1 Disse Davi: Esta é a casa de Deus Jeová, e este é o altar do holocausto para Israel.
2 Davi ordenou que se ajuntassem os estranhos que se achavam na terra de Israel; e encarregou pedreiros que preparassem pedras lavradas para se edificar a casa de Deus.
3 Aparelhou Davi ferro em abundância para os pregos das portas e para as junturas; como também bronze em abundância, e que não foi pesado;
4 e madeira de cedro, inumerável; porque os sidônios e os de Tiro traziam a Davi madeira de cedro em abundância.
5 Disse Davi consigo: Meu filho Salomão é ainda moço e tenro, e a casa que se há de edificar para Jeová, deve ser magnificentíssima, digna de fama e de glória em todos os países. Começar-lhe-ei os preparos. Assim Davi antes da sua morte fez grandes preparos.
6 Então chamou a seu filho Salomão, e ordenou-lhe que edificasse uma casa a Jeová, Deus de Israel.
7 Disse Davi a seu filho Salomão: Quanto a mim, foi a minha intenção edificar uma casa ao nome de Jeová meu Deus.
8 A palavra, porém, de Jeová veio a mim, dizendo: Tens derramado muito sangue, e tens feito grandes guerras; não edificarás casa ao meu nome, porque tens derramado muito sangue sobre a terra na minha presença.
9 Eis que te nascerá um filho, que será homem de repouso; dar-lhe-ei repouso de todos os seus inimigos ao redor. Será chamado Salomão, e darei paz e descanso a Israel nos seus dias.
10 Ele edificará uma casa ao meu nome: ele será meu filho, e eu serei seu pai; estabelecerei o trono do seu reino sobre Israel para sempre.
11 Agora, meu filho, seja Jeová contigo; prospera e edifica a casa de Jeová teu Deus, como ele falou a respeito de ti.
12 Pelo menos te dê Jeová prudência e entendimento, e te instrua acerca de Israel, para que assim guardes a lei de Jeová teu Deus.
13 Então serás próspero, se cuidares em cumprir os estatutos e os juízos, que Jeová mandou a Moisés acerca de Israel. Esforça-te, e tem bom ânimo; não tenhas medo, nem te desalentes.
14 Eis que com duro trabalho preparei para a casa de Jeová cem mil talentos de ouro e um milhão de talentos de prata, e de bronze e de ferro que não se podem pesar, porque é em abundância: madeira também e pedra preparei: podes aumentá-los.
15 Além disso tens trabalhadores em abundância, pedreiros e carpinteiros; e todos os que são peritos em toda a sorte de obra.
16 O ouro, a prata, o bronze e o ferro são inumeráveis. Levanta-te e mete mão à obra, e seja Jeová contigo.
17 Também Davi ordenou a todos os príncipes de Israel que ajudassem a seu filho Salomão, dizendo:
18 Não está convosco Jeová vosso Deus? e não vos deu descanso por todos os lados? Entregou-me nas mãos os habitantes da terra; e a terra está subjugada diante de Jeová e diante do seu povo.
19 Disponde o vosso coração e a vossa alma para buscardes a Jeová vosso Deus; levantai-vos, e edificai o santuário de Deus Jeová, para que a arca da aliança de Jeová e os vasos sagrados de Deus sejam trazidos para a casa que se há de edificar ao nome de Jeová.
1 Τοτε ειπεν ο Δαβιδ, Ουτος ειναι ο οικος Κυριου του Θεου, και τουτο το θυσιαστηριον της ολοκαυτωσεως εις τον Ισραηλ.
2 Και προσεταξεν ο Δαβιδ να συναξωσι τους ξενους τους εν γη Ισραηλ· και κατεστησε λιθοτομους δια να λατομησωσι λιθους ξυστους, προς οικοδομησιν του οικου του Θεου.
3 Ο Δαβιδ ητοιμασε και σιδηρον πολυν, δια καρφια των θυρωματων των πυλων και δια τας συναρθρωσεις· και χαλκον αφθονον αζυγιστον·
4 και ξυλα κεδρινα αναριθμητα· διοτι οι Σιδωνιοι και οι Τυριοι εφερον προς τον Δαβιδ αφθονα κεδρινα ξυλα.
5 Και ειπεν ο Δαβιδ, Σολομων ο υιος μου ειναι νεος και απαλος· ο δε οικος οστις μελλει να οικοδομηθη εις τον Κυριον πρεπει να ηναι εις ακρον μεγαλοπρεπης, ονομαστος και ενδοξος καθ' ολην την οικουμενην· θελω λοιπον καμει ετοιμασιαν δι' αυτον. Και εκαμεν ο Δαβιδ αφθονον ετοιμασιαν προ του θανατου αυτου.
6 Τοτε εκαλεσε Σολομωντα τον υιον αυτου και προσεταξεν εις αυτον να οικοδομηση οικον εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ.
7 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σολομωντα, Υιε μου, εγω μεν επεθυμησα εν τη καρδια μου να οικοδομησω οικον εις το ονομα Κυριου του Θεου μου·
8 πλην εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων, Αιμα πολυ εχυσας και πολεμους μεγαλους εκαμες· δεν θελεις οικοδομησει οικον εις το ονομα μου, διοτι αιματα πολλα εχυσας επι της γης ενωπιον μου·
9 ιδου, θελει γεννηθη εις σε υιος, οστις θελει εισθαι ανηρ αναπαυσεως· και θελω αναπαυσει αυτον απο παντων των εχθρων αυτου κυκλω· διοτι Σολομων θελει εισθαι το ονομα αυτου, και εν ταις ημεραις αυτου θελω δωσει ειρηνην και ησυχιαν εις τον Ισραηλ·
10 ουτος θελει οικοδομησει οικον εις το ονομα μου· και ουτος θελει εισθαι εις εμε υιος, και εγω πατηρ εις αυτον· και θελω στερεωσει τον θρονον της βασιλειας αυτου επι τον Ισραηλ εως αιωνος.
11 Τωρα, υιε μου, ο Κυριος εστω μετα σου· και ευοδου και οικοδομησον τον οικον Κυριου του Θεου σου, καθως ελαλησε περι σου.
12 Μονον ο Κυριος να σοι δωση σοφιαν και συνεσιν και να σε καταστηση επι τον Ισραηλ, δια να φυλαττης τον νομον Κυριου του Θεου σου.
13 Τοτε θελεις ευοδωθη, εαν προσεχης να εκπληροις τα διαταγματα και τας κρισεις, τας οποιας ο Κυριος προσεταξεν εις τον Μωυσην περι του Ισραηλ· ενδυναμου και ανδριζου· μη φοβου και μη πτοηθης.
14 Και ιδου, εγω κατα την πτωχειαν μου ητοιμασα δια τον οικον του Κυριου εκατον χιλιαδας ταλαντων χρυσιου και χιλιας χιλιαδας ταλαντων αργυριου· χαλκον δε και σιδηρον αζυγιστον, διοτι ειναι αφθονος· ητοιμασα δε και ξυλα και λιθους· και συ προσθες εις ταυτα.
15 Εχεις δε εργατας εις πληθος, λιθοτομους και κτιστας και ξυλουργους, και παντος ειδους σοφους εις παν εργον.
16 Του χρυσου, του αργυρου και του χαλκου και του σιδηρου αριθμος δεν ειναι. Σηκωθητι και καμνε· και ο Κυριος εστω μετα σου.
17 Ο Δαβιδ προσεταξεν ετι εις παντας τους αρχοντας του Ισραηλ να βοηθησωσι τον Σολομωντα τον υιον αυτου, λεγων,
18 Δεν ειναι με σας Κυριος ο Θεος σας και εδωκεν εις εσας αναπαυσιν πανταχοθεν; διοτι παρεδωκεν εις την χειρα μου τους κατοικουντας την γην· και η γη υπεταχθη εμπροσθεν του Κυριου και εμπροσθεν του λαου αυτου.
19 Δοτε λοιπον την καρδιαν σας και την ψυχην σας εις το να ζητητε Κυριον τον Θεον σας· και σηκωθητε και οικοδομησατε το αγιαστηριον Κυριου του Θεου, δια να φερητε την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου και τα αγια σκευη του Θεου εις τον οικον, οστις μελλει να οικοδομηθη επι τω ονοματι του Κυριου.