1 Naquele tempo adoeceu Abias, filho de Jeroboão.

2 Disse Jeroboão a sua mulher: Levanta-te e disfarça-te para que não conheçam que és mulher de Jeroboão; e vai-te a Silo. Eis que lá está o profeta Aías, que a meu respeito falou que eu reinaria sobre este povo.

3 Leva contigo dez pães, e bolos, e uma botija de mel, e vai ter com ele, que te declarará o que há de acontecer a este menino.

4 A mulher de Jeroboão assim fez; levantou-se, foi a Silo e chegou à casa de Aías. Aías não podia ver, porque os olhos já se lhe tinham obscurecido por causa da sua muita idade.

5 Disse, porém, Jeová a Aías: Eis que vem a mulher de Jeroboão a consultar-te sobre seu filho, que está doente. Assim e assim lhe falarás, porque, quando ela entrar, há de fingir-se outra.

6 Ouvindo Aías o som de seus pés, ao entrar ela pela porta, disse: Entra mulher de Jeroboão; porque finges tu ser outra? pois eu sou enviado para te dar uma dura nova.

7 Vai, e dize a Jeroboão: Assim diz Jeová, Deus de Israel: Porquanto te exaltei do meio do povo, e te constituí príncipe sobre o meu povo de Israel,

8 e da casa de Davi tirei o reino, e to dei a ti: contudo não tens sido como o meu servo Davi, que guardou os meus mandamentos, e que me seguiu de todo o seu coração, fazendo o que era reto aos meus olhos;

9 mas tens praticado maiores males do que os que foram antes de ti, e foste e fabricaste para ti outros deuses e imagens de fundição, para me provocares à ira, e a mim me lançaste para trás das costas:

10 portanto eis que trarei o mal sobre a casa de Jeroboão e lhe exterminarei todo o homem, escravo ou livre, em Israel, e de todo varrerei a casa de Jeroboão, como se costuma varrer o esterco, até não ficar vestígio.

11 Quem morrer a Jeroboão na cidade, comê-lo-ão os cães; e quem lhe morrer no campo, comê-lo-ão as aves do céu: pois Jeová o disse.

12 Tu levanta-te, e vai para tua casa; e ao entrarem os teus pés na cidade, morrerá o menino.

13 Todo o Israel o chorará, e o sepultará, porque ele é o único da casa de Jeroboão que entrará na sepultura. Pois dos da casa de Jeroboão nele se achou alguma cousa boa para com Jeová, Deus de Israel.

14 Também Jeová suscitará para si um rei sobre Israel, que há de exterminar a casa de Jeroboão nesse dia: mas que digo eu? há de ser já.

15 Pois Jeová ferirá a Israel, fazendo-o tal como uma cana que se agita nas águas; e desarraigará a Israel desta boa terra, que deu aos seus pais, e os espalhará além do Rio, porque fizeram os seus Aserins, provocando Jeová à ira.

16 Entregará a Israel nas mãos dos seus inimigos por causa dos pecados de Jeroboão, que pecou, e fez pecar a Israel.

17 Levantou-se a mulher de Jeroboão, foi e veio para Tirza; e ao chegar ela ao limiar da casa, morreu o menino.

18 Todo o Israel o sepultou, e o chorou, conforme a palavra que Jeová falou por intermédio do profeta Aías, seu servo.

19 O restante dos atos de Jeroboão, como fazia guerras, e como reinava, eis que está escrito no livro das crônicas dos reis de Israel.

20 Os dias que reinou Jeroboão, foram vinte e dois anos. Adormeceu com seus pais, e em seu lugar reinou seu filho Nadabe.

21 Roboão, filho de Salomão, reinou em Judá. Roboão tinha quarenta e um anos de idade, quando começou a reinar, e reinou dezessete anos em Jerusalém, cidade que Jeová escolhera dentre todas as tribos de Israel, para nela pôr o seu nome. Era o nome de sua mãe Naamá amonita.

22 Judá fez o mal à vista de Jeová; e com os pecados que cometeram provocaram-no a zelos muito mais do que tinham feito seus pais.

23 Pois também edificaram para si altos, colunas e Aserins em cima de todos os elevados outeiros, e debaixo de todas as árvores verdes;

24 e havia também sodomitas na terra: fizeram conforme todas as abominações das gentes que expulsou Jeová diante dos filhos de Israel.

25 No quinto ano do rei Roboão subiu contra Jerusalém Sisaque, rei do Egito.

26 Levou os tesouros da casa de Jeová e os tesouros da casa do rei; levou tudo. Também levou todos os escudos de ouro, que Salomão tinha feito.

27 Em lugar destes fez Roboão escudos de bronze, e os entregou nas mãos dos capitães da guarda, que guardavam a porta da casa do rei.

28 Todas as vezes que entrava o rei na casa de Jeová, os da guarda levavam os escudos, e os tornavam a por na câmara da guarda.

29 Ora, o restante dos atos de Roboão, e tudo o que ele fez, não estão, porventura, escritos no livro das crônicas dos reis de Judá?

30 Houve guerra sempre entre Roboão e Jeroboão.

31 Roboão adormeceu com seus pais, e com eles foi sepultado na cidade de Davi. O nome de sua mãe era Naamá amonita. Em seu lugar reinou seu filho Abião.

1 Κατ' εκεινον τον καιρον ηρρωστησεν Αβια ο υιος του Ιεροβοαμ.

2 Και ειπεν ο Ιεροβοαμ προς την γυναικα αυτου, Σηκωθητι, παρακαλω, και μετασχηματισθητι, ωστε να μη γνωρισωσιν οτι εισαι γυνη του Ιεροβοαμ, και υπαγε εις Σηλω· ιδου, εκει ειναι Αχια ο προφητης, οστις ειπε προς εμε οτι θελω βασιλευσει επι τον λαον τουτον·

3 και λαβε εις την χειρα σου δεκα αρτους και κολλυρια και σταμνιον μελιτος και υπαγε προς αυτον· αυτος θελει σοι αναγγειλει τι θελει γεινει εις το παιδιον.

4 Και εκαμεν ουτως η γυνη του Ιεροβοαμ· και σηκωθεισα, υπηγεν εις Σηλω και ηλθεν εις τον οικον του Αχια. Ο δε Αχια δεν ηδυνατο να βλεπη· διοτι οι οφθαλμοι αυτου ημβλυωπουν εκ του γηρατος αυτου.

5 Ειχε δε ειπει ο Κυριος προς τον Αχια, Ιδου, η γυνη του Ιεροβοαμ ερχεται να ζητηση παρα σου λογον περι του υιου αυτης, διοτι ειναι αρρωστος· ουτω και ουτω θελεις λαλησει προς αυτην· διοτι, οταν εισελθη, θελει προσποιηθη οτι ειναι αλλη.

6 Και ως ηκουσεν ο Αχια τον ηχον των ποδων αυτης, ενω εισηρχετο εις την θυραν, ειπεν, Εισελθε, γυνη του Ιεροβοαμ· δια τι προσποιεισαι οτι εισαι αλλη; αλλ' εγω ειμαι αποστολος προς σε σκληρων αγγελιων·

7 υπαγε, ειπε προς τον Ιεροβοαμ, ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ· Επειδη εγω σε υψωσα εκ μεσου του λαου και σε κατεστησα ηγεμονα επι τον λαον μου Ισραηλ,

8 και διαρρηξας την βασιλειαν απο του οικου του Δαβιδ, εδωκα αυτην εις σε, και συ δεν εσταθης καθως ο δουλος μου Δαβιδ, οστις εφυλαξε τας εντολας μου και οστις με ηκολουθησεν εξ ολης αυτου της καρδιας, εις το να καμνη μονον το ευθες ενωπιον μου,

9 αλλ' υπερεβης εις το κακον παντας οσοι εσταθησαν προτεροι σου, διοτι υπηγες και εκαμες εις σεαυτον αλλους θεους και χωνευτα ειδωλα, δια να με παροργισης, και με απερριψας οπισω της ραχης σου.

10 δια τουτο, ιδου, θελω φερει κακον επι τον οικον του Ιεροβοαμ, και θελω εξολοθρευσει του Ιεροβοαμ τον ουρουντα εις τον τοιχον, τον πεφυλαγμενον και τον αφειμενον εν τω Ισραηλ, και θελω σαρωσει κατοπιν του οικου του Ιεροβοαμ, καθως σαρονει τις την κοπρον εωσου εκλειψη·

11 οστις εκ του Ιεροβοαμ αποθανη εν τη πολει, οι κυνες θελουσι καταφαγει αυτον· και οστις αποθανη εν τω αγρω, τα πετεινα του ουρανου θελουσι καταφαγει αυτον· διοτι ο Κυριος ελαλησε.

12 Συ λοιπον σηκωθεισα υπαγε εις την οικιαν σου· ενω οι ποδες σου εμβαινουσιν εις την πολιν, το παιδιον θελει αποθανει

13 και θελει πενθησει αυτο πας ο Ισραηλ, και θελουσιν ενταφιασει αυτο· διοτι αυτο μονον εκ του Ιεροβοαμ θελει ελθει εις τον ταφον, επειδη εν αυτω ευρεθη τι καλον ενωπιον Κυριου, του Θεου του Ισραηλ, εν τω οικω του Ιεροβοαμ.

14 Και θελει αναστησει ο Κυριος εις εαυτον βασιλεα επι τον Ισραηλ, οστις θελει εξολοθρευσει τον οικον του Ιεροβοαμ την ημεραν εκεινην· αλλα τι; τωρα μαλιστα.

15 Και θελει παταξει ο Κυριος τον Ισραηλ, ωστε να κινηται ως καλαμος εν τω υδατι, και θελει εκριζωσει τον Ισραηλ εκ της γης ταυτης της αγαθης, την οποιαν εδωκεν εις τους πατερας αυτων, και διασκορπισει αυτους περαν του ποταμου· επειδη εκαμον τα αλση αυτων, δια να παροργισωσι τον Κυριον·

16 και θελει παραδωσει τον Ισραηλ εξ αιτιας των αμαρτιων του Ιεροβοαμ, οστις ημαρτησε και οστις εκαμε τον Ισραηλ να αμαρτηση.

17 Και εσηκωθη η γυνη του Ιεροβοαμ και ανεχωρησε και ηλθεν εις Θερσα· καθως αυτη επατησε το κατωφλιον της θυρας του οικου, απεθανε το παιδιον·

18 και εθαψαν αυτο· και επενθησεν αυτο πας ο Ισραηλ, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησε δια του δουλου αυτου Αχια του προφητου.

19 Αι δε λοιπαι των πραξεων του Ιεροβοαμ, πως επολεμησε και τινι τροπω εβασιλευσεν, ιδου, ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ισραηλ.

20 Και αι ημεραι, τας οποιας εβασιλευσεν ο Ιεροβοαμ, ησαν εικοσιδυο ετη· και εκοιμηθη μετα των πατερων αυτου, και εβασιλευσεν αντ' αυτου Ναδαβ ο υιος αυτου.

21 Ο δε Ροβοαμ ο υιος του Σολομωντος εβασιλευσεν επι τον Ιουδαν. Τεσσαρακοντα και ενος ετους ητο ο Ροβοαμ οτε εγεινε βασιλευς, και εβασιλευσε δεκαεπτα ετη εν Ιερουσαλημ, τη πολει την οποιαν ο Κυριος εξελεξεν εκ πασων των φυλων του Ισραηλ δια να θεση το ονομα αυτου εκει. Και το ονομα της μητρος αυτου ητο Νααμα η Αμμωνιτις.

22 Επραξε δε ο Ιουδας πονηρα ενωπιον του Κυριου και παρωξυναν αυτον εις ζηλοτυπιαν με τας αμαρτιας αυτων, τας οποιας ημαρτησαν υπερ παντα οσα επραξαν οι πατερες αυτων.

23 Διοτι και αυτοι ωκοδομησαν εις εαυτους τοπους υψηλους, και εκαμον αγαλματα και αλση επι παντος υψηλου λοφου και υποκατω παντος δενδρου πρασινου.

24 Ησαν δε ετι εν τη γη και σοδομιται και επραττον κατα παντα τα βδελυγματα των εθνων, τα οποια ο Κυριος εξεδιωξεν απ' εμπροσθεν των υιων Ισραηλ.

25 Και εν τω πεμπτω ετει της βασιλειας του Ροβοαμ, ανεβη Σισακ ο βασιλευς της Αιγυπτου εναντιον της Ιερουσαλημ.

26 Και ελαβε τους θησαυρους του οικου του Κυριου και τους θησαυρους του οικου του βασιλεως· τα παντα ελαβεν· ελαβεν ετι πασας τας χρυσας ασπιδας, τας οποιας εκαμεν ο Σολομων.

27 Και αντι τουτων ο βασιλευς Ροβοαμ εκαμε χαλκινας ασπιδας και παρεδωκεν αυτας εις τας χειρας των αρχοντων των δορυφορων, οιτινες εφυλαττον την θυραν του οικου του βασιλεως.

28 Και οτε εισηρχετο ο βασιλευς εις τον οικον του Κυριου, εβασταζον αυτας οι δορυφοροι επειτα επανεφερον αυτας εις το οικημα των δορυφορων.

29 Αι δε λοιπαι των πραξεων του Ροβοαμ και παντα οσα εκαμε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;

30 Ητο δε πολεμος αναμεσον Ροβοαμ και Ιεροβοαμ πασας τας ημερας.

31 Και εκοιμηθη ο Ροβοαμ μετα των πατερων αυτου και εταφη μετα των πατερων αυτου εν τη πολει Δαβιδ. Και το ονομα της μητρος αυτου ητο Νααμα η Αμμωνιτις. Εβασιλευσε δε αντ' αυτου Αβιαμ ο υιος αυτου.