1 Então subiu Naás amonita, e se acampou contra Jabes-Gileade. Disseram todos os homens de Jabes a Naás: Faze aliança conosco, e te serviremos.

2 Respondeu-lhes Naás, amonita: Farei aliança convosco com a condição de vos serem tirados os olhos direitos; assim trarei opróbrio sobre todo o Israel.

3 Disseram-lhe os anciãos de Jabes: Concede-nos sete dias, para que enviemos mensageiros por todo o território de Israel; e, não havendo ninguém que nos livre, sairemos a ter contigo.

4 Vieram os mensageiros a Gibeá de Saul, e falaram estas palavras aos ouvidos do povo; todo o povo levantou a voz e chorou.

5 Eis que Saul vinha do campo atrás dos bois, e perguntou: Que tem o povo para chorar? Referiram-lhe as palavras dos homens de Jabes.

6 O espírito de Deus apoderou-se de Saul, quando ouviu estas palavras e acendeu-se grandemente a sua ira.

7 Tomou uma junta de bois, cortou-os em pedaços e enviou a todos os termos de Israel por mão de mensageiros que dissessem: Todo aquele que não sair para seguir a Saul e a Samuel, assim se fará aos seus bois. Então caiu o temor do Senhor sobre o povo, e saíram como um só homem.

8 Contou-o em Bezeque; e acharam-se trezentos mil homens de Israel e trinta mil de Judá.

9 Disseram aos mensageiros que tinham vindo: Assim direis aos homens de Jabes-Gileade: Amanhã quando o sol aquentar, sereis socorridos. Vieram os mensageiros e deram a notícia aos homens de Jabes, que se alegraram,

10 e disseram: Amanhã sairemos a ter convosco, e nos fareis tudo o que bem vos parecer.

11 Ao outro dia dividiu Saul o povo em três companhias. Na vigília da manhã entraram no meio do arraial, e feriram aos amonitas até que se fez sentir o calor do dia. Os que escaparam foram desmantelados, de sorte que não ficaram deles dois juntos.

12 Disse o povo a Saul: Quem são os que diziam: Reinará, porventura, Saul sobre nós? trazei cá os homens, para que os matemos.

13 Porém Saul disse: Hoje não se há de matar ninguém, porque no dia de hoje Jeová salvou a Israel.

14 Então disse Samuel ao povo: Vinde, e vamos a Gilgal, e renovemos ali o reino.

15 Partiu todo o povo para Gilgal; ali em Gilgal constituíram a Saul por seu rei diante de Jeová, ali imolaram sacrifícios de ofertas pacíficas diante de Jeová, e ali muito se alegrou Saul, e todos os homens de Israel.

1 Ανεβη δε Ναας ο Αμμωνιτης και εστρατοπεδευσεν εναντιον της Ιαβεις-γαλααδ· και ειπον παντες οι ανδρες της Ιαβεις εις τον Ναας, Καμε συνθηκην προς ημας, και θελομεν σε δουλευει.

2 Και ειπε προς αυτους Ναας ο Αμμωνιτης, Με τουτο θελω καμει συνθηκην προς εσας, να εξορυξω παντας τους δεξιους οφθαλμους σας, και να βαλω τουτο ονειδος επι παντα τον Ισραηλ.

3 Και ειπον προς αυτον οι πρεσβυτεροι της Ιαβεις, Δος εις ημας επτα ημερων αναβολην, δια να αποστειλωμεν μηνυτας εις παντα τα ορια του Ισραηλ· και τοτε, εαν δεν ηναι τις να μας σωση, θελομεν εξελθει προς σε.

4 Ηλθον λοιπον οι μηνυται εις Γαβαα του Σαουλ και ειπον τους λογους εις τα ωτα του λαου· και υψωσαν πας ο λαος την φωνην αυτων και εκλαυσαν.

5 Και ιδου, ο Σαουλ ηρχετο κατοπιν της αγελης εκ του αγρου· και ειπεν ο Σαουλ, Τι εχει ο λαος και κλαιει; Και διηγηθησαν προς αυτον τους λογους των ανδρων της Ιαβεις.

6 Και επηλθεν επι τον Σαουλ πνευμα Θεου, οτε ηκουσε τους λογους εκεινους· και εξηφθη η οργη αυτου σφοδρα.

7 Και ελαβε ζευγος βοων, και κατακοψας αυτους εις τμηματα, απεστειλεν αυτα κατα παντα τα ορια του Ισραηλ δια χειρος μηνυτων, λεγων, Οστις δεν εξελθη κατοπιν του Σαουλ και κατοπιν του Σαμουηλ, ουτω θελει γεινει εις τους βοας αυτου. Και επεπεσε φοβος Κυριου επι τον λαον, και εξηλθον ως εις ανθρωπος.

8 Και οτε απηριθμησεν αυτους εν Βεζεκ, οι υιοι Ισραηλ ησαν τριακοσιαι χιλιαδες και οι ανδρες Ιουδα τριακοντα χιλιαδες.

9 Και ειπον προς τους ελθοντας μηνυτας, Ουτω θελετε ειπει προς τους ανδρας της Ιαβεις-γαλααδ· Αυριον, καθως ο ηλιος θερμανη, θελει εισθαι εις εσας σωτηρια. Και ηλθον οι μηνυται και ανηγγειλαν προς τους ανδρας της Ιαβεις· και υπερεχαρησαν.

10 Και ειπον οι ανδρες της Ιαβεις, Αυριον θελομεν εξελθει προς εσας, και θελετε καμει εις ημας παν ο, τι σας φαινεται καλον.

11 Και την επαυριον διηρεσεν ο Σαουλ τον λαον εις τρια ταγματα· και εισηλθον εις το μεσον του στρατοπεδου, εν τη πρωινη φυλακη, και επαταξαν τους Αμμωνιτας εωσου θερμανη η ημερα· και οι εναπολειφθεντες διεσκορπισθησαν, ωστε ουδε δυο εξ αυτων δεν εμειναν ηνωμενοι.

12 Και ειπεν ο λαος προς τον Σαμουηλ, Τις ειναι εκεινος οστις ειπεν, Ο Σαουλ θελει βασιλευσει εφ' ημας; παραδωσατε τους ανδρας, δια να θανατωσωμεν αυτους.

13 Και ειπεν ο Σαουλ, Δεν θελει θανατωθη ουδεις την ημεραν ταυτην· διοτι σημερον εκαμεν ο Κυριος σωτηριαν εν τω Ισραηλ.

14 Τοτε ειπεν ο Σαμουηλ προς τον λαον, Ελθετε, και ας υπαγωμεν εις Γαλγαλα και ας εγκαινισωμεν εκει την βασιλειαν.

15 Και υπηγε πας ο λαος εις Γαλγαλα· και εκει εκαμον τον Σαουλ βασιλεα ενωπιον του Κυριου εν Γαλγαλοις· και εκει εθυσιασαν θυσιας ειρηνικας ενωπιον του Κυριου· και εκει ευφρανθησαν ο Σαουλ και παντες οι ανδρες Ισραηλ σφοδρα.