1 Oráculo da palavra de Jeová a Israel por intervenção de Malaquias.

2 Eu vos tenho amado, diz Jeová. Contudo vós dizeis: Em que nos tens amado? Acaso não era Esaú irmão de Jacó? diz Jeová; contudo amei a Jacó,

3 e aborreci a Esaú, e fiz dos seus montes uma desolação, e dei a sua herança aos chacais do deserto.

4 Portanto Edom diz: Temos sido arruinados, mas voltaremos e edificaremos os lugares desolados. Assim diz Jeová dos exércitos: Eles edificarão, eu, porém, demolirei; e chamar-lhes-ão Termo de impiedade, e: Povo contra o qual Jeová está indignado para sempre.

5 Os vossos olhos o verão, e vós direis: Magnificado seja Jeová sobre o termo de Israel.

6 O filho honra a seu pai, e o servo a seu amo; se eu, pois, sou pai, onde está a minha honra? e se sou amo, onde está o temor de mim? diz Jeová dos exércitos a vós, ó sacerdotes, que desprezais o meu nome. Vós dizeis: Em que temos desprezado o teu nome?

7 Ofereceis sobre o meu altar pão profano, e dizeis: Em que te havemos profanado? Nisto que dizeis: A mesa de Jeová é desprezível.

8 Quando oferecerdes em sacrifício um animal cego, isso não é mau? e quando oferecerdes o que é coxo e doente, isso não é mau? Apresenta-o, pois, ao teu governador; acaso terá ele agrado em ti? ou aceitará ele a tua pessoa? diz Jeová dos exércitos.

9 Agora suplicai o favor de Deus, para que se compadeça de nós (isso tem sido feito por vossas mãos). Acaso aceitará ele qualquer um de vós? diz Jeová dos exércitos.

10 Oxalá que entre vós houvesse um só que fechasse as portas, para que não acendesseis debalde fogo sobre o meu altar! Não tenho prazer em vós, diz Jeová dos exércitos, nem aceitarei da vossa mão oferta alguma.

11 Pois desde o nascente do sol até o poente do mesmo é grande entre os gentios o meu nome; e em todo o lugar se oferece ao meu nome incenso, e uma oblação pura; porque o meu nome é grande entre os gentios, diz Jeová dos exércitos.

12 Mas vós o profanais, nisto que dizeis: A mesa de Jeová está profanada, e o seu fruto, isto é, a sua comida, é desprezível.

13 Dizeis também: Eis, que de canseira é! e tende-lo desprezado, diz Jeová dos exércitos; e tendes trazido o que foi roubado, e o coxo e o doente; assim trazeis a oferta. Aceitaria eu isso da vossa mão? diz Jeová.

14 Mas maldito seja o enganador que tem no seu rebanho um animal macho, e vota e sacrifica a Jeová o que tem mácula, pois eu sou um grande rei, diz Jeová dos exércitos, e o meu nome é terrível entre os gentios.

1 Το φορτιον του λογου του Κυριου δια χειρος Μαλαχιου προς Ισραηλ.

2 Εγω σας ηγαπησα, λεγει Κυριος· και σεις ειπετε, Εις τι μας ηγαπησας; δεν ητο ο Ησαυ αδελφος του Ιακωβ; λεγει Κυριος· πλην ηγαπησα τον Ιακωβ,

3 τον δε Ησαυ εμισησα και κατεστησα τα ορη αυτου ερημωσιν και την κληρονομιαν αυτου κατοικιας ερημου.

4 Και εαν ο Εδωμ ειπη, Ημεις εταλαιπωρηθημεν, πλην θελομεν οικοδομησει εκ νεου τους ηρημωμενους τοπους, ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων· Αυτοι θελουσιν οικοδομησει αλλ' εγω θελω καταστρεψει· και θελουσιν ονομασθη, Οριον ανομιας, και, Ο λαος κατα του οποιου ο Κυριος ηγανακτησε διαπαντος.

5 Και οι οφθαλμοι σας θελουσιν ιδει και σεις θελετε ειπει, Εμεγαλυνθη ο Κυριος απο του οριου του Ισραηλ.

6 Ο υιος τιμα τον πατερα και ο δουλος τον κυριον αυτου· αν λοιπον εγω ημαι πατηρ, που ειναι η τιμη μου; και αν κυριος εγω, που ο φοβος μου; λεγει ο Κυριος των δυναμεων προς εσας, ιερεις, οιτινες καταφρονειτε το ονομα μου, και λεγετε, Εις τι κατεφρονησαμεν το ονομα σου;

7 Προσεφερετε αρτον μεμιασμενον επι του θυσιαστηριου μου και ειπετε, Εις τι σε εμιαναμεν; Εις το οτι λεγετε, Η τραπεζα του Κυριου ειναι αξιοκαταφρονητος.

8 Και αν προσφερητε τυφλον εις θυσιαν, δεν ειναι κακον; και αν προσφερητε χωλον η αρρωστον, δεν ειναι κακον; προσφερε τωρα τουτο εις τον αρχηγον σου· θελει αρα γε ευαρεστηθη εις σε η υποδεχθη το προσωπον σου; λεγει ο Κυριος των δυναμεων.

9 Και τωρα λοιπον δεηθητε του Θεου δια να ελεηση ημας· εξ αιτιας σας εγεινε τουτο· θελει αρα γε υποδεχθη τα προσωπα σας; λεγει ο Κυριος των δυναμεων.

10 Τις ειναι και μεταξυ σας, οστις ηθελε κλεισει τας θυρας, δια να μη αναπτητε πυρ επι το θυσιαστηριον μου ματαιως; δεν εχω ευχαριστησιν εις εσας, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, και δεν θελω δεχθη προσφοραν εκ της χειρος σας.

11 Διοτι απο ανατολων ηλιου εως δυσμων αυτου το ονομα μου θελει εισθαι μεγα μεταξυ των εθνων, και εν παντι τοπω θελει προσφερεσθαι θυμιαμα εις το ονομα μου και θυσια καθαρα· διοτι μεγα θελει εισθαι το ονομα μου μεταξυ των εθνων, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.

12 Σεις ομως εβεβηλωσατε αυτο, λεγοντες, Η τραπεζα του Κυριου ειναι μεμιασμενη, και τα επιτιθεμενα επ' αυτην, το φαγητον αυτης, αξιοκαταφρονητον.

13 Σεις ειπετε ετι, Ιδου, οποια ενοχλησις· και κατεφρονησατε αυτην, λεγει ο Κυριος των δυναμεων· και εφερατε το ηρπαγμενον και το χωλον και το αρρωστον, ναι, τοιαυτην προσφοραν εφερατε· ηθελον δεχθη αυτην εκ της χειρος σας; λεγει Κυριος.

14 Οθεν επικαταρατος ο απατεων, οστις εχει εν τω ποιμνιω αυτου αρσεν και καμνει ευχην και θυσιαζει εις τον Κυριον πραγμα διεφθαρμενον· διοτι εγω ειμαι βασιλευς μεγας, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, και το ονομα μου ειναι τρομερον εν τοις εθνεσι.