1 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Κοψον εις σεαυτον δυο πλακας λιθινας καθως τας πρωτας· και θελω γραψει επι των πλακων τους λογους, οιτινες ησαν επι των πρωτων πλακων, τας οποιας συνετριψας·

2 και γινου ετοιμος το πρωι, και αναβηθι το πρωι επι το ορος Σινα, και παραστηθι εκει ενωπιον μου επι της κορυφης του ορους·

3 και ουδεις θελει αναβη μετα σου ουδε θελει φανη τις καθ' ολον το ορος· και τα ποιμνια και αι αγελαι δεν θελουσι βοσκηθη εμπροσθεν του ορους εκεινου.

4 Και εκοψε δυο πλακας λιθινας καθως τας πρωτας· και σηκωθεις ο Μωυσης ενωρις το πρωι, ανεβη επι το ορος Σινα, καθως προσεταξεν εις αυτον ο Κυριος, και ελαβεν εις τας χειρας αυτου τας δυο πλακας τας λιθινας.

5 Και κατεβη ο Κυριος εν νεφελη και εσταθη μετ' αυτου εκει και εκηρυξε το ονομα του Κυριου.

6 Και παρηλθε Κυριος εμπροσθεν αυτου και εκηρυξε, Κυριος, Κυριος ο Θεος, οικτιρμων και ελεημων, μακροθυμος και πολυελεος, και αληθινος,

7 φυλαττων ελεος εις χιλιαδας, συγχωρων ανομιαν και παραβασιν και αμαρτιαν και ουδολως αθωονων τον ενοχον· ανταποδιδων την ανομιαν των πατερων επι τα τεκνα και επι τα τεκνα των τεκνων, εως τριτης και τεταρτης γενεας.

8 Και εσπευσεν ο Μωυσης και κυψας εις την γην, προσεκυνησε·

9 και ειπεν, Εαν τωρα ευρηκα χαριν ενωπιον σου, Κυριε, ας ελθη, δεομαι, ο Κυριος μου εν τω μεσω ημων· διοτι ο λαος ουτος ειναι σκληροτραχηλος· και συγχωρησον την ανομιαν ημων και την αμαρτιαν ημων και λαβε ημας εις κληρονομιαν σου.

10 Και ειπεν, Ιδου, εγω καμνω διαθηκην· εμπροσθεν παντος του λαου σου θελω καμει θαυμασια, οποια δεν εγειναν καθ' ολην την γην και εις ουδεν εθνος· και πας ο λαος, εν μεσω του οποιου εισαι, θελει ιδει το εργον του Κυριου· διοτι φοβερον ειναι εκεινο, το οποιον εγω θελω καμει μετα σου.

11 Φυλαξον εκεινο, το οποιον εγω σε προσταζω σημερον· ιδου, εγω εκβαλλω απ' εμπροσθεν σου τον Αμορραιον και τον Χαναναιον και τον Χετταιον και τον Φερεζαιον και τον Ευαιον και τον Ιεβουσαιον.

12 Προσεχε εις σεαυτον, μη καμης συνθηκην μετα των κατοικων της γης εις την οποιαν υπαγεις, μηποτε γεινη παγις εν τω μεσω σου·

13 αλλα τους βωμους αυτων θελεις καταστρεψει και τα ειδωλα αυτων θελεις συντριψει και τα αλση αυτων θελεις κατακοψει.

14 Διοτι δεν θελεις προσκυνησει αλλον θεον· επειδη ο Κυριος, του οποιου το ονομα ειναι Ζηλοτυπος, ειναι Θεος ζηλοτυπος·

15 μηποτε καμης συνθηκην μετα των κατοικων της γης, και οταν πορνευσωσι κατοπιν των θεων αυτων και θυσιασωσι προς τους θεους αυτων, σε προσκαλεση τις και φαγης απο της θυσιας αυτου·

16 και μηποτε λαβης εκ των θυγατερων αυτου εις τους υιους σου, και οταν αι θυγατερες αυτου πορνευσωσι κατοπιν των θεων αυτων, καμωσι τους υιους σου να πορνευσωσι κατοπιν των θεων αυτων.

17 Θεους χωνευτους δεν θελεις καμει εις σεαυτον.

18 Την εορτην των αζυμων θελεις φυλαττει. Επτα ημερας θελεις τρωγει αζυμα, καθως προσεταξα εις σε, κατα τον καιρον του μηνος Αβιβ· διοτι κατα τον μηνα Αβιβ εξηλθες εξ Αιγυπτου.

19 Παν το διανοιγον μητραν ειναι ιδικον μου· και παν πρωτοτοκον αρσενικον μεταξυ των κτηνων σου, ειτε βους ειτε προβατον.

20 Το δε πρωτοτοκον της ονου θελεις εξαγοραζει με αρνιον· και εαν δεν εξαγορασης αυτο, τοτε θελεις λαιμοτομησει αυτο. Παντας τους πρωτοτοκους των υιων σου θελεις εξαγοραζει. Και ουδεις θελει φανη ενωπιον μου κενος.

21 Εξ ημερας θελεις εργαζεσθαι την δε εβδομην ημεραν θελεις αναπαυεσθαι κατα τον σπορητον και κατα τον θερισμον θελεις αναπαυεσθαι.

22 Και θελεις φυλαττει την εορτην των εβδομαδων, των απαρχων του θερισμου του σιτου, και την εορτην της συγκομιδης εις την επιστροφην του ενιαυτου.

23 Τρις του ενιαυτου θελει εμφανιζεσθαι παν αρσενικον σου ενωπιον Κυριου, Κυριου του Θεου του Ισραηλ.

24 Διοτι αφου εκδιωξω τα εθνη απ' εμπροσθεν σου και πλατυνω τα ορια σου, δεν θελει επιθυμησει ουδεις την γην σου, οταν αναβαινης δια να εμφανισθης εμπροσθεν Κυριου του Θεου σου τρις του ενιαυτου.

25 Δεν θελεις προσφερει το αιμα της θυσιας μου με ενζυμα· και η θυσια της εορτης του πασχα δεν θελει μεινει εως το πρωι.

26 Τα πρωτογεννηματα της γης σου θελεις φερει εις τον οικον Κυριου του Θεου σου. Δεν θελεις ψησει εριφιον εν τω γαλακτι της μητρος αυτου.

27 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Γραψον εις σεαυτον τους λογους τουτους· διοτι κατα τους λογους τουτους εκαμα διαθηκην προς σε και προς τον Ισραηλ,

28 Και ητο εκει μετα του Κυριου τεσσαρακοντα ημερας και τεσσαρακοντα νυκτας· αρτον δεν εφαγε και υδωρ δεν επιε. Και εγραψεν επι των πλακων τους λογους της διαθηκης, τας δεκα εντολας.

29 Και οτε κατεβαινεν ο Μωυσης απο του ορους Σινα, και αι δυο πλακες του μαρτυριου ησαν εις την χειρα του Μωυσεως, οτε κατεβαινεν απο του ορους, ο Μωυσης δεν ηξευρεν οτι το δερμα του προσωπου αυτου εγεινε λαμπρον ενω ελαλει μετ' αυτου.

30 Και ειδεν ο Ααρων και παντες οι υιοι Ισραηλ τον Μωυσην, και ιδου, το δερμα του προσωπου αυτου ελαμπε· και εφοβηθησαν να πλησιασωσιν εις αυτον.

31 Και εκαλεσεν αυτους ο Μωυσης· και επεστραφησαν προς αυτον ο Ααρων και παντες οι αρχοντες της συναγωγης, και ελαλησε προς αυτους ο Μωυσης.

32 Και μετα ταυτα παντες οι υιοι Ισραηλ προσηλθον· και προσεταξεν εις αυτους παντα οσα ελαλησεν ο Κυριος προς αυτον επι του ορους Σινα.

33 Και ετελειωσεν ο Μωυσης λαλων προς αυτους· ειχε δε καλυμμα επι το προσωπον αυτου.

34 Και οτε εισηρχετο ο Μωυσης ενωπιον του Κυριου δια να λαληση μετ' αυτου, εσηκονε το καλυμμα, εωσου εξελθη. Και εξηρχετο και ελαλει προς τους υιους Ισραηλ ο, τι ητο προστεταγμενος.

35 Και ειδον οι υιοι Ισραηλ το προσωπον του Μωυσεως, οτι το δερμα του προσωπου του Μωυσεως ελαμπε· και εβαλλε παλιν ο Μωυσης το καλυμμα επι το προσωπον αυτου, εωσου εισελθη δια να λαληση μετ' αυτου.

1 Viešpats tarė Mozei: "Išsikirsk dvi akmenines plokštes. Aš jose įrašysiu žodžius, kurie buvo sudaužytose plokštėse.

2 Rytą būk pasiruošęs, užlipk į Sinajaus kalną ir atsistok mano akivaizdoje.

3 Nė vienas su tavimi tegul neateina ir nė vienas tenepasirodo visame kalne. Taip pat galvijai ir avys tenesigano prie kalno".

4 Jis iškirto iš akmens dvi plokštes, kokios buvo pirmosios; atsikėlęs anksti rytą, užlipo į Sinajaus kalną, kaip Viešpats buvo įsakęs, nešdamas rankose plokštes.

5 Viešpats nužengė debesyje ir atsistojo šalia jo, ir paskelbė Viešpaties vardą.

6 Viešpats praėjo pro jį ir paskelbė: "Viešpats, Viešpats Dievas, gailestingas ir maloningas, kantrus ir kupinas gerumo bei tiesos,

7 parodantis gailestingumą tūkstančiams, atleidžiantis nusikaltimus, neteisybes ir nuodėmes, tačiau nepaliekantis kalto nenubausto, bet baudžiantis už tėvų nusikaltimus vaikus ir vaikaičius iki trečios ir ketvirtos kartos".

8 Mozė skubiai nusilenkė iki žemės ir pagarbino Viešpatį.

9 Ir jis sakė: "Jei radau malonę Tavo akyse, Viešpatie, maldauju Tave, eik kartu su mumis, nes tauta yra kietasprandė; atleisk mūsų neteisybes ir nuodėmes, padaryk mus savo nuosavybe!"

10 Viešpats atsakė: "Štai darau sandorą ir visos tavo tautos akyse darysiu stebuklus, kokių niekas nedarė žemėje ir jokiose tautose. Šita tauta matys Viešpaties darbą, nes Aš su tavimi darysiu baisių dalykų.

11 Įsidėmėk, ką šiandien tau įsakau. Aš išvarysiu tavo akivaizdoje amoritus, kanaaniečius, hetitus, perizus, hivus ir jebusiečius.

12 Saugokis ir nedaryk sandoros su tų kraštų gyventojais, kad jie netaptų spąstais tarp jūsų:

13 sugriauk jų aukurus, sutrupink atvaizdus ir iškirsk giraites.

14 Negarbink svetimų dievų, nes Viešpats yra pavydus Dievas.

15 Nedaryk sandoros su anų kraštų žmonėmis, kad kas nors iš jų garbinęs stabus nepasikviestų tavęs jų aukų valgyti.

16 Neimk savo sūnums žmonų iš jų dukterų, kad jos, garbindamos stabus, neįtrauktų ir tavo sūnų garbinti jų dievų.

17 Nepasigamink nulietų dievų.

18 Švęsk Neraugintos duonos šventę. Septynias dienas valgyk neraugintą duoną Abibo mėnesį, kaip įsakiau, nes Abibo mėnesį išėjai iš Egipto.

19 Visų gyvulių pirmagimiai yra mano­patinėliai jautukai ir ėriukai.

20 Asilo pirmagimį išpirksi avinu, o jei jo neišpirksi, nusuk jam sprandą. Pirmagimius savo sūnus išpirk ir nepasirodyk mano akivaizdoje tuščiomis rankomis.

21 Šešias dienas dirbk, septintą dieną ilsėkis, net sėjos ir pjūties metu.

22 Švęsk Savaičių šventę, tai yra pirmųjų kviečių derliaus šventę, taip pat Derliaus nuėmimo šventę, metams baigiantis.

23 Tris kartus per metus visi tavo vyrai privalo pasirodyti Viešpaties, Izraelio Dievo, akivaizdoje.

24 Aš išvarysiu tautas prieš tave ir išplėsiu tavo krašto ribas; niekas nepuls tavo žemių, tau išėjus pasirodyti tris kartus per metus Viešpaties, tavo Dievo, akivaizdoje.

25 Neaukok mano aukos kraujo kartu su raugu; nieko nepalik iki ryto iš Paschos aukos.

26 Savo lauko pirmuosius vaisius atgabenk į Viešpaties Dievo namus. Nevirk ožiuko jo motinos piene".

27 Viešpats tarė Mozei: "Užrašyk žodžius, kuriais padariau sandorą su tavimi ir Izraeliu".

28 Jis buvo ant kalno su Viešpačiu keturiasdešimt dienų ir keturiasdešimt naktų, nevalgė duonos ir negėrė vandens. Ir Jis įrašė plokštėse sandoros žodžius, dešimt įsakymų.

29 Nužengdamas nuo Sinajaus kalno, Mozė nešėsi dvi liudijimo plokštes ir nežinojo, kad jo veidas po pašnekesio su Viešpačiu spindėjo.

30 Aaronas ir izraelitai, matydami spindintį Mozės veidą, bijojo prie jo priartėti.

31 Tik jam pašaukus, Aaronas ir visi vyresnieji susirinko pas jį. Mozė kalbėjo su jais.

32 Po to susirinko ir visi izraelitai. Jis jiems perdavė viską, ką Viešpats jam kalbėjo Sinajaus kalne.

33 Baigęs kalbėti, jis užsidėjo ant veido gaubtuvą.

34 Įėjęs pas Viešpatį ir su Juo kalbėdamas, Mozė gaubtuvą nusiimdavo. Išėjęs perduodavo izraelitams viską, kas jam buvo įsakyta.

35 Izraelio vaikai matė Mozės veidą, kad jis spindėjo, ir Mozė užsidėdavo gaubtuvą, iki eidavo kalbėti su Juo.