1 Υπηγε δε ανθρωπος τις εκ του οικου Λευι, και ελαβεν εις γυναικα μιαν εκ των θυγατερων Λευι.

2 Και συνελαβεν η γυνη και εγεννησεν υιον· ιδουσα δε αυτον οτι ητο ευμορφος, εκρυψεν αυτον τρεις μηνας.

3 Μη δυναμενη δε να κρυπτη αυτον πλεον, ελαβε δι' αυτον κιβωτιον σπαρτινον και κατεχρισεν αυτο με ασφαλτον και πισσαν και ενεβαλε το παιδιον εις αυτο και εθεσεν εις το ελωδες μερος παρα το χειλος του ποταμου.

4 Η δε αδελφη αυτου παρεμονευε μακροθεν, δια να ιδη το αποβησομενον εις αυτο.

5 Και κατεβη η θυγατηρ του Φαραω δια να λουσθη εις τον ποταμον, αι δε θεραπαιναι αυτης περιεπατουν επι την οχθην του ποταμου· και οτε ειδε το κιβωτιον εις το ελωδες μερος, εστειλε την παιδισκην αυτης και ελαβεν αυτο·

6 και ανοιξασα βλεπει το παιδιον και ιδου, το νηπιον εκλαιε· και ελυπηθη αυτο, λεγουσα, Εκ των παιδιων των Εβραιων ειναι τουτο.

7 Τοτε ειπεν η αδελφη αυτου προς την θυγατερα του Φαραω, Θελεις να υπαγω να καλεσω εις σε γυναικα θηλαζουσαν εκ των Εβραιων, δια να σοι θηλαση το παιδιον;

8 Και ειπε προς αυτην η θυγατηρ του Φαραω, Υπαγε. Και υπηγε το κορασιον και εκαλεσε την μητερα του παιδιου.

9 Και ειπε προς αυτην η θυγατηρ του Φαραω, Λαβε το παιδιον τουτο και θηλασον μοι αυτο, και εγω θελω σοι δωσει τον μισθον σου.

10 Ελαβε δε η γυνη το παιδιον και εθηλαζεν αυτο. Και αφου εμεγαλωσε το παιδιον, εφερεν αυτο προς την θυγατερα του Φαραω, και εγεινεν υιος αυτης· και εκαλεσε το ονομα αυτου Μωυσην, λεγουσα, Οτι εκ του υδατος ανεσυρα αυτο.

11 Κατα δε τας ημερας εκεινας, αφου ο Μωυσης εμεγαλωσεν, εξηλθε προς τους αδελφους αυτου· και παρατηρων τα βαρη αυτων, βλεπει ανθρωπον Αιγυπτιον τυπτοντα Εβραιον τινα εκ των αδελφων αυτου.

12 Περιβλεψας δε εδω και εκει και ιδων οτι δεν ητο ουδεις, επαταξε τον Αιγυπτιον και εκρυψεν αυτον εν τη αμμω.

13 Και εξηλθε την ακολουθον ημεραν και ιδου, δυο ανδρες Εβραιοι διεπληκτιζοντο· και λεγει προς τον αδικουντα, Δια τι τυπτεις τον πλησιον σου;

14 Ο δε ειπε, Τις σε κατεστησεν αρχοντα και κριτην εφ' ημας; Μηπως θελεις συ να με φονευσης, καθως εφονευσας τον Αιγυπτιον; Και εφοβηθη ο Μωυσης και ειπε, Βεβαιως το πραγμα τουτο εγεινε γνωστον.

15 Ακουσας δε ο Φαραω το πραγμα τουτο, εζητει να θανατωση τον Μωυσην· αλλ' ο Μωυσης εφυγεν απο προσωπου του Φαραω και κατωκησεν εν τη γη Μαδιαμ· εκαθισε δε πλησιον του φρεατος.

16 Ο δε ιερευς της Μαδιαμ ειχεν επτα θυγατερας, αιτινες ελθουσαι ηντλησαν υδωρ και εγεμισαν τας ποτιστρας δια να ποτισωσι τα προβατα του πατρος αυτων.

17 Ελθοντες δε οι ποιμενες εδιωξαν αυτας· και σηκωθεις ο Μωυσης εβοηθησεν αυτας και εποτισε τα προβατα αυτων.

18 Και οτε ηλθον προς Ραγουηλ τον πατερα αυτων, ειπε προς αυτας, Δια τι τοσον ταχεως ηλθετε σημερον;

19 Αι δε ειπον, Ανθρωπος Αιγυπτιος ελυτρωσεν ημας εκ των χειρων των ποιμενων και προσετι ηντλησεν εις ημας υδωρ και εποτισε τα προβατα.

20 Ο δε ειπε προς τας θυγατερας αυτου, Και που ειναι; δια τι αφηκατε τον ανθρωπον; καλεσατε αυτον δια να φαγη αρτον.

21 Και ευχαριστηθη ο Μωυσης να κατοικη μετα του ανθρωπου· οστις εδωκεν εις τον Μωυσην εις γυναικα Σεπφωραν την θυγατερα αυτου.

22 Και εγεννησεν υιον· και εκαλεσε το ονομα αυτου Γηρσωμ, λεγων, Παροικος ειμαι εν ξενη γη·

23 Μετα δε πολυν καιρον, ετελευτησεν ο βασιλευς της Αιγυπτου· και κατεστεναξαν οι υιοι Ισραηλ δια την δουλειαν και ανεβοησαν· και η βοη αυτων ανεβη προς τον Θεον εξ αιτιας της δουλειας.

24 Και εισηκουσεν ο Θεος των στεναγμων αυτων· και ενεθυμηθη ο Θεος την διαθηκην αυτου την προς τον Αβρααμ, τον Ισαακ και τον Ιακωβ·

25 και επεβλεψεν ο Θεος επι τους υιους Ισραηλ και ηλεησεν αυτους ο Θεος.

1 Vienas Levio giminės vyras pasirinko ir vedė tos pačios giminės mergaitę.

2 Moteris pastojo ir pagimdė sūnų. Kai ji pamatė, koks jis buvo gražus, slėpė jį tris mėnesius.

3 Negalėdama ilgiau jo slėpti, ji paėmė iš papiruso nendrių nupintą krepšį, ištepė jį derva ir sakais, įdėjo į jį kūdikį ir nunešusi padėjo nendryne prie upės kranto.

4 Jo sesuo atsistojo kiek toliau, norėdama pamatyti, kas atsitiks.

5 Faraono duktė atėjo prie upės praustis. Jos tarnaitės vaikščiojo upės pakraščiu. Ji pamatė nendryne pintinę ir pasiuntė tarnaitę ją atnešti.

6 Atidarius ją, rado verkiantį berniuką. Jai pagailo jo ir ji tarė: "Šitas yra vienas iš hebrajų kūdikių!"

7 Jo sesuo tarė faraono dukteriai: "Ar norėtum, kad surasčiau hebrajų moterį, kuri maitintų kūdikį?"

8 Faraono duktė jai atsakė: "Eik". Mergaitė nuėjus pakvietė kūdikio motiną.

9 Tada Faraono duktė tarė jai: "Imk šitą kūdikį ir maitink jį! Aš mokėsiu tau už tai". Moteris paėmė kūdikį ir maitino jį.

10 Berniukui paaugus, ji nunešė jį faraono dukteriai. Ji įsūnijo berniuką ir pavadino Moze, sakydama: "Aš jį ištraukiau iš vandens!"

11 Kartą Mozė, jau užaugęs, išėjo pas savo brolius ir pamatė jų naštas. Ir jis pamatė egiptietį bemušantį hebrają, vieną iš jo brolių.

12 Apsidairęs ir nieko nematydamas, jis užmušė tą egiptietį ir užkasė jį smėlyje.

13 Išėjęs kitą dieną, pamatė besivaidijančius du hebrajus ir klausė kaltininko: "Kodėl muši savo artimą?"

14 Tas atsakė: "Kas tave paskyrė mūsų kunigaikščiu ir teisėju? Bene nori ir mane užmušti, kaip užmušei egiptietį?" Mozė nusigando ir sakė: "Iš tiesų tai tapo žinoma!"

15 Faraonas, išgirdęs apie tą įvykį, norėjo Mozę nužudyti. Bet Mozė pabėgo nuo faraono ir apsigyveno Midjano šalyje. Vieną dieną, sėdint jam prie šulinio,

16 midjaniečių kunigo septynios dukterys atėjusios sėmė vandenį ir pylė į lovius, norėdamos pagirdyti savo tėvo avis.

17 Atėję piemenys jas nuvarė. Tada Mozė atsistojo, apgynė mergaites ir pagirdė jų avis.

18 Joms sugrįžus pas savo tėvą Reuelį, jis paklausė: "Kodėl šiandien taip anksti parėjote?"

19 Jos atsakė: "Vienas egiptietis mus apgynė nuo piemenų. Be to, jis sėmė vandenį ir pagirdė avis.

20 Tėvas tarė savo dukterims: "Kur jis yra? Kodėl palikote tą vyrą? Pakvieskite jį valgyti su mumis".

21 Mozė sutiko gyventi pas Reuelį ir vedė jo dukterį Ciporą.

22 Ji pagimdė sūnų, kurį Mozė pavadino Geršomu, sakydamas: "Tapau ateivis svetimoje šalyje".

23 Praėjus daug laiko, mirė Egipto karalius. Izraelio vaikai vaitojo dėl vergystės ir šaukė, ir jų šauksmas pasiekė Dievą.

24 Dievas išgirdo jų vaitojimą ir atsiminė savo sandorą su Abraomu, Izaoku ir Jokūbu.

25 Ir Dievas pažvelgė į Izraelio vaikus, ir ėmė jais rūpintis.