1 Estas são as últimas palavras de Davi. Diz Davi, filho de Jessé, E diz o homem que foi exaltado, O ungido do Deus de Jacó, E o suave salmista de Israel:

2 O espírito de Jeová fala por mim, E a sua palavra está na minha língua.

3 Disse-me o Deus de Israel, A Rocha de Israel falou: Aquele que domina sobre os homens com justiça, Que domina no temor de Deus,

4 Será como a luz da manhã ao sair do sol. Manhã sem nuvens, Quando, depois da chuva, o seu esplendor faz brotar da terra a relva.

5 Na verdade não é tal a minha casa para com Deus; Contudo estabeleceu comigo uma aliança eterna, Em tudo bem regulada e segura; Pois é ele toda a minha salvação e todo o meu desejo, Ainda que ele não a faz brotar agora.

6 Porém os ímpios serão todos lançados fora como os espinhos, Pois não podem ser tocados com a mão:

7 Mas para alguém os tocar Deve ser armado de ferro, e da haste duma lança; A fogo serão de todo queimados no seu lugar.

8 Estes são os nomes dos valentes: Josebe-Bassebete, taquemonita, chefe dos capitães; este era Adino o esnita...contra oitocentos mortos de uma vez.

9 Depois dele Eleazar, filho de Dodó, filho dum aoíta, um dos três valentes que estavam com Davi, quando desafiaram aos filisteus ali reunidos para a peleja, e quando os filhos de Israel se haviam retirado.

10 Este se levantou e feriu os filisteus até lhe cansar a mão e ficar pegada à espada. Naquele dia efetuou Jeová um grande livramento; e voltou o povo após Eleazar somente para tomar os despojos.

11 Depois dele era Samá, filho de Agé ararita. Os filisteus haviam-se ajuntado em Leí, onde havia um pedaço de terra cheio de lentilhas; e o povo fugiu de diante dos filisteus.

12 Porém este se pôs no meio do terreno, e o defendeu, e feriu os filisteus: e Jeová efetuou um grande livramento.

13 Três dos trinta cabeças desceram, e foram ter com Davi, no tempo da ceifa, à cova de Adulão; uma tropa dos filisteus acampava no vale de Refaim.

14 Davi estava então no lugar forte, e em Belém a guarnição dos filisteus.

15 Davi teve desejos, e disse: Quem me dera beber água do poço que está junto à porta de Belém!

16 Os três valentes romperam pelo arraial dos filisteus, e tiraram água do poço que estava junto à porta de Belém, tomaram-na e a trouxeram a Davi. Ele não a quis beber, porém a derramou para Jeová.

17 Disse: Guarda-me, Jeová, de que tal faça; este é o sangue dos homens que foram a risco das suas vidas. Por isso não a quis beber. Estas coisas fizeram os três valentes.

18 Abisai, irmão de Joabe, filho de Zeruia, era cabeça dos três. Este levantou a sua lança contra trezentos e os matou, e tinha nome entre os três.

19 Não era ele mais insigne do que os três? portanto se lhes tornou o cabeça; contudo não chegou aos três primeiros nomeados.

20 Benaia, filho de Joiada, filho dum homem de Cabzeel, valente e de grandes feitos; matou os dois filhos de Ariel de Moabe. Desceu e matou um leão na cova em dia de neve.

21 Foi ele quem matou a um egípcio, homem de boa aparência; o egípcio tinha na mão uma lança, mas Benaia desceu a ele com um cajado, arrebatou-lhe da mão a lança, e matou-o com ela.

22 Estas coisas fez Benaia, filho de Joiada, e tinha nome entre os três valentes.

23 Ele era mais insigne do que os trinta, porém não chegou aos três primeiros. Davi pô-lo sobre a sua guarda.

24 Asael, irmão de Joabe, era um dos trinta; El-Hanã, filho de Dedó, de Belém;

25 Samá harodita, Elica harodita;

26 Helez paltita, Ira, filho Iques Tecoita;

27 Abiezer natotita; Mebunai husatita;

28 Zalmom aoíta, Maarai netofatita;

29 Helebe, filho de Baaná netofatita, Itai, filho de Ribai de Gibeá dos filhos de Benjamim.

30 Benaia piratonita, Hidai das torrentes de Gaás;

31 Abi-Albom arbatita, Azmavete barumita;

32 Eliaba saalbonita, dos filhos de Jásen; Jônatas;

33 Samá ararita, Aião, filho de Sarar ararita;

34 Elifelete, filho de Aasbai, filho do maacatita, Eliã, filho de Aitofel gilonita;

35 Hezrai carmelita, Paarai arbita;

36 Igal, filho de Natã de Zobá, Bani gadita;

37 Zeleque amonita, Naarai beerotita, que levavam as armas de Joabe, filho de Zeruia;

38 Ira itrita, Garebe itrita;

39 e Urias heteu: por todos trinta e sete.

1 Ουτοι δε ειναι οι λογοι του Δαβιδ, οι τελευταιοι· ο Δαβιδ, ο υιος του Ιεσσαι, ειπε, και ο ανηρ οστις ανεβιβασθη εις υψος, ο κεχρισμενος του Θεου του Ιακωβ και ο γλυκυς ψαλμωδος του Ισραηλ ειπε,

2 Πνευμα Κυριου ελαλησε δι' εμου, και ο λογος αυτου ηλθεν επι της γλωσσης μου.

3 Ο Θεος του Ισραηλ ειπε προς εμε, ο Βραχος του Ισραηλ ελαλησεν, Ο εξουσιαζων επι ανθρωπους ας ηναι δικαιος, εξουσιαζων μετα φοβου Θεου·

4 Και θελει εισθαι ως το φως της πρωιας, οταν ανατελλη ο ηλιος πρωιας ανεφελου, ως η εκ της γης χλοη απο της λαμψεως της εκ της βροχης.

5 Αν και ο οικος μου δεν ειναι τοιουτος ενωπιον του Θεου, διαθηκην ομως αιωνιον εκαμε μετ' εμου, διατεταγμενην κατα παντα και ασφαλη· οθεν τουτο ειναι πασα η σωτηρια μου και πασα η επιθυμια· αν και δεν εκαμε να βλαστηση.

6 Οι δε παρανομοι, παντες ουτοι θελουσιν εισθαι ως ακανθαι εξωσμεναι, διοτι με χειρας δεν πιανονται·

7 Και οστις εγγιση αυτας, πρεπει να ηναι ωπλισμενος με σιδηρον και με ξυλον λογχης· και θελουσι κατακαυθη εν πυρι εν τω αυτω τοπω.

8 Ταυτα ειναι τα ονοματα των ισχυρων, τους οποιους ειχεν ο Δαβιδ· Ιοσεβ-βασεβεθ ο Ταχμονιτης, πρωτος των τριων· ουτος ητο Αδινω ο Ασωναιος, οστις εθανατωσεν οκτακοσιους εν μια μαχη.

9 Και μετ' αυτον, Ελεαζαρ ο υιος του Δωδω, υιου του Αχωχι, εις εκ των τριων ισχυρων μετα του Δαβιδ, οτε ωνειδισαν τους Φιλισταιους τους εκει συνηθροισμενους εις μαχην, και οι ανδρες Ισραηλ εσυρθησαν·

10 ουτος σηκωθεις, επαταξε τους Φιλισταιους, εωσου απεκαμεν η χειρ αυτου και εκολληθη η χειρ αυτου εις την μαχαιραν· και εκαμεν ο Κυριος σωτηριαν μεγαλην εν τη ημερα εκεινη, και ο λαος επεστρεψεν οπισω αυτου μονον δια να λαφυραγωγηση.

11 μετα δε τουτον Σαμμα, ο υιος του Αγαι, ο Αραριτης· και οι μεν Φιλισταιοι ειχον συναχθη εις σωμα, οπου ητο μεριδιον αγρου πληρες φακης, ο δε λαος εφυγεν απο προσωπου των Φιλισταιων·

12 ουτος δε εστηλωθη εν τω μεσω του αγρου και υπερησπισθη αυτον, και επαταξε τους Φιλισταιους· και ο Κυριος εκαμε σωτηριαν μεγαλην.

13 Κατεβησαν ετι τρεις εκ των τριακοντα αρχηγων και ηλθον προς τον Δαβιδ εν καιρω θερους εις το σπηλαιον Οδολλαμ· το δε στρατοπεδον των Φιλισταιων εστρατοπεδευσεν εν τη κοιλαδι Ραφαειμ.

14 Και ο Δαβιδ ητο τοτε εν οχυρωματι, και η φρουρα των Φιλισταιων τοτε εν Βηθλεεμ.

15 Και επεποθησεν ο Δαβιδ υδωρ και ειπε, Τις ηθελε μοι δωσει να πιω υδωρ εκ του φρεατος της Βηθλεεμ, του πλησιον της πυλης;

16 Και διεσχισαν οι τρεις ισχυροι το στρατοπεδον των Φιλισταιων και ηντλησαν υδωρ εκ του φρεατος της Βηθλεεμ, του εν τη πυλη, και λαβοντες εφεραν προς τον Δαβιδ· δεν ηθελησεν ομως να πιη, αλλ' εκαμεν αυτο σπονδην εις τον Κυριον·

17 και ειπε, Μη γενοιτο εις εμε, Κυριε, να πραξω τουτο· το αιμα των ανδρων, των πορευθεντων μετα κινδυνου της ζωης αυτων, να πιω εγω; Και δεν ηθελησε να πιη. Ταυτα εκαμον οι τρεις ισχυροι.

18 Και Αβισαι, ο αδελφος του Ιωαβ, υιος της Σερουιας, ητο πρωτος των τριων· και ουτος σειων την λογχην αυτου εναντιον τριακοσιων, εθανατωσεν αυτους και απεκτησεν ονομα μεταξυ των τριων.

19 Δεν εσταθη ουτος ο ενδοξοτερος εκ των τριων; δια τουτο εγεινεν αρχηγος αυτων· δεν εφθασεν ομως μεχρι των τριων πρωτων.

20 Και Βεναιας, ο υιος του Ιωδαε, υιος ανδρος δυνατου απο Καβσεηλ, οστις εκαμε πολλα ανδραγαθηματα, ουτος επαταξε τους δυο λεοντωδεις ανδρας του Μωαβ· ουτος ετι κατεβη και επαταξε λεοντα εν μεσω του λακκου εν ημερα χιονος.

21 Ουτος ετι επαταξε τον ανδρα τον Αιγυπτιον, ανδρα ωραιον· και εν τη χειρι του Αιγυπτιου ητο λογχη· εκεινος δε κατεβη προς αυτον με ραβδον, και αρπασας την λογχην εκ της χειρος του Αιγυπτιου, εθανατωσεν αυτον δια της ιδιας αυτου λογχης.

22 Ταυτα εκαμε Βεναιας, ο υιος του Ιωδαε, και απεκτησεν ονομα μεταξυ των τριων ισχυρων.

23 Ητο ενδοξοτερος των τριακοντα· δεν εφθασεν ομως μεχρι των τριων πρωτων· και κατεστησεν αυτον ο Δαβιδ επι των δορυφορων αυτου.

24 Ασαηλ, ο αδελφος του Ιωαβ, ητο μεταξυ των τριακοντα· οιτινες ησαν Ελχαναν, ο υιος του Δωδω, εκ της Βηθλεεμ·

25 Σαμμα ο Αρωδιτης· Ελικα ο Αρωδιτης·

26 Χελης ο Φαλτιτης· Ιρας, ο υιος του Ικκης, ο Θεκωιτης·

27 Αβιεζερ ο Αναθωθιτης· Μεβουναι ο Χουσαθιτης·

28 Σαλμων ο Αχωχιτης· Μααραι ο Νετωφαθιτης·

29 Χελεβ, ο υιος του Βαανα, ο Νετωφαθιτης· Ιτται, ο υιος του Ριβαι, απο Γαβαα, των υιων Βενιαμιν·

30 Βεναιας ο Πιραθωνιτης· Ιδδαι, εκ των κοιλαδων Γαας·

31 Αβι-αλβων ο Αρβαθιτης· Αζμαβεθ ο Βαρουμιτης·

32 Ελιαβα ο Σααλβωνιτης· Ιωναθαν, εκ των υιων Ιαασην·

33 Σαμμα ο Αραριτης· Αχιαμ, ο υιος του Σαραρ, ο Αραριτης·

34 Ελιφελετ, ο υιος του Αασβαι, υιος του Μααχαθιτου· Ελιαμ, ο υιος του Αχιτοφελ του Γιλωναιου.

35 Εσραι ο Καρμηλιτης· Φααραι ο Αρβιτης·

36 Ιγαλ, ο υιος του Ναθαν, απο Σωβα· ανι ο Γαδιτης·

37 Σελεκ ο Αμμωνιτης· Νααραι ο Βηρωθαιος, ο οπλοφορος του Ιωαβ, υιου της Σερουιας·

38 Ιρας ο Ιεθριτης· Γαρηβ ο Ιεθριτης·

39 Ουριας ο Χετταιος· παντες τριακοντα επτα.