1 Ordenou Moisés, e os anciãos de Israel, ao povo, dizendo: Guarda todo o mandamento que eu hoje te ordeno.
2 No dia em que passares o Jordão para a terra que Jeová teu Deus te está dando, levantar-te-ás grandes pedras, e as caiarás.
3 Nelas escreverás todas as palavras desta lei, quando tiveres passado; para que entres na terra que Jeová teu Deus te está dando, terra que mana leite e mel, assim como Jeová, Deus de teus pais, te prometeu.
4 Quando tiverdes passado o Jordão, levantareis estas pedras, que eu hoje vos ordeno, no monte Ebal, e as caiareis.
5 Edificarás ali um altar a Jeová teu Deus, um altar de pedras; não alçaras sobre elas instrumento de ferro.
6 De pedras brutas edificarás o altar de Jeová teu Deus; e oferecerás sobre ele holocaustos a Jeová teu Deus.
7 Sacrificarás ofertas pacíficas, e comerás ali; te alegrarás diante de Jeová teu Deus.
8 Escreverás mui distintamente nestas pedras todas as palavras desta lei.
9 Disse Moisés, e os levitas sacerdotes, a todo o Israel: Guarda silêncio, e ouve, ó Israel; hoje vieste a ser o povo de Jeová teu Deus.
10 Obedecerás à voz de Jeová teu Deus, e cumprirás os seus mandamentos e os seus estatutos, que eu hoje vos ordeno.
11 No mesmo dia ordenou Moisés ao povo, dizendo:
12 Quando tiverdes passado o Jordão, estes estarão sobre o monte Gerizim para abençoarem o povo: Simeão, Levi, Judá, Issacar, José e Benjamim;
13 e estes estarão sobre o monte Ebal para deitarem a maldição: Rúben, Gade, Aser, Zebulom, Dã e Naftali.
14 Os levitas responderão e dirão a todos os homens de Israel em voz alta:
15 Maldito o homem que faz uma imagem esculpida ou fundida, coisa abominável a Jeová, obra da mão do artífice, e a põe em secreto. E todo o povo responderá: Amém.
16 Maldito aquele que não honra a seu pai ou a sua mãe. E todo o povo dirá: Amém.
17 Maldito aquele que remove os marcos do seu próximo. E todo o povo dirá: Amém.
18 Maldito aquele que faz que o cego erre no caminho. E todo o povo dirá: Amém.
19 Maldito aquele que perverte o direito do peregrino, do órfão e da viúva. E todo o povo dirá: Amém.
20 Maldito aquele que se deita com a mulher de seu pai, porque levantou o vestido de seu pai. E todo o povo dirá: Amém.
21 Maldito aquele que se deita com qualquer animal. E todo o povo dirá: Amém.
22 Maldito aquele que se deita com sua irmã, filha de seu pai, ou filha de sua mãe. E todo o povo dirá: Amém.
23 Maldito aquele que se deita com sua sogra. E todo o povo dirá: Amém.
24 Maldito aquele que fere ao seu próximo em secreto. E todo o povo dirá: Amém.
25 Maldito aquele que recebe peita para matar uma pessoa inocente. E todo o povo dirá: Amém.
26 Maldito aquele que não confirma as palavras desta lei, para as cumprir. E todo o povo dirá: Amém.
1 Και προσεταξεν ο Μωυσης και οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ τον λαον, λεγων, Φυλαττετε πασας τας εντολας, τας οποιας εγω προσταζω εις εσας σημερον.
2 Και την ημεραν καθ' ην διαβητε τον Ιορδανην, προς την γην την οποιαν Κυριος ο Θεος σου διδει εις σε, θελεις στησει εις σεαυτον λιθους μεγαλους, και θελεις χρισει αυτους με ασβεστην·
3 και θελεις γραψει επ' αυτους παντας τους λογους του νομου τουτου, αφου διαβης τον Ιορδανην, δια να εισελθης εις την γην την οποιαν Κυριος ο Θεος σου διδει εις σε, γην ρεουσαν γαλα και μελι, καθως Κυριος ο Θεος των πατερων σου υπεσχεθη εις σε.
4 Δια τουτο αφου διαβητε τον Ιορδανην, θελετε στησει τους λιθους τουτους, τους οποιους εγω προσταζω εις εσας σημερον, εν τω ορει Εβαλ, και θελεις χρισει αυτους με ασβεστην.
5 Και θελεις οικοδομησει εκει θυσιαστηριον εις Κυριον τον Θεον σου, θυσιαστηριον εκ λιθων· σιδηρον δεν θελεις επιβαλει επ' αυτους.
6 Θελεις οικοδομησει το θυσιαστηριον Κυριου του Θεου σου εκ λιθων ολοκληρων· και θελεις προσφερει επ' αυτου ολοκαυτωματα προς Κυριον τον Θεον σου·
7 και θελεις προσφερει θυσιας ειρηνικας, και θελεις τρωγει εκει, και θελεις ευφραινεσθαι ενωπιον Κυριου του Θεου σου·
8 και θελεις γραψει επι τους λιθους παντας τους λογους του νομου τουτου ευκρινεστατα.
9 Και ελαλησαν ο Μωυσης και οι ιερεις οι Λευιται προς παντα τον Ισραηλ λεγοντες, Προσεχε και ακουε, Ισραηλ· ταυτην την ημεραν κατεσταθης λαος Κυριου του Θεου σου·
10 θελεις λοιπον υπακουει εις την φωνην Κυριου του Θεου σου, και εκτελει τας εντολας αυτου, και τα διαταγματα αυτου τα οποια εγω προσταζω εις σε σημερον.
11 Και προσεταξεν ο Μωυσης τον λαον την ημεραν εκεινην, λεγων,
12 Ουτοι θελουσι σταθη επι το ορος Γαριζιν δια να ευλογησωσι τον λαον, αφου διαβητε τον Ιορδανην· Συμεων και Λευι και Ιουδα και Ισσαχαρ και Ιωσηφ και Βενιαμιν.
13 Και ουτοι θελουσι σταθη επι το ορος Εβαλ δια να καταρασθωσι· Ρουβην, Γαδ και Ασηρ και Ζαβουλων, Δαν και Νεφθαλι.
14 Και θελουσι λαλησει οι Λευιται και ειπει προς παντας τους ανθρωπους του Ισραηλ μετα φωνης μεγαλης,
15 Επικαταρατος ο ανθρωπος, οστις καμη γλυπτον η χωνευτον, βδελυγμα εις τον Κυριον, εργον χειρων τεχνιτου, και θεση εν αποκρυφω. Και πας ο λαος θελει αποκριθη και ειπει, Αμην.
16 Επικαταρατος οστις κακολογηση τον πατερα αυτου η την μητερα αυτου. Και πας ο λαος θελει ειπει, Αμην.
17 Επικαταρατος οστις μετακινηση το οροθεσιον του πλησιον αυτου. Και πας ο λαος θελει ειπει, Αμην.
18 Επικαταρατος οστις αποπλανηση τον τυφλον εν τη οδω. Και πας ο λαος θελει ειπει, Αμην.
19 Επικαταρατος οστις διαστρεψη την κρισιν του ξενου, του ορφανου και της χηρας. Και πας ο λαος θελει ειπει, Αμην.
20 Επικαταρατος οστις κοιμηθη μετα της γυναικος του πατρος αυτου· διοτι εκκαλυπτει το συγκαλυμμα του πατρος αυτου. Και πας ο λαος θελει ειπει, Αμην.
21 Επικαταρατος οστις κοιμηθη μεθ' οποιουδηποτε κτηνους. Και πας ο λαος θελει ειπει, Αμην.
22 Επικαταρατος οστις κοιμηθη μετα της αδελφης αυτου της θυγατρος του πατρος αυτου, η της θυγατρος της μητρος αυτου. Και πας ο λαος θελει ειπει, Αμην.
23 Επικαταρατος οστις κοιμηθη μετα της πενθερας αυτου. Και πας ο λαος θελει ειπει, Αμην.
24 Επικαταρατος οστις κτυπηση τον πλησιον αυτου κρυφιως. Και πας ο λαος θελει ειπει, Αμην.
25 Επικαταρατος οστις λαβη δωρα δια να φονευση ανθρωπον αθωον. Και πας ο λαος θελει ειπει, Αμην.
26 Επικαταρατος οστις δεν εμμενει εις τους λογους του νομου τουτου, δια να εκτελη αυτους. Και πας ο λαος θελει ειπει, Αμην.