už nuodėmes su savo stabais. Tada žinosite, kad Aš esu Viešpats Dievas’ ".