1 Οστις αγαπα παιδειαν, αγαπα γνωσιν· αλλ' οστις μισει ελεγχον, ειναι αφρων.

2 Ο καλος ευρισκει χαριν παρα Κυριου· τον δε μηχανευομενον κακα θελει καταδικασει.

3 Δεν θελει στερεωθη ανθρωπος δια της ανομιας· η ριζα δε των δικαιων θελει μενει ασαλευτος.

4 Η εναρετος γυνη ειναι στεφανος εις τον ανδρα αυτης· η δε προξενουσα αισχυνην ειναι ως σαπρια εις τα οστα αυτου.

5 Οι λογισμοι των δικαιων ειναι ευθυτης· αι δε βουλαι των ασεβων δολος.

6 Οι λογοι των ασεβων ενεδρευουσιν αιμα· το δε στομα των ευθεων θελει ελευθερωσει αυτους.

7 Οι ασεβεις καταστρεφονται και δεν υπαρχουσιν· ο οικος δε των δικαιων θελει διαμενει.

8 Ο ανθρωπος εγκωμιαζεται κατα την συνεσιν αυτου· ο δε διεστραμμενος την καρδιαν θελει εισθαι εις καταφρονησιν.

9 Καλητερος ο ανθρωπος ο μη τιμωμενος και επαρκων εις εαυτον, παρα ο κενοδοξων και στερουμενος αρτου.

10 Ο δικαιος επιμελειται την ζωην του κτηνους αυτου· τα δε σπλαγχνα των ασεβων ειναι ανελεημονα.

11 Ο εργαζομενος την γην αυτου θελει χορτασθη αρτον· ο δε ακολουθων τους ματαιοφρονας ειναι ενδεης φρενων.

12 Ο ασεβης ζητει την υπερασπισιν των κακων· αλλ' η ριζα του δικαιου αναδιδει.

13 Δι' αμαρτιαν χειλεων παγιδευεται ο ασεβης· ο δε δικαιος εξερχεται εκ στενοχωριας.

14 Εκ των καρπων του στοματος αυτου ο ανθρωπος θελει εμπλησθη αγαθων· και η αμοιβη των χειρων του ανθρωπου θελει επιστρεψει εις αυτον.

15 Η οδος του αφρονος ειναι ορθη εις τους οφθαλμους αυτου· ο δε ακουων συμβουλας ειναι σοφος.

16 Ο αφρων φανερονει ευθυς την οργην αυτου· ο δε φρονιμος σκεπαζει το ονειδος αυτου.

17 Ο λαλων αληθειαν αναγγελλει το δικαιον· ο δε ψευδομαρτυς δολον.

18 Ο φλυαρος ειναι ως τραυματα μαχαιρας· η δε γλωσσα των σοφων, ιασις.

19 Τα χειλη της αληθειας θελουσιν εισθαι σταθερα διαπαντος· η δε ψευδης γλωσσα μονον στιγμιαια.

20 Δολος ειναι εν τη καρδια των μηχανευομενων κακα· ευφροσυνη δε εις τους βουλευομενους ειρηνην.

21 Ουδεμια βλαβη θελει συμβη εις τον δικαιον· οι δε ασεβεις θελουσιν εμπλησθη κακων.

22 Ψευδη χειλη βδελυγμα εις τον Κυριον· οι δε ποιουντες αληθειαν ειναι δεκτοι εις αυτον.

23 Ο φρονιμος ανθρωπος καλυπτει γνωσιν· η δε καρδια των αφρονων διακηρυττει μωριαν.

24 Η χειρ των επιμελων θελει εξουσιαζει· οι δε οκνηροι θελουσιν εισθαι υποτελεις.

25 Η λυπη εν τη καρδια του ανθρωπου ταπεινονει αυτην· ο δε καλος λογος ευφραινει αυτην.

26 Ο δικαιος υπερεχει του πλησιον αυτου· η δε οδος των ασεβων πλανα αυτους.

27 Ο οκνηρος δεν επιτυγχανει του θηραματος αυτου· τα δε υπαρχοντα του επιμελους ανθρωπου ειναι πολυτιμα.

28 Εν τη οδω της δικαιοσυνης ειναι ζωη· και η πορεια της οδου αυτης δεν φερει εις θανατον.

1 Kas mėgsta pamokymą, mėgsta išmintį; kas nepriima patarimo, tas bukaprotis.

2 Geras žmogus susilaukia Viešpaties palankumo, bet kuriantį nedorus planus Jis pasmerks.

3 Žmogus neįsitvirtins nedorybe, o teisiųjų šaknis nebus pajudinta.

4 Gera moteris yra vainikas jos vyrui, o ta, kuri užtraukia gėdą,­lyg puvinys kauluose.

5 Teisiojo mintys teisingos, nedorėlio patarimas­apgaulė.

6 Nedorėlių žodžiai: "Tykokime pralieti kraują", bet teisiųjų burna išgelbės juos.

7 Nedorėliai parbloškiami ir jų nebėra, o teisiųjų namai stovės.

8 Žmogus vertinamas pagal išmintį, o ydingas širdyje bus paniekintas.

9 Kas niekinamas ir turi tarną, geresnis už tą, kuris didžiuojasi ir neturi duonos.

10 Teisusis rūpinasi savo gyvuliais, bet nedorėlio pasigailėjimas žiaurus.

11 Kas dirba savo žemę, turi pakankamai duonos, o kas seka tuštybe, tam trūksta proto.

12 Nedorėlis trokšta sugauti į piktadarystės tinklą, bet teisiųjų šaknis tvirta.

13 Nedorėlis įkliūna į savo lūpų nusikaltimus, bet teisusis išeis iš priespaudos.

14 Žmogus pasitenkins savo burnos vaisiumi, ir jam bus atlyginta pagal jo rankų darbą.

15 Kvailiui jo kelias atrodo teisingas, bet išmintingas žmogus klauso patarimo.

16 Kvailas tuojau parodo savo pyktį, bet nuovokus pridengia gėdą.

17 Kas kalba tiesą, tas padeda teisingumui, o neteisingas liudytojas apgaudinėja.

18 Yra tokių, kurių žodžiai lyg kardo dūriai, bet išmintingojo liežuvis gydo.

19 Tiesą kalbančios lūpos pasilieka per amžius, meluojantis liežuvis­tik akimirką.

20 Apgaulė­planuojančių pikta širdyje, bet taikos patarėjai turi džiaugsmą.

21 Nieko pikto neatsitiks teisiajam, bet nedorėlį lydės nelaimės.

22 Melagių nekenčia Viešpats, bet Jis mėgsta tuos, kurie elgiasi sąžiningai.

23 Nuovokus žmogus slepia pažinimą, o kvailio širdis skelbia kvailystes.

24 Darbštus valdys, o tinginys bus verčiamas dirbti.

25 Liūdesys žmogaus širdyje slegia jį, o geras žodis pralinksmina.

26 Teisusis pranoksta savo artimą, o nedorėlių kelias juos paklaidina.

27 Tinginys nekepa medžioklės laimikio, bet darbštumas yra brangus žmogaus turtas.

28 Teisumo kelyje­gyvenimas, jo takuose nėra mirties.