1 Ajuntaram os filisteus todas as suas hostes em Afeque, e acamparam-se os israelitas junto à fonte em Jezreel.
2 Os régulos dos filisteus estavam marchando com as suas centenas e milhares; e Davi e seus homens marchavam na retaguarda com Aquis.
3 Perguntaram os régulos dos filisteus: Que fazem aqui estes hebreus? Aquis respondeu-lhes: Este não é Davi, servo de Saul, rei de Israel, que tem estado comigo alguns dias ou alguns anos, sem que lhe tenha achado culpa alguma desde o dia em que se refugiou para mim até o dia de hoje?
4 Porém os régulos dos filisteus se iraram contra ele, e disseram a Aquis: Faze voltar este homem, para que torne ao lugar em que o puseste, e não desça conosco à batalha, a fim de que não se faça nosso adversário no combate. Com que se reconcilaria com o seu senhor? não seria, porventura, com as cabeças destes homens?
5 Acaso este não é Davi, de quem cantando diziam nas danças: Saul matou os seus milhares, E Davi, as suas dezenas de milhares?
6 Aquis chamou a Davi, e disse-lhe: Pela vida de Jeová, tu tens sido reto, e é bom aos meus olhos o teu sair e entrar comigo no arraial, pois não tenho achado mal algum em ti desde o dia em que vieste ter comigo até o dia de hoje; porém tu não agradas aos régulos.
7 Agora volta e vai-te em paz, para não desagradares aos régulos dos filisteus.
8 Perguntou Davi a Aquis: Mas que tenho eu feito? que tens achado no teu servo desde o dia em que te apareci até o dia de hoje, para que eu não vá pelejar contra os inimigos do rei meu senhor?
9 Respondeu Aquis a Davi: Sei que és bom aos meus olhos, como um anjo de Deus: todavia os régulos dos filisteus disseram: Ele não há de subir conosco à batalha.
10 Agora levanta-te de manhã cedo, tu e os servos do teu senhor que vieram contigo, e tendo-vos levantado de manhã cedo, parti logo que haja luz.
11 Levantou-se Davi de madrugada com seus homens, para partirem pela manhã e voltarem para a terra dos filisteus. Os filisteus, porém, subiram a Jezreel.
1 Συνηθροισαν δε οι Φιλισταιοι παντα τα στρατευματα αυτων εις Αφεκ· και οι Ισραηλιται εστρατοπεδευσαν παρα την πηγην την εν Ιεζραελ.
2 Και οι σατραπαι των Φιλισταιων διεβαινον κατα εκατονταδας και χιλιαδας· ο Δαβιδ δε και οι ανδρες αυτου διεβαινον κατοπισθεν μετα του Αγχους.
3 Και ειπον οι στρατηγοι των Φιλισταιων, Τι θελουσιν ουτοι οι Εβραιοι; Και ειπεν ο Αγχους προς τους στρατηγους των Φιλισταιων, Δεν ειναι ουτος ο Δαβιδ, ο δουλος του Σαουλ βασιλεως του Ισραηλ, οστις εσταθη μετ' εμου ταυτας τας ημερας η τουτους τους χρονους; και δεν ευρηκα εν αυτω ουδεν σφαλμα, αφου ενεπεσεν εις εμε εως της ημερας ταυτης.
4 Και ηγανακτησαν κατ' αυτου οι στρατηγοι των Φιλισταιων· και ειπον προς αυτον οι στρατηγοι των Φιλισταιων, Αποπεμψον τον ανθρωπον τουτον, και ας επιστρεψη εις τον τοπον αυτου, τον οποιον διωρισας εις αυτον, και ας μη καταβη μεθ' ημων εις την μαχην, μηποτε γεινη εν τη μαχη πολεμιος ημων· διοτι πως ηθελε διαλλαγη ουτος μετα του κυριου αυτου; ουχι με τας κεφαλας των ανδρων τουτων;
5 δεν ειναι ουτος ο Δαβιδ, περι του οποιον εψαλλον αμοιβαιως εν τοις χοροις, λεγοντες, Ο Σαουλ επαταξε τας χιλιαδας αυτου, Και ο Δαβιδ τας μυριαδας αυτου;
6 Τοτε εκαλεσεν ο Αγχους τον Δαβιδ και ειπε προς αυτον, Ζη Κυριος, βεβαιως εσταθης ευθυς, και η εξοδος σου και η εισοδος σου μετ' εμου εν τω στρατοπεδω ειναι αρεστη εμπροσθεν των οφθαλμων μου· διοτι κακον δεν ευρηκα εν σοι, αφ' ης ημερας ηλθες προς εμε εως της ημερας ταυτης· αλλ' ομως εις τους οφθαλμους των σατραπων δεν εισαι αρεστος·
7 τωρα λοιπον επιστρεψον και υπαγε εν ειρηνη, δια να μη φερης δυσαρεσκειαν εις τους σατραπας των Φιλισταιων.
8 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αγχους, Αλλα τι εκαμα; και τι ευρηκας εν τω δουλω σου αφ' ης ημερας ειμαι ενωπιον σου, εως της ημερας ταυτης, ωστε να μη υπαγω να πολεμησω εναντιον των εχθρων του κυριου μου του βασιλεως;
9 Και απεκριθη ο Αγχους και ειπε προς τον Δαβιδ, Εξευρω οτι εισαι αρεστος εις τους οφθαλμους μου, ως αγγελος Θεου· πλην οι σατραπαι των Φιλισταιων ειπον, Δεν θελει αναβη μεθ' ημων εις την μαχην·
10 τωρα λοιπον σηκωθητι ενωρις το πρωι, μετα των δουλων του κυριου σου, των ελθοντων μετα σου· και καθως σηκωθητε ενωρις το πρωι, ευθυς οταν φεγξη, αναχωρησατε.
11 Και εσηκωθη ενωρις το πρωι ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου, δια να αναχωρησωσι, να επιστρεψωσιν εις την γην των Φιλισταιων. Οι δε Φιλισταιοι ανεβησαν εις Ιεζραελ.