1 Veio um dos sete anjos que tinham as sete taças e falou comigo: Vem cá, e mostrar-te-ei a sentença da grande prostituta que está sentada sobre muitas águas.
2 Com ela fornicaram os reis da terra, e os habitantes da terra foram embebedados com o vinho da sua fornicação.
3 Então ele me levou pelo Espírito a um deserto. Vi uma mulher sentada sobre uma besta cor de escarlata, cheia de nomes de blasfêmia, que tinha sete cabeças e dez chifres.
4 A mulher estava vestida de púrpura e de escarlata, e adornada de ouro, de pedras preciosas e de pérolas, tendo na mão um cálice de ouro, cheio de abominações, isto é, as imundícias da sua fornicação.
5 Na sua testa estava escrito um nome: MISTÉRIO, A GRANDE BABILÔNIA, A MÃE DAS PROSTITUTAS E DAS ABOMINAÇÕES DA TERRA.
6 Vi a mulher embriagada com o sangue dos santos e com o sangue dos mártires de Jesus. Quando a vi, fiquei espantado com grande admiração.
7 O anjo perguntou-me: Por que te admiraste? Eu te direi o mistério da mulher e da besta que a leva, que tem as sete cabeças e os dez chifres.
8 A besta que viste era, e já não é, e ela há de subir do abismo e vai-se para a perdição. Os habitantes da terra, cujos nomes não estão escritos no livro da vida desde o princípio do mundo, se admirarão, vendo a besta que era e que já não é e que virá.
9 Aqui está a mente que tem sabedoria. As sete cabeças são sete montes, sobre os quais está sentada a mulher.
10 Elas são também sete reis: estão caídos cinco, existe um, e o outro ainda não veio. Quando vier, importa que dure pouco tempo.
11 A besta que era e que já não é, é também o oitavo rei e é um dos sete; e vai-se para a perdição.
12 Os dez chifres que viste, são dez reis, os quais ainda não receberam o reino; mas eles receberam autoridade como reis, juntamente com a besta, por uma hora.
13 Estes estão todos de acordo e entregam o seu poder e autoridade à besta.
14 Eles pelejarão contra o Cordeiro, e o Cordeiro os vencerá, porque é Senhor dos senhores e Rei dos reis; também vencerão os que estão com ele, os chamados, os escolhidos e os fiéis.
15 Disse-me: As águas que viste, sobre as quais está sentada a prostituta, são povos, multidões, nações e línguas.
16 Os dez chifres que viste, e a besta, estes odiarão a prostituta e a farão desolada e nua, e comerão as suas carnes, e a queimarão no fogo.
17 Pois Deus lhes pôs nos corações o executarem o que é do agrado dele, e o chegarem a um acordo e entregarem o seu reino à besta, até que as palavras de Deus fossem cumpridas.
18 A mulher que viste, é a grande cidade, que reina sobre os reis da terra.
1 Και ηλθεν εις εκ των επτα αγγελων των εχοντων τας επτα φιαλας, και ελαλησε μετ' εμου, λεγων μοι· Ελθε, θελω σοι δειξει την κρισιν της πορνης της μεγαλης της καθημενης επι των υδατων των πολλων,
2 μετα της οποιας επορνευσαν οι βασιλεις της γης και εμεθυσθησαν οι κατοικουντες την γην εκ του οινου της πορνειας αυτης.
3 Και με εφερεν εν πνευματι εις ερημον. Και ειδον γυναικα καθημενην επι θηριον κοκκινον, γεμον ονοματων βλασφημιας, εχον κεφαλας επτα και κερατα δεκα.
4 Και η γυνη ητο ενδεδυμενη πορφυραν και κοκκινον και κεχρυσωμενη με χρυσον και λιθους τιμιους και μαργαριτας, εχουσα εν τη χειρι αυτης χρυσουν η ποτηριον γεμον βδελυγματων και ακαθαρσιας της πορνειας αυτης,
5 και επι το μετωπον αυτης ητο ονομα γεγραμμενον· Μυστηριον, Βαβυλων η μεγαλη, η μητηρ των πορνων και των βδελυγματων της γης.
6 Και ειδον την γυναικα μεθυουσαν εκ του αιματος των αγιων και εκ του αιματος των μαρτυρων του Ιησου. Και ιδων αυτην, εθαυμασα θαυμασμον μεγαν.
7 Και μοι ειπεν ο αγγελος. Δια τι εθαυμασας; εγω θελω σοι ειπει το μυστηριον της γυναικος και του θηριου του βασταζοντος αυτην, το οποιον εχει τας επτα κεφαλας και τα δεκα κερατα.
8 Το θηριον, το οποιον ειδες, ητο και δεν ειναι, και μελλει να αναβη εκ της αβυσσου και να υπαγη εις απωλειαν· και θελουσι θαυμασει οι κατοικουντες επι της γης, των οποιων τα ονοματα δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω της ζωης απο καταβολης κοσμου, βλεποντες το θηριον, το οποιον ητο και δεν ειναι, αν και ηναι.
9 Εδω ειναι ο νους ο εχων σοφιαν. Αι επτα κεφαλαι ειναι επτα ορη, οπου η γυνη καθηται επ' αυτων·
10 και ειναι επτα βασιλεις· οι πεντε επεσαν, και ο εις ειναι, ο αλλος δεν ηλθεν ετι, και οταν ελθη, ολιγον πρεπει να μεινη.
11 Και το θηριον, το οποιον ητο και δεν ειναι, ειναι και αυτος ο ογδοος, και ειναι εκ των επτα, και υπαγει εις απωλειαν.
12 Και τα δεκα κερατα, τα οποια ειδες, ειναι δεκα βασιλεις, οιτινες βασιλειαν δεν ελαβον ετι, αλλα μιαν ωραν λαμβανουσιν εξουσιαν ως βασιλεις μετα του θηριου.
13 Ουτοι εχουσι μιαν γνωμην και θελουσι παραδωσει εις το θηριον την δυναμιν και την εξουσιαν εαυτων.
14 Ουτοι θελουσι πολεμησει με το Αρνιον, και το Αρνιον θελει νικησει αυτους, διοτι ειναι Κυριος των κυριων και Βασιλευς των βασιλεων, και οσοι ειναι μετ' αυτου ειναι κλητοι και εκλεκτοι και πιστοι.
15 Και μοι λεγει· Τα υδατα, τα οποια ειδες, οπου η πορνη καθηται, ειναι λαοι και οχλοι και εθνη και γλωσσαι.
16 Και τα δεκα κερατα, τα οποια ειδες επι το θηριον, ουτοι θελουσι μισησει την πορνην και θελουσι καμει αυτην ηρημωμενην και γυμνην, και τας σαρκας αυτης θελουσι φαγει, και αυτην θελουσι κατακαυσει εν πυρι.
17 Διοτι ο Θεος εδωκεν εις τας καρδιας αυτων να καμωσι την γνωμην αυτου, και να γεινωσι της αυτης γνωμης και να δωσωσι την βασιλειαν αυτων εις το θηριον, εωσου εκτελεσθωσιν οι λογοι του Θεου.
18 Και η γυνη, την οποιαν ειδες, ειναι η πολις η μεγαλη, η εχουσα βασιλειαν επι των βασιλεων.