1 Και με επεστρεψε κατα την οδον της εξωτερας πυλης του αγιαστηριου της βλεπουσης κατα ανατολας· και αυτη ητο κεκλεισμενη.

2 Και ειπε Κυριος προς εμε, Η πυλη αυτη θελει εισθαι κεκλεισμενη, δεν θελει ανοιχθη, και ανθρωπος δεν θελει εισελθει δι' αυτης· διοτι Κυριος ο Θεος του Ισραηλ εισηλθε δι' αυτης, δια τουτο θελει εισθαι κεκλεισμενη.

3 Αυτη θελει εισθαι δια τον αρχοντα· ο αρχων, ουτος θελει καθησει εν αυτη δια να φαγη αρτον ενωπιον του Κυριου· θελει εισελθει δια της οδου της στοας της πυλης ταυτης και δια της αυτης οδου θελει εξελθει.

4 Και με εφερε κατα την οδον της βορειου πυλης κατεναντι του οικου· και ειδον και ιδου, ο οικος του Κυριου ητο πληρης της δοξης του Κυριου· και επεσον επι προσωπον μου.

5 Και ειπε Κυριος προς εμε, Υιε ανθρωπου, προσεξον εν τη καρδια σου και ιδε με τους οφθαλμους σου και ακουσον με τα ωτα σου παντα οσα εγω λαλω προς σε περι πασων των διαταξεων του οικου του Κυριου και περι παντων των νομων αυτου· και παρατηρησον καλως την εισοδον του οικου, μετα πασων των εξοδων του αγιαστηριου.

6 Και θελεις ειπει προς τους απειθεις, προς τον οικον Ισραηλ, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Οικος Ισραηλ, αρκεσθητε εις παντα τα βδελυγματα υμων,

7 οτι εισηξατε αλλογενεις, απεριτμητους την καρδιαν και απεριτμητους την σαρκα, δια να ηναι εν τω αγιαστηριω μου, να βεβηλονωσιν αυτο, τον οικον μου, οταν προσφερητε τον αρτον μου, το παχος και το αιμα, ενω παραβαινουσι την διαθηκην μου εξ αιτιας παντων των βδελυγματων σας.

8 Και δεν εφυλαξατε σεις την φυλακην των αγιων μου, αλλα κατεστησατε επι του αγιαστηριου μου φυλακας της φυλακης μου αντι υμων.

9 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ουδεις αλλογενης απεριτμητος την καρδιαν και απεριτμητος την σαρκα θελει εισερχεσθαι εις το αγιαστηριον μου, εκ παντων των αλλογενων των μεταξυ των υιων Ισραηλ·

10 αλλ' οι Λευιται, οιτινες απεστατησαν απ' εμου οτε ο Ισραηλ απεπλανατο, αποπλανηθεντες απ' εμου κατοπιν των ειδωλων αυτων, και θελουσι βαστασει την ανομιαν αυτων.

11 Και θελουσιν εισθαι λειτουργοι εν τω αγιαστηριω μου, επιστατουντες επι των πυλων του οικου και φυλαττοντες τον οικον· αυτοι θελουσι σφαζει εις τον λαον τα ολοκαυτωματα και τας θυσιας, και αυτοι θελουσιν ιστασθαι ενωπιον αυτων δια να υπηρετωσιν εις αυτους.

12 Διοτι υπηρετουν εις αυτους εμπροσθεν των ειδωλων αυτων και ησαν προσκομμα ανομιας εις τον οικον Ισραηλ· δια τουτο εγω υψωσα την χειρα μου εναντιον αυτων, λεγει Κυριος ο Θεος, και θελουσι βαστασει την ανομιαν αυτων.

13 Και δεν θελουσι με πλησιαζει δια να ιερατευωσιν εις εμε και δεν θελουσι πλησιαζει εις ουδεν απο των αγιων μου, εις τα αγια των αγιων· αλλα θελουσι βαστασει την αισχυνην αυτων και τα βδελυγματα αυτων, τα οποια επραξαν.

14 Και θελω καταστησει αυτους φυλακας της φυλακης του οικου δια πασαν την υπηρεσιαν αυτου και δια παντα οσα θελουσι γινεσθαι εν αυτω.

15 Οι δε ιερεις οι Λευιται, οι υιοι Σαδωκ, οι φυλαξαντες την φυλακην του αγιαστηριου μου, οτε οι υιοι Ισραηλ απεπλανωντο απ' εμου, ουτοι θελουσι με πλησιαζει δια να λειτουργωσιν εις εμε, και θελουσιν ιστασθαι ενωπιον μου δια να προσφερωσιν εις εμε το παχος και το αιμα, λεγει Κυριος ο Θεος·

16 ουτοι θελουσιν εισερχεσθαι εις το αγιαστηριον μου και ουτοι θελουσι πλησιαζει εις την τραπεζαν μου, δια να λειτουργωσιν εις εμε και θελουσι φυλαττει την φυλακην μου.

17 Και οταν εισερχωνται εις τας πυλας της εσωτερας αυλης, θελουσιν ενδυεσθαι λινα ιματια· και δεν θελει εισθαι μαλλιον επ' αυτων, ενω λειτουργουσιν εις τας πυλας της εσωτερας αυλης και ενδον.

18 Θελουσιν εχει τιαρας λινας επι τας κεφαλας αυτων και θελουσιν εχει λινα περισκελη επι τας οσφυας αυτων· δεν θελουσι περιζωννυσθαι ουδεν προξενουν ιδρωτα.

19 Και οταν εξερχωνται εις την αυλην την εξωτεραν, εις την αυλην την εξωτεραν προς τον λαον, θελουσιν εκδυεσθαι τα ενδυματα αυτων, με τα οποια ελειτουργουν, και θετει αυτα εις τους αγιους θαλαμους, και θελουσιν ενδυεσθαι αλλα ενδυματα· και δεν θελουσιν αγιαζει τον λαον με τα ενδυματα αυτων.

20 Και δεν θελουσι ξυριζει τας κεφαλας αυτων και δεν θελουσιν αφινει την κομην αυτων να αυξανηται· μονον θελουσι κουρευει τας κεφαλας αυτων.

21 Και οινον δεν θελει πινει ουδεις ιερευς, οταν εισερχηται εις την εσωτεραν αυλην.

22 Και χηραν και αποβεβλημενην δεν θελουσι λαμβανει εις εαυτους δια γυναικα· αλλα θελουσι λαμβανει παρθενον εκ του σπερματος του οικου Ισραηλ η χηραν χηρευουσαν ιερεως.

23 Και θελουσι διδασκει τον λαον μου την διαφοραν μεταξυ αγιου και βεβηλου, και θελουσι καμνει αυτους να διακρινωσι μεταξυ ακαθαρτου και καθαρου.

24 Και εν ταις αμφισβητησεσιν ουτοι θελουσιν ιστασθαι δια να κρινωσι· κατα τας κρισεις μου θελουσι κρινει αυτας και θελουσι φυλαττει τα νομιμα μου και τα διαταγματα μου εν πασαις ταις εορταις μου· και θελουσιν αγιαζει τα σαββατα μου.

25 Και δεν θελουσιν εισερχεσθαι εις νεκρον ανθρωπου δια να μιανθωσιν· ειμη δια πατερα η δια μητερα η δια υιον η δια θυγατερα, δι' αδελφον η δια αδελφην μη υπανδρευθεισαν, δια τουτους θελουσι μιαινεσθαι.

26 Αφου δε ο μεμιασμενος καθαρισθη, θελουσιν αριθμει εις αυτον επτα ημερας.

27 Και την ημεραν, καθ' ην εισερχεται εις το αγιαστηριον, εις την αυλην την εσωτεραν, δια να λειτουργηση εν τω αγιαστηριω, θελει προσφερει την περι αμαρτιας προσφοραν αυτου, λεγει Κυριος ο Θεος.

28 Και τουτο θελει εισθαι εις αυτους δια κληρονομιαν· εγω ειμαι η κληρονομια αυτων· και ιδιοκτησιαν δεν θελετε διδει εις αυτους εν τω Ισραηλ· εγω ειμαι η ιδιοκτησια αυτων.

29 Θελουσι τρωγει την εξ αλφιτων προσφοραν και την περι αμαρτιας προσφοραν και την περι ανομιας προσφοραν· και παν αφιερωμα μεταξυ του Ισραηλ θελει εισθαι αυτων.

30 Και αι απαρχαι παντων των πρωτογεννηματων και πασα υψουμενη προσφορα παντων εκ παντος ειδους των υψουμενων προσφορων σας θελουσιν εισθαι των ιερεων· και την απαρχην της ζυμης σας θελετε διδει εις τον ιερεα, δια να επαναπαυη ευλογιαν εις τους οικους σας.

31 Οι ιερεις δεν θελουσι τρωγει ουδεν θνησιμαιον η θηριαλωτον, ειτε πτηνον ειτε κτηνος.

1 Jis nuvedė mane prie šventyklos išorinių vartų rytų pusėje. Jie buvo uždaryti.

2 Tada Viešpats sakė man: "Šitie vartai liks uždaryti. Jie nebus atidaryti, ir niekas nevaikščios pro juos. Kadangi Viešpats, Izraelio Dievas, įėjo pro juos, todėl jie liks uždaryti.

3 Tik kunigaikštis sėdės juose Viešpaties akivaizdoje ir valgys. Jis įeis pro vartų prieangį ir išeis tuo pačiu keliu".

4 Po to jis įvedė mane pro šiaurės vartus ir nuvedė prie šventyklos priekio. Aš pažiūrėjau, ir štai Viešpaties šlovė pripildė namus; aš parkritau veidu žemėn.

5 Viešpats tarė man: "Žmogaus sūnau, viską įsidėmėk, žiūrėk akimis ir klausyk ausimis, ką tau sakysiu apie Viešpaties namų įstatymus ir nuostatus. Įsidėmėk, kas gali įeiti į namus.

6 Sakyk maištingiems izraelitams: ‘Taip sako Viešpats Dievas: ‘Izraelitai, užtenka jūsų bjaurysčių!

7 Jūs įvedėte svetimšalius, neapipjaustytus širdimi ir neapipjaustytus kūnu, į mano šventyklą ir tuo sutepėte mano namus. Jūs aukojote jų akivaizdoje man duonos, taukų ir kraujo ir taip sulaužėte mano sandorą savo bjauriais darbais.

8 Užuot atlikę man šventą tarnystę, jūs paskyrėte juos tarnauti šventykloje’.

9 Taip sako Viešpats Dievas: ‘Nė vienas svetimšalis, gyvenantis tarp izraelitų, neapipjaustytas širdimi ir neapipjaustytas kūnu, neturi teisės įeiti į mano šventyklą.

10 Levitai, pasitraukę nuo manęs, kai izraelitai nuklydo ir sekė paskui stabus, atsakys už savo kaltę.

11 Bet jie tarnaus mano šventykloje: bus vartų sargai ir patarnaus namuose. Jie pjaus tautos deginamąsias aukas ir jiems tarnaus.

12 Kadangi jie tarnavo prie stabų ir suvedžiojo izraelitus, todėl Aš pakėliau savo ranką prieš juos, ir jie atsakys už savo kaltę.

13 Jie nesiartins prie manęs tarnauti man kaip kunigai ir neprisiartins prie mano šventų daiktų Šventų švenčiausiojoje. Jie kentės gėdą už savo bjaurius darbus.

14 Aš padarysiu juos namų prižiūrėtojais ir patarnautojais.

15 Bet kunigai iš levitų, Cadoko sūnūs, kurie prižiūrėjo šventyklą, kai izraelitai klaidžiojo ir atitolo nuo manęs, artinsis prie manęs ir man tarnaus, stovės mano akivaizdoje ir aukos taukų bei kraujo.

16 Jie eis į mano šventyklą, artės prie mano stalo ir tarnaus man.

17 Įėję pro vartus į vidinį kiemą, jie vilkės drobiniais drabužiais. Jie nevilkės nieko vilnonio, tarnaudami vidinio kiemo vartuose ir už jų.

18 Jie dėvės drobinius raiščius ant galvų bei vilkės drobines kelnes, nesusijuos, kad neprakaituotų.

19 Prieš eidami į išorinį kiemą pas tautą, jie nusirengs drabužius, su kuriais tarnavo, paliks juos šventyklos kambariuose ir apsivilks kitais drabužiais, kad nepašventintų žmonių savo drabužiais.

20 Jie neskus galvų ir neaugins ilgų plaukų, bet apsikirps galvos plaukus.

21 Nė vienas kunigas negers vyno, prieš eidamas į vidinį kiemą.

22 Jie neves našlės nė atleistos, tik mergaites iš Izraelio palikuonių. Tačiau kunigo našlę jie galės vesti.

23 Jie mokys mano tautą atskirti, kas šventa ir nešventa, aiškins, kas švaru ir nešvaru.

24 Kilus ginčui, jie bus teisėjais ir teis pagal mano nuostatus. Jie laikysis mano nuostatų ir įsakymų apie visas šventes ir švęs sabatus.

25 Jie nesusiteps mirusiaisiais, artindamiesi prie jų, išskyrus tėvą ir motiną, sūnų ir dukrą, brolį ir netekėjusią seserį.

26 Po apsivalymo jie paskaičiuos jam septynias dienas.

27 Tą dieną, kai kunigas eis į vidinį kiemą tarnauti šventykloje, jis aukos auką už nuodėmę,­sako Viešpats Dievas.­

28 Aš būsiu jų paveldėjimas, ir jūs neduosite jiems nuosavybės Izraelio krašte, nes Aš esu jų nuosavybė.

29 Duonos aukos, aukos už nuodėmes ir kaltes, ir visa, kas pašvęsta Dievui, bus kunigų maistas.

30 Visų vaisių pirmienos, visų atnašų ir dovanų dalis priklausys kunigams. Taip pat savo tešlos pirmienas duokite kunigams, kad palaiminimas pasiliktų jūsų namuose.

31 Kritusių ar žvėrių sudraskytų paukščių bei gyvulių kunigai nevalgys’ ".