1 Εις τον τριτον μηνα της εξοδου των υιων Ισραηλ εκ της Αιγυπτου, την ημεραν ταυτην ηλθον εις την ερημον Σινα.

2 Εσηκωθησαν δε απο Ραφιδειν και ηλθον εις την ερημον Σινα και εστρατοπεδευσαν εν τη ερημω· και εκει κατεσκηνωσεν ο Ισραηλ απεναντι του ορους.

3 Ο δε Μωυσης ανεβη προς τον Θεον· και εκαλεσεν αυτον ο Κυριος εκ του ορους, λεγων, Ουτω θελεις ειπει προς τον οικον Ιακωβ, και αναγγειλει προς τους υιους Ισραηλ.

4 Σεις ειδετε οσα εκαμα εις τους Αιγυπτιους, και σας εσηκωσα ως επι πτερυγων αετου και σας εφερα προς εμαυτον·

5 τωρα λοιπον εαν τωοντι υπακουσητε εις την φωνην μου, και φυλαξητε την διαθηκην μου, θελετε εισθαι εις εμε ο εκλεκτος απο παντων των λαων· διοτι ιδικη μου ειναι πασα η γη·

6 και σεις θελετε εισθαι εις εμε βασιλειον ιερατευμα και εθνος αγιον. Ουτοι ειναι οι λογοι, τους οποιους θελεις ειπει προς τους υιους Ισραηλ.

7 Και ηλθεν ο Μωυσης και εκαλεσε τους πρεσβυτερους του λαου και εθεσεν εμπροσθεν αυτων παντας εκεινους τους λογους, τους οποιους προσεταξεν εις αυτον ο Κυριος.

8 Και απεκριθη ομοφωνως πας ο λαος, λεγων, Παντα οσα ειπεν ο Κυριος θελομεν πραξει. Και ανεφερεν ο Μωυσης προς τον Κυριον τους λογους του λαου.

9 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Ιδου, εγω ερχομαι προς σε εν νεφελη πυκνη, δια να ακουση ο λαος οταν λαλησω προς σε, και ετι να πιστευη εις σε παντοτε. Ανηγγειλε δε ο Μωυσης προς τον Κυριον τους λογους του λαου.

10 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Υπαγε προς τον λαον και αγιασον αυτους σημερον και αυριον, και ας πλυνωσι τα ιματια αυτων·

11 και ας ηναι ετοιμοι εις την ημεραν την τριτην· διοτι εν τη ημερα τη τριτη θελει καταβη ο Κυριος επι το ορος Σινα ενωπιον παντος του λαου·

12 και θελεις βαλει εις τον λαον ορια κυκλοθεν, λεγων, Προσεχετε εις εαυτους μη αναβητε εις το ορος η εγγισητε εις τα ακρα αυτου· οστις εγγιση το ορος, θελει εξαπαντος θανατωθη·

13 δεν θελει εγγισει εις αυτον χειρ, διοτι με λιθους θελει λιθοβοληθη η με βελη θελει κατατοξευθη· ειτε ζωον ειναι ειτε ανθρωπος, δεν θελει ζησει. Οταν η σαλπιγξ ηχηση, τοτε θελουσιν αναβη επι το ορος.

14 Και κατεβη ο Μωυσης απο του ορους προς τον λαον και ηγιασε τον λαον· και επλυναν τα ιματια αυτων.

15 Και ειπε προς τον λαον, Γινεσθε ετοιμοι δια την ημεραν την τριτην· μη πλησιασητε εις γυναικα.

16 Και εν τη ημερα τη τριτη το πρωι εγειναν βρονται και αστραπαι, και νεφελη πυκνη ητο επι του ορους, και φωνη σαλπιγγος δυνατη σφοδρα· και ετρεμε πας ο λαος ο εν τω στρατοπεδω.

17 Τοτε εξηγαγεν ο Μωυσης τον λαον εκ του στρατοπεδου εις την συναντησιν του Θεου· και εσταθησαν υπο το ορος.

18 Το δε ορος Σινα ητο ολον καπνος, διοτι κατεβη ο Κυριος εν πυρι επ' αυτο· ανεβαινε δε ο καπνος αυτου ως καπνος καμινου και ολον το ορος εσειετο σφοδρα.

19 Και οτε η φωνη της σαλπιγγος προεβαινεν αυξανομενη σφοδρα, ο Μωυσης ελαλει και ο Θεος απεκρινετο προς αυτον μετα φωνης.

20 Και κατεβη ο Κυριος επι το ορος Σινα, επι την κορυφην του ορους· και εκαλεσε Κυριος τον Μωυσην επι την κορυφην του ορους, και ανεβη ο Μωυσης.

21 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Καταβας, διαμαρτυρηθητι προς τον λαον, μηποτε υπερβωσι τα ορια και αναβωσι προς τον Κυριον δια να περιεργασθωσι και πεσωσι πολλοι εξ αυτων·

22 και οι ιερεις δε οι πλησιαζοντες προς τον Κυριον ας αγιασθωσι, δια να μη εξορμηση ο Κυριος επ' αυτους.

23 Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Κυριον, Ο λαος δεν δυναται να αναβη εις το ορος Σινα· διοτι συ προσεταξας εις ημας, λεγων, Βαλε ορια κυκλοθεν του ορους και αγιασον αυτο.

24 Και ειπε Κυριος προς αυτον, Υπαγε, καταβα· επειτα θελεις αναβη, συ και ο Ααρων μετα σου· οι ιερεις ομως και ο λαος ας μη υπερβωσι τα ορια δια να αναβωσι προς τον Κυριον, δια να μη εξορμηση επ' αυτους.

25 Και κατεβη ο Μωυσης προς τον λαον και ωμιλησε προς αυτους.

1 Trečią mėnesį po to, kai išėjo iš Egipto, Izraelio vaikai tą pačią dieną atvyko į Sinajaus dykumą.

2 Nes jie buvo išėję iš Refidimo ir, atėję į Sinajaus dykumą, apsistojo. Jie pasistatė stovyklą ties kalnu,

3 ir Mozė užkopė ant kalno pas Dievą. Viešpats pašaukė jį nuo kalno, sakydamas: "Taip sakysi Jokūbo namams ir Izraelio vaikams:

4 ‘Jūs matėte, ką padariau egiptiečiams, kaip nešiau jus lyg ant erelio sparnų ir atgabenau jus prie savęs.

5 Taigi dabar, jei paklusite mano balsui ir laikysitės mano sandoros, būsite ypatinga mano nuosavybė tarp visų tautų. Man priklauso visa žemė.

6 Jūs būsite man kunigų karalystė ir šventa tauta’. Šiuos žodžius kalbėk izraelitams".

7 Sugrįžęs Mozė sušaukė tautos vyresniuosius ir jiems pranešė viską, ką Viešpats įsakė.

8 Tada visa tauta atsakė: "Visa, ką Viešpats kalbėjo, darysime". Mozė perdavė tautos atsakymą Viešpačiui.

9 Viešpats sakė Mozei: "Aš ateisiu pas tave tirštame debesyje, kad, man kalbant su tavimi, tauta girdėtų ir tavimi tikėtų per amžius". Mozė pranešė tautos žodžius Viešpačiui,

10 o Jis tarė Mozei: "Eik pas žmones ir pašventink juos šiandien ir rytoj. Teišsiskalbia jie drabužius

11 ir tepasirengia trečiajai dienai. Trečią dieną Aš nužengsiu ant Sinajaus kalno visai tautai matant.

12 Nužymėk ribas aplink kalną ir įsakyk žmonėms, kad nedrįstų lipti į kalną ar paliesti jo kraštą, nes kiekvienas, kuris palies kalną, numirs.

13 Kas palies, tas bus užmuštas akmenimis arba pervertas strėle; nei žmogus, nei gyvulys neišliks gyvas. Išgirdę ilgą trimito garsą, jie tepriartėja prie kalno".

14 Mozė, grįžęs nuo kalno, pašventino žmones. Ir jie išsiplovė drabužius.

15 Jis jiems tarė: "Būkite pasiruošę trečiajai dienai; nė vienas tenesiartina prie savo žmonos!"

16 Trečiąją dieną, rytui išaušus griaudėjo perkūnija ir žaibavo, tamsūs debesys apdengė kalną ir pasigirdo labai stiprus trimito garsas. Visi žmonės stovykloje pradėjo drebėti.

17 Mozė išvedė tautą iš stovyklos susitikti su Dievu. Jie sustojo kalno papėdėje.

18 Visas Sinajaus kalnas buvo apgaubtas dūmų, nes Viešpats nužengė ugnyje ant jo. Dūmai kilo tarsi iš krosnies, visas kalnas smarkiai drebėjo.

19 Trimito garsas vis stiprėjo. Mozė kalbėjo, o Dievas jam atsakinėjo balsu.

20 Viešpats nužengė ant Sinajaus kalno viršūnės ir, pasišaukęs Mozę ant kalno,

21 jam tarė: "Nulipk žemyn, įspėk žmones, kad nesiveržtų, norėdami išvysti Viešpatį, ir daugelis jų nežūtų.

22 Taip pat ir kunigai, kurie artinasi prie Viešpaties, tegul pasišventina, kad Viešpats jų neištiktų".

23 Mozė sakė Viešpačiui: "Žmonės negali užlipti į Sinajaus kalną. Tu mus įspėjai nužymėti ribą aplink kalną ir pašventinti jį".

24 Viešpats jam atsakė: "Nusileisk ir grįžk su Aaronu. Tačiau kunigai ir tauta tegul nesiveržia prie Viešpaties, kad Jis jų nesunaikintų".

25 Mozė grįžo pas tautą ir kalbėjo jiems.