1 Hirão, rei de Tiro, enviou mensageiros a Davi, e cedros e pedreiros e carpinteiros para lhe edificarem uma casa.

2 Percebeu Davi que Jeová o tinha estabelecido como rei sobre Israel, porque o seu reino tinha sido muito exaltado por amor do seu povo de Israel.

3 Tomou ainda Davi em Jerusalém outras mulheres, e gerou ainda filhos e filhas.

4 Estes são os nomes dos filhos que lhe nasceram em Jerusalém: Samua, Sobabe, Natã e Salomão;

5 Ibar, Elisua e Elpelete;

6 Nogá, Nefegue e Jafia;

7 Elisama, Beeliada e Elifelete.

8 Quando os filisteus ouviram que Davi tinha sido ungido rei sobre Israel, subiram todos em busca de Davi; o que ouvindo Davi, saiu contra eles.

9 Ora os filisteus tinham vindo e feito uma arremetida no vale de Refaim.

10 Então Davi consultou a Deus, dizendo: Subirei contra os filisteus? e entregá-los-ás nas minhas mãos? Respondeu-lhe Jeová: Sobe, porque os entregarei nas tuas mãos.

11 Subiram a Baal-Perazim, e ali os feriu Davi, que disse: Por minha mão Deus fez brecha nos meus inimigos, como uma brecha feita por águas. Pelo que chamaram àquele lugar Baal-Perazim.

12 Ali deixaram os seus deuses, que, por ordem de Davi, foram queimados a fogo.

13 Tornaram os filisteus a fazer uma arremetida no vale.

14 De novo consultou Davi a Deus, que lhe disse: Não subirás após eles; retira-te, e vem contra eles por diante das balsamárias.

15 Quando ouvires o ruído de marcha nas copas das balsamárias, sairás à peleja; pois Deus saiu diante de ti para ferir o exército dos filisteus.

16 Fez Davi como Jeová lhe havia ordenado: e feriram o exército dos filisteus desde Gibeom até Gezer.

17 A fama de Davi espalhou-se por todas as terras; e Jeová fez que todas as nações tivessem medo dele.

1 Ο δε Χειραμ βασιλευς της Τυρου απεστειλε πρεσβεις προς τον Δαβιδ, και ξυλα κεδρινα και κτιστας και ξυλουργους, δια να οικοδομησωσιν οικον εις αυτον.

2 Και εγνωρισεν ο Δαβιδ, οτι ο Κυριος κατεστησεν αυτον βασιλεα επι τον Ισραηλ, διοτι η βασιλεια αυτου υψωθη εις υψος, δια τον λαον αυτου Ισραηλ.

3 Και ελαβεν ο Δαβιδ ετι γυναικας εν Ιερουσαλημ· και εγεννησεν ετι ο Δαβιδ υιους και θυγατερας.

4 Ταυτα δε ειναι τα ονοματα των τεκνων, τα οποια εγεννηθησαν εις αυτον εν Ιερουσαλημ· Σαμμουα και Σωβαβ, Ναθαν και Σολομων

5 και Ιεβαρ και Ελισουα και Ελφαλετ

6 και Νωγα και Νεφεγ και Ιαφια

7 και Ελισαμα και Βεελιαδα και Ελιφαλετ.

8 Ακουσαντες δε οι Φιλισταιοι οτι ο Δαβιδ εχρισθη βασιλευς επι παντα τον Ισραηλ, ανεβησαν παντες οι Φιλισταιοι να ζητησωσι τον Δαβιδ. Και ο Δαβιδ ακουσας, εξηλθεν εναντιον αυτων.

9 Και ηλθον οι Φιλισταιοι και διεχυθησαν εις την κοιλαδα Ραφαειμ.

10 Και ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Θεον, λεγων, να αναβω εναντιον των Φιλισταιων; και θελεις παραδωσει συ αυτους εις την χειρα μου; Και ο Κυριος απεκριθη προς αυτον, Αναβα· διοτι θελω παραδωσει αυτους εις την χειρα σου.

11 Και ανεβησαν εις Βααλ-φερασειμ· και εκει επαταξεν αυτους ο Δαβιδ. Τοτε ειπεν ο Δαβιδ, Ο Θεος διεκοψε τους εχθρους μου δια χειρος μου, καθως διακοπτονται τα υδατα· δια τουτο εκαλεσαν το ονομα του τοπου εκεινου Βααλ-φερασειμ.

12 Και εκει κατελιπον τους θεους αυτων· και ο Δαβιδ προσεταξε και κατεκαυθησαν εν πυρι.

13 Οι δε Φιλισταιοι και παλιν διεχυθησαν εις την κοιλαδα·

14 οθεν παλιν ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Θεον· και ο Θεος ειπε προς αυτον, Μη αναβης οπισω αυτων· αλλα στρεψον απ' αυτων και υπαγε επ' αυτους απεναντι των συκαμινων.

15 Και οταν ακουσης θορυβον διαβασεως επι των κορυφων των συκαμινων, τοτε θελεις εξελθει εις την μαχην· διοτι ο Θεος θελει εξελθει εμπροσθεν σου, δια να παταξη το στρατοπεδον των Φιλισταιων.

16 Και εκαμεν ο Δαβιδ καθως προσεταξεν εις αυτον ο Θεος· και επαταξαν το στρατοπεδον των Φιλισταιων απο Γαβαων εως Γεζερ.

17 Και το ονομα του Δαβιδ εξηλθεν εις παντας τους τοπους· και ο Κυριος επεφερε τον φοβον αυτου επι παντα τα εθνη.