1 Ουαι εις εμε, διοτι ειμαι ως επικαρπολογια θερους, ως επιφυλλις τρυγητου δεν υπαρχει βοτρυς δια να φαγη τις η ψυχη μου επεθυμησε τας απαρχας των καρπων.

2 Ο οσιος απωλεσθη εκ της γης και ο ευθυς δεν υπαρχει μεταξυ των ανθρωπων παντες ενεδρευουσι δια αιμα κυνηγουσιν εκαστος τον αδελφον αυτου.

3 Εις το να κακοποιωσιν ετοιμαζουσι τας χειρας αυτων ο αρχων απαιτει και ο κριτης κρινει επι μισθω· και ο μεγαλος προφερει την πονηραν αυτου επιθυμιαν, την οποιαν συμπεριστρεφομενοι εκπληρουσιν.

4 Ο καλητερος αυτων ειναι ως ακανθα· ο ευθυς οξυτερος φραγμου ακανθωδους· η ημερα των φυλακων σου, η επισκεψις σου εφθασε· τωρα θελει εισθαι η αμηχανια αυτων.

5 Μη εμπιστευεσθε εις φιλον, μη θαρρειτε εις οικειον· φυλαττε τας θυρας του στοματος σου απο της συγκαθευδουσης εν τω κολπω σου·

6 διοτι ο υιος περιφρονει τον πατερα, η θυγατηρ επανισταται κατα της μητρος αυτης, η νυμφη κατα της πενθερας αυτης· οι εχθροι του ανθρωπου ειναι οι ανθρωποι της εαυτου οικιας.

7 Εγω δε θελω επιβλεψει επι Κυριον· θελω προσμεινει τον Θεον της σωτηριας μου· ο Θεος μου θελει μου εισακουσει.

8 Μη ευφραινου εις εμε, η εχθρα μου· αν και επεσα, θελω σηκωθη· αν και εκαθησα εν σκοτει, ο Κυριος θελει εισθαι φως εις εμε.

9 Θελω υποφερει την οργην του Κυριου, διοτι ημαρτησα εις αυτον, εωσου διαδικαση την δικην μου και καμη την κρισιν μου· θελει με εξαξει εις το φως, θελω ιδει την δικαιοσυνην αυτου.

10 Και θελει ιδει η εχθρα μου, και αισχυνη θελει περικαλυψει αυτην, ητις λεγει προς εμε, Που ειναι Κυριος ο Θεος σου; οι οφθαλμοι μου θελουσιν ιδει αυτην· τωρα θελει εισθαι εις καταπατημα ως ο πηλος των οδων.

11 Καθ' ην ημεραν τα τειχη σου μελλουσι να κτισθωσι, την ημεραν εκεινην θελει διαδοθη εις μακραν το προσταγμα.

12 Την ημεραν εκεινην θελουσιν ελθει εως εις σε απο της Ασσυριας και των πολεων της Αιγυπτου και απο της Αιγυπτου εως του ποταμου και απο θαλασσης εως θαλασσης και απο ορους εως ορους.

13 Και η γη θελει ερημωθη εξ αιτιας των κατοικουντων αυτην, δια τον καρπον των πραξεων αυτων.

14 Ποιμαινε τον λαον σου εν τη ραβδω σου, το ποιμνιον της κληρονομιας σου, το οποιον κατοικει μεμονωμενον εν τω δασει, εν μεσω του Καρμηλου· ας νεμωνται την Βασαν και την Γαλααδ καθως εν ταις αρχαιαις ημεραις.

15 Καθως εν ταις ημεραις της εξοδου σου εκ γης Αιγυπτου θελω δειξει εις αυτον θαυμασια.

16 Τα εθνη θελουσιν ιδει και θελουσι καταισχυνθη δια πασαν την ισχυν αυτων· θελουσιν επιθεσει την χειρα επι το στομα, τα ωτα αυτων θελουσι κωφωθη.

17 Θελουσι γλειφει το χωμα ως οφεις, ως τα ερπετα της γης θελουσι συρεσθαι απο των τρυπων αυτων· θελουσιν εκπλαγη εις Κυριον τον Θεον ημων και θελουσι φοβηθη απο σου.

18 Τις Θεος ομοιος σου, συγχωρων ανομιαν και παραβλεπων την παραβασιν του υπολοιπου της κληρονομιας αυτου; δεν φυλαττει την οργην αυτου διαπαντος, διοτι αυτος αρεσκεται εις το ελεος.

19 Θελει επιστρεψει, θελει ευσπλαγχνισθη ημας, θελει καταστρεψει τας ανομιας ημων· και θελεις ριψει πασας τας αμαρτιας αυτων εις τα βαθη της θαλασσης.

20 Θελεις εκτελεσει αληθειαν εις τον Ιακωβ, ελεος εις τον Αβρααμ, καθως ωμοσας εις τους πατερας ημων απο των αρχαιων ημερων.

1 Vargas man, kaip nuskynus vasaros vaisius, kaip nurinkus vynuogių likučius: nėra jokios kekės pavalgyti nė nunokusių figų, kurias taip mėgstu!

2 Dingo geri žmonės krašte, nebėra dorų žmonių. Jie visi tykoja kraujo, spendžia pinkles broliui.

3 Jų rankos yra stropios piktam. Kunigaikštis ir teisėjas reikalauja dovanų, o turtuolis reiškia savo nedorus norus. Taip jie iškraipo teisingumą.

4 Jų geriausias yra kaip usnis, o doriausias kaip erškėčių tvora. Sąmyšio diena artėja, pranašų žodžiai pildosi.

5 Netikėkite artimu, nepasitikėkite draugu! Saugokis net tos, kuri guli prie tavo šono.

6 Sūnus niekina tėvą, duktė sukyla prieš motiną, marti prieš anytą; žmogaus priešai yra jo paties namiškiai.

7 O aš ieškosiu Viešpaties, lauksiu savo išgelbėjimo Dievo! Mano Dievas išklausys mane.

8 Nesidžiauk, mano prieše! Nors suklupau­atsikelsiu, nors sėdžiu tamsoje­Viešpats yra mano šviesa.

9 Viešpaties rūstybę kęsiu, nes Jam nusidėjau. Jis išspręs mano bylą ir bus man teisingas­Jis išves mane į šviesą ir aš matysiu Jo teisumą.

10 Mano priešai tai matys ir bus sugėdinti. Jie kalbėjo: "Kur yra Viešpats, tavo Dievas?" Aš matysiu juos sutryptus gatvių purve.

11 Ateina dienos tavo sienoms atstatyti, dienos tavo riboms praplėsti.

12 Tą dieną ateis pas tave iš visur: nuo Asūro iki Egipto, nuo Tyro iki Eufrato, nuo jūros iki jūros ir nuo kalno iki kalno.

13 Tačiau kraštas virs dykyne dėl jo gyventojų, dėl jų darbų vaisiaus.

14 Ganyk savo tautą, savo paveldo avis, kurios vienišos gyvena Karmelio miške. Tegul jos ganosi Bašano ir Gileado vešliuose laukuose kaip senomis dienomis.

15 Parodysiu jums nuostabių dalykų, kaip jums išeinant iš Egipto krašto.

16 Tautos, tai matydamos, susigės dėl savo jėgos: nebenorės nei girdėti, nei kalbėti.

17 Jos ris dulkes kaip gyvatės, kaip žemės kirmėlės išlįs iš savo skylių. Jos bijos Viešpaties, mūsų Dievo, ir drebės dėl Tavęs.

18 Kur yra toks Dievas kaip Tu, kuris atleidžia kaltę savo išrinktosios tautos likučiui? Jis nerūstauja per amžius, nes Jam patinka gailestingumas.

19 Jis pasigailės mūsų, sunaikins nusikaltimus ir paskandins jūros gelmėse visas mūsų nuodėmes.

20 Tu parodysi ištikimybę Jokūbui ir gailestingumą Abraomui, kaip su priesaika pažadėjai mūsų tėvams senomis dienomis.