1 Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν·
2 Εως ποτε θελετε θλιβει την ψυχην μου, και θελετε με κατασυντριβει με λογους;
3 Δεκακις ηδη με ωνειδισατε· δεν αισχυνεσθε να σκληρυνησθε εναντιον μου;
4 Και εαν τωοντι εσφαλα, το σφαλμα μου μενει εν εμοι.
5 Αλλ' εαν θελητε εξαπαντος να μεγαλυνθητε εναντιον μου, και να ριπτητε κατ' εμου το ονειδος μου,
6 μαθετε τωρα οτι ο Θεος με κατεστρεψε, και με περιεκυκλωσε με το δικτυον αυτου.
7 Ιδου, φωναζω, Αδικια· αλλα δεν εισακουομαι· επικαλουμαι, αλλ' ουδεμια κρισις.
8 Εφραξε την οδον μου, και δεν δυναμαι να περασω, και εθεσε σκοτος εις τας τριβους μου.
9 Με εξεδυσε την δοξαν μου, και αφηρεσε τον στεφανον της κεφαλης μου.
10 Με ηφανισε πανταχοθεν, και χανομαι· και εξερριζωσε την ελπιδα μου ως δενδρον.
11 Και εξηψε κατ' εμου τον θυμον αυτου, και με στοχαζεται ως εχθρον αυτου.
12 Τα ταγματα αυτου ηλθον ομου και ητοιμασαν την οδον αυτων εναντιον μου, και εστρατοπεδευσαν περιξ της σκηνης μου.
13 Απεμακρυνεν απ' εμου τους αδελφους μου, και ηλλοτριωθησαν ολως απ' εμου οι γνωριμοι μου.
14 Οι πλησιον μου με αφηκαν, και οι γνωστοι μου με ελησμονησαν.
15 Οι κατοικουντες εν τω οικω μου και αι θεραπαιναι μου με στοχαζονται ως ξενον· ξενος κατεσταθην εις τους οφθαλμους αυτων.
16 Καλω τον υπηρετην μου, και δεν αποκρινεται· με το στομα μου ικετευσα αυτον.
17 Η πνοη μου εγεινε ξενη εις την γυναικα μου, και αι παρακλησεις μου εις τα τεκνα της κοιλιας μου.
18 Και αυτα τα παιδαρια με κατεφρονησαν· εσηκωθην, και ελαλησαν εναντιον μου.
19 Παντες οι μυστικοι φιλοι μου με εβδελυχθησαν· και εκεινοι, τους οποιους ηγαπησα, εστραφησαν εναντιον μου.
20 Τα οστα μου εκολληθησαν εις το δερμα μου και εις την σαρκα μου και διεσωθην με το δερμα των οδοντων μου.
21 Ελεησατε με, ελεησατε με, σεις φιλοι μου· διοτι χειρ Θεου με επληγωσε.
22 Δια τι με κατατρεχετε ως ο Θεος, και δεν εχορτασθητε απο των σαρκων μου;
23 Ω και να εγραφοντο οι λογοι μου· να ενετυπουντο εν βιβλιω·
24 να ενεχαραττοντο επι βραχον δια σιδηρας γραφιδος και μολυβδου διαπαντος
25 Διοτι εξευρω οτι ζη ο Λυτρωτης μου, και θελει εγερθη εν τοις εσχατοις καιροις επι της γης·
26 και αφου μετα το δερμα μου το σωμα τουτο φθαρη, παλιν με την σαρκα μου θελω ιδη τον Θεον·
27 τον οποιον αυτος εγω θελω ιδει, και θελουσι θεωρησει οι οφθαλμοι μου, και ουχι αλλος· οι νεφροι μου κατατηκονται εν τω κολπω μου.
28 Αλλα σεις επρεπε να ειπητε, Δια τι κατατρεχομεν αυτον; επειδη η ριζα του πραγματος ευρισκεται εν εμοι.
29 Φοβηθητε την ρομφαιαν· διοτι η ρομφαια ειναι ο εκδικητης των ανομιων, δια να γνωρισητε οτι υπαρχει κρισις.
1 Jobas atsakydamas tarė:
2 "Kaip ilgai varginsite mano sielą ir kankinsite mane tuščiais žodžiais?
3 Jau dešimt kartų mane plūdote ir nesigėdite mane kankinti.
4 O jei iš tikrųjų nusikaltau, tai mano klaida yra su manimi.
5 Ar iš tikrųjų norite didžiuotis prieš mane ir įrodyti mano nusikaltimą?
6 Žinokite, kad Dievas mane pargriovė ir savo tinklu mane pagavo.
7 Aš šaukiu apie priespaudą, bet niekas neatsiliepia, šaukiu garsiai, bet nėra teisybės.
8 Jis užtvėrė man kelią, kad negaliu praeiti; mano takus Jis apsupo tamsa.
9 Jis nuplėšė mano garbę ir nuėmė karūną man nuo galvos.
10 Iš visų pusių Jo naikinamas krintu, mano viltis lyg nukirstas medis.
11 Jo rūstybė užsidegė prieš mane, Jis laiko mane savo priešu.
12 Jo būriai traukia kartu prieš mane ir apgula mano palapinę.
13 Jis patraukė mano brolius nuo manęs ir pažįstami šalinasi manęs.
14 Mano artimieji paliko mane, mano draugai mane užmiršo.
15 Tie, kurie gyvena mano namuose, net mano tarnaitės, laiko mane svetimu, nepažįstamas tapau jų akyse.
16 Aš šaukiu savo tarną, bet jis neatsiliepia, aš turiu jį maldauti savo burna.
17 Mano kvapas bjaurus mano žmonai ir mano kūno vaikai atmetė mane.
18 Maži vaikai niekina mane. Kai noriu atsikelti, jie šaiposi iš manęs.
19 Manimi bjaurisi mano artimiausi draugai; tie, kuriuos mylėjau, tapo mano priešais.
20 Iš manęs liko tik oda ir kaulai, prie dantų liko tik lūpos.
21 Draugai, pasigailėkite, pasigailėkite manęs, nes Dievo ranka palietė mane.
22 Kodėl mane persekiojate kaip Dievas ir nepasisotinate mano kūnu?
23 O kad mano žodžiai būtų įrašyti į knygą,
24 įrėžti geležiniu rašikliu bei švinu amžiams į uolą.
25 Nes aš žinau, kad mano Atpirkėjas gyvas ir kad Jis atsistos galiausiai ant žemės.
26 Ir kai mano oda sunyks, aš savo kūne regėsiu Dievą.
27 Aš pats Jį matysiu, savo akimis žiūrėsiu į Jį, o ne svetimomis. Mano širdis krūtinėje ilgisi Jo.
28 Jūs turėtumėte sakyti: ‘Kodėl mes jį persekiojame?’, tarsi priežastis būtų manyje.
29 Bijokite kardo, nes pyktis baudžiamas kardu, kad žinotumėte, jog yra teismas".