1 Ο λογος του Κυριου ο γενομενος προς Μιχαιαν τον Μωρασθιτην εν ταις ημεραις Ιωαθαμ, Αχαζ και Εζεκιου, βασιλεων του Ιουδα, τον οποιον ειδε περι Σαμαρειας και Ιερουσαλημ.

2 Ακουσατε, παντες οι λαοι· προσεχε, γη, και το πληρωμα αυτης, και ας ηναι Κυριος ο Θεος μαρτυς εις εσας, ο Κυριος εκ του ναου του αγιου αυτου.

3 Διοτι ιδου, ο Κυριος εξερχεται εκ του τοπου αυτου και θελει καταβη και πατησει επι τα υψη της γης.

4 Και τα ορη θελουσιν αναλυσει υποκατω αυτου και αι κοιλαδες θελουσι διασχισθη ως κηρος απο προσωπου πυρος και ως υδατα καταφερομενα εις κατηφορον.

5 Δια την ασεβειαν του Ιακωβ ειναι απαν τουτο και δια τας αμαρτιας του οικου Ισραηλ. Τις ειναι η ασεβεια του Ιακωβ; ουχι η Σαμαρεια; και τινες οι υψηλοι τοποι του Ιουδα; ουχι η Ιερουσαλημ;

6 Δια τουτο θελω καταστησει την Σαμαρειαν εις σωρους λιθων αγρου, οπου φυτευεται αμπελων, και θελω κατακυλισει τους λιθους αυτης εις την κοιλαδα και ανακαλυψει τα θεμελια αυτης.

7 Και παντα τα γλυπτα αυτης θελουσι κατακοπη, και παντα τα μισθωματα αυτης θελουσι κατακαη εν πυρι, και παντα τα ειδωλα αυτης θελω εξαφανισει· διοτι απο μισθου πορνειας συνηγαγεν αυτα και εις μισθον πορνειας θελουσιν επιστρεψει.

8 Δια τουτο θελω θρηνησει και ολολυξει, θελω υπαγει εκδεδυμενος και γυμνος, θελω καμει θρηνον ως θωων και πενθος ως στρουθοκαμηλων.

9 Διοτι η πληγη αυτης ειναι ανιατος, διοτι ηλθεν εως του Ιουδα, εφθασεν εως της πυλης του λαου μου, εως της Ιερουσαλημ.

10 Μη αναγγειλητε τουτο εις Γαθ, μη πενθησητε πενθος· εν Βηθ-αφρα κυλισθητι εις την κονιν.

11 Διαβηθι, η κατοικος της Σαφιρ, εχουσα γυμνην την αισχυνην σου· η κατοικος της Σααναν ας μη εξελθη· το πενθος της Βαιθ-εζηλ θελει λαβει απο σας την αρχην αυτου.

12 Διοτι η κατοικος της Μαρωθ ελυπηθη δια τα αγαθα αυτης, επειδη κατεβη κακον απο του Κυριου εις την πυλην της Ιερουσαλημ.

13 Κατοικε της Λαχεις, ζευξον την αμαξαν εις τον ταχυν ιππον· συ, η αρχη της αμαρτιας εις την θυγατερα της Σιων· διοτι αι ασεβειαι του Ισραηλ εν σοι ευρεθησαν.

14 Δια τουτο θελεις δωσει εγγραφον ελευθερωσεως εις την Μορεσεθ-γαθ· οι οικοι του Αχζιβ θελουσι ματαιωσει τας ελπιδας των βασιλεων του Ισραηλ.

15 Θελω ετι φερει κληρονομον εις σε, κατοικε της Μαρησα· θελει ελθει εως Οδολλαμ, της δοξης του Ισραηλ.

16 Φαλακρωθητι και κειρον την κεφαλην σου δια τα τεκνα σου τα τρυφερα· πλατυνον την φαλακροτητα σου ως αετος, διοτι ηχμαλωτισθησαν απο σου.

1 Viešpaties žodis, atėjęs Michėjui iš Morešeto Judo karalių Joatamo, Ahazo ir Ezekijo dienomis apie Samariją ir Jeruzalę.

2 Klausykite, visos tautos, įsidėmėk, žeme ir visa, kas joje yra. Viešpats Dievas tebūna liudytojas prieš jus iš savo šventyklos.

3 Štai Viešpats leidžiasi iš savo vietos ir žengs žemės aukštumomis.

4 Kalnai po Juo tirps ir slėniai lydysis lyg vaškas nuo ugnies, lyg vandenys, tekantys nuo skardžio.

5 Visa tai dėl Jokūbo nusikaltimo ir Izraelio nuodėmių. Kas yra Jokūbo nusikaltimas? Ar ne Samarija? Kur yra Judo namų aukštumos? Ar ne Jeruzalėje?

6 "Aš paversiu Samariją griuvėsių krūva, padarysiu ją vynuogynų lauku, nuritinsiu jos akmenis į slėnį ir atidengsiu jos pamatus.

7 Visi jos drožiniai bus sudaužyti ir sudeginti, visi stabai sunaikinti. Jie buvo įgyti iš paleistuvių užmokesčio ir jie vėl taps paleistuvių užmokesčiu".

8 Aš raudosiu ir dejuosiu, vaikščiosiu basas ir nuogas, kauksiu kaip šakalai, dejuosiu lyg pelėdos,

9 nes jos žaizda nepagydoma, ji pasiekė Judą, palietė mano tautos vartus­Jeruzalę.

10 Neskelbkite Gate, neverkite garsiai! Bet Leafroje voliokitės dulkėse!

11 Išeikite visi, Šafyro gyventojai, gėdingai apnuoginti! Caanano gyventojai, pasilikite mieste, neišeikite! Bet Ecelyje raudos visi, netekę savo vietos.

12 Ko gero gali laukti Maroto gyventojai? Juk nelaimė atėjo nuo Viešpaties ir pasiekė Jeruzalės vartus.

13 Lachišo miesto gyventojai, kinkykite žirgus ir bėkite! Jūs buvote Siono dukteriai nuodėmės pradžia, nes jumyse atrasti Izraelio nusikaltimai.

14 Todėl jūs duosite dovanas Morešet Gatui. Achzibo namai taps apgaule Izraelio karaliams.

15 Marešos gyventojai, jums atvesiu paveldėtoją, jis nueis iki Adulamo­Izraelio šlovės.

16 Nusikirpk ir nusiskusk plaukus, liūdėdamas savo mylimų vaikų, tapk plikas kaip erelis, nes jie išvesti iš tavęs į nelaisvę.