1 Veio a mim a palavra de Jeová, dizendo:
2 Filho do homem, profetiza contra os pastores de Israel, profetiza e dize aos pastores: Ai dos pastores de Israel, que se apascentam a si mesmos! não devem os pastores apascentar as ovelhas?
3 Comeis a gordura, e vos vestis de lã, e matais as cevadas; porém não apascentais as ovelhas.
4 Não fortalecestes as adoentadas, nem curastes a que estava enferma, nem ligastes a que estava quebrada, nem tornastes a trazer a que estava desgarrada, nem buscastes a que estava perdida; mas dominastes sobre elas com força e com rigor.
5 Assim se espalharam, por não haver pastor; tornaram-se pasto para todos os animais do campo e espalharam-se.
6 As minhas ovelhas andaram desgarradas por todos os montes, e em todo o alto outeiro; as minhas ovelhas foram espalhadas por toda a face da terra; não havia quem as procurasse ou as buscasse.
7 Portanto, ó pastores, ouvi a palavra de Jeová:
8 Pela minha vida, diz o Senhor Jeová, porquanto as minhas ovelhas foram entregues à rapina, e as minhas ovelhas serviram de pasto para todos os animais do campo, por não haver pastor, nem os meus pastores procuraram as minhas ovelhas, mas se apascentaram a si mesmos, e não apascentaram as minhas ovelhas;
9 portanto, ó pastores, ouvi a palavra de Jeová.
10 Assim diz o Senhor Jeová: Eis que sou contra os pastores; das suas mãos requererei as minhas ovelhas, e farei que cessem de apascentar as minhas ovelhas. Os pastores não se apascentarão mais a si mesmos: da sua boca livrarei as minhas ovelhas, para que não lhes sirvam de pasto.
11 Pois assim diz o Senhor Jeová: Eis que eu, eu mesmo, hei de procurar as minhas ovelhas e hei de buscá-las.
12 Como o pastor busca o seu rebanho no dia em que se acha no meio das suas ovelhas que estão espalhadas, assim buscarei as minhas ovelhas. Livrá-las-ei de todos os lugares para onde se espalharam no dia nublado e de escuridade.
13 Tirá-las-ei para fora dos povos, e as congregarei dos países, e as introduzirei na sua terra; apascentá-las-ei sobre os montes de Israel, junto às correntes de água, e em todos os lugares habitados do país.
14 De bom pasto as apascentarei, e sobre os montes da altura de Israel será o seu curral; ali se deitarão num bom curral, e em pastos gordos pastarão sobre os montes de Israel.
15 Eu mesmo apascentarei as minhas ovelhas, e eu as farei deitar-se, diz o Senhor Jeová.
16 Buscarei a que estava perdida, e tornarei a trazer a que estava desgarrada, e ligarei a que estava quebrada, e fortalecerei a que estava enferma; mas destruirei a gorda e a forte. Apascentá-la-ei com justiça.
17 Quanto a vós, rebanho meu, assim diz o Senhor Jeová: Eis que julgo entre ovelhas e ovelhas, entre carneiros e bodes.
18 Acaso parece-vos pouca coisa o terdes pastado o bom pasto, senão que haveis de pisar aos vossos pés o resto do vosso pasto? e o terdes bebido as águas claras, senão que haveis de sujar o resto com os vossos pés?
19 Quanto às minhas ovelhas, elas pastam o que haveis pisado com os vossos pés, e bebem o que haveis sujado com os vossos pés.
20 Portanto assim lhes diz o Senhor Jeová: Eis que eu, eu mesmo, julgarei entre as ovelhas gordas e as ovelhas magras.
21 Porquanto com o lado e com o ombro dais empurrões, e com os vossos chifres impelis todas as adoentadas, até as terdes espalhado por toda a parte;
22 portanto salvarei o meu rebanho, e ele não servirá mais de presa; e julgarei entre ovelhas e ovelhas.
23 Suscitarei sobre elas um só pastor, que as apascentará, meu servo Davi. Ele as apascentará, e lhes servirá de pastor.
24 Eu Jeová serei o seu Deus, e o meu servo Davi será príncipe no meio deles.
25 Farei com eles uma aliança de paz, e farei cessar da terra as feras; habitarão seguros no deserto, e dormirão nos bosques.
26 Deles e dos lugares ao redor do meu outeiro farei uma bênção; farei cair as chuvas a seu tempo; haverá chuvas de bênção.
27 As árvores do campo darão o seu fruto, e a terra dará a sua novidade, e estarão seguros na sua terra; saberão que eu sou Jeová, quando eu tiver quebrado as varas do seu jugo, e os tiver livrado das mãos dos que se serviam deles.
28 Não servirão mais de presa aos pagãos, nem os devorarão mais os animais da terra; mas habitarão seguros, e não haverá quem os amedronte.
29 Suscitar-lhes-ei um plantio para renome, e nunca serão consumidos pela fome na terra, nem levarão mais sobre si o opróbrio dos pagãos.
30 Saberão que eu Jeová, seu Deus, sou com eles, e que eles, casa de Israel, são o meu povo, diz o Senhor Jeová.
31 Vós, ovelhas minhas, ovelhas do meu pasto, sois homens, e eu sou o vosso Deus, diz o Senhor Jeová.
1 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
2 Υιε ανθρωπου, προφητευσον επι τους ποιμενας του Ισραηλ· προφητευσον και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος προς τους ποιμενας· Ουαι εις τους ποιμενας του Ισραηλ, οιτινες βοσκουσιν εαυτους· οι ποιμενες δεν βοσκουσι τα ποιμνια;
3 Σεις τρωγετε το παχος και ενδυεσθε το μαλλιον, σφαζετε τα παχεα· δεν βοσκετε τα ποιμνια.
4 Δεν ενισχυσατε το ασθενες και δεν ιατρευσατε το κακως εχον και δεν εκαμετε επιδεσμα εις το συντετριμμενον και δεν επανεφερατε το πεπλανημενον και δεν εζητησατε το απολωλος· αλλα εν βια και εν σκληροτητι εδεσποζετε επ' αυτα.
5 Και διεσκορπισθησαν, επειδη δεν υπηρχε ποιμην, και εγειναν καταβρωμα εις παντα τα θηρια του αγρου και διεσκορπισθησαν.
6 Τα προβατα μου περιεπλανωντο επι παν ορος και επι παντα λοφον υψηλον, και επι παν το προσωπον της γης ησαν διεσκορπισμενα τα προβατα μου, και δεν υπηρχεν ο ερευνων ουδε ο ζητων.
7 Δια τουτο, ακουσατε, ποιμενες, τον λογον του Κυριου·
8 Ζω εγω, λεγει Κυριος ο Θεος, εξαπαντος, επειδη τα προβατα μου εγειναν λαφυρον και τα προβατα μου εγειναν καταβρωμα παντων των θηριων του αγρου δι' ελλειψιν ποιμενος, και δεν εζητησαν οι ποιμενες μου τα προβατα μου αλλ' οι ποιμενες εβοσκησαν εαυτους και δεν εβοσκησαν τα προβατα μου,
9 δια τουτο, ακουσατε, ποιμενες, τον λογον του Κυριου·
10 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ιδου, εγω ειμαι εναντιον των ποιμενων, και θελω εκζητησει τα προβατα μου εκ της χειρος αυτων και θελω παυσει αυτους απο του να ποιμαινωσι τα προβατα· και δεν θελουσι πλεον βοσκει εαυτους οι ποιμενες, διοτι θελω ελευθερωσει εκ του στοματος αυτων τα προβατα μου και δεν θελουσιν εισθαι καταβρωμα εις αυτους.
11 Διοτι ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ιδου, εγω, εγω θελω και αναζητησει τα προβατα μου και επισκεφθη αυτα.
12 Καθως ο ποιμην επισκεπτεται το ποιμνιον αυτου, καθ' ην ημεραν ευρισκεται εν μεσω των προβατων αυτου διεσκορπισμενων, ουτω θελω επισκεφθη τα προβατα μου και θελω ελευθερωσει αυτα εκ παντων των τοπων, οπου ησαν διεσκορπισμενα, εν ημερα νεφωδει και ζοφερα.
13 Και θελω εξαγαγει αυτα εκ των λαων και συναξει αυτα εκ των τοπων και φερει αυτα εις την γην αυτων και βοσκησει αυτα επι τα ορη του Ισραηλ, πλησιον των ποταμων και επι παντα τα κατοικουμενα της γης.
14 Θελω βοσκησει αυτα εν αγαθη νομη, και η μανδρα αυτων θελει εισθαι επι των υψηλων ορεων του Ισραηλ· εκει θελουσιν αναπαυεσθαι εν μανδρα καλη, και θελουσι βοσκεσθαι εν παχεια νομη επι των ορεων του Ισραηλ.
15 Εγω θελω βοσκησει τα προβατα μου και εγω θελω αναπαυσει αυτα, λεγει Κυριος ο Θεος.
16 Θελω εκζητησει το απολωλος και επαναφερει το πεπλανημενον και επιδεσει το συντετριμμενον και ενισχυσει το ασθενες· το παχυ ομως και το ισχυρον θελω καταστρεψει· εν δικαιοσυνη θελω βοσκησει αυτα.
17 Και περι υμων, ποιμνιον μου, ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ιδου, εγω θελω κρινει αναμεσον προβατου και προβατου, αναμεσον κριων και τραγων.
18 Μικρον ειναι εις εσας, οτι εβοσκησατε την καλην βοσκην, το δε επιλοιπον της βοσκης σας κατεπατειτε με τους ποδας σας; και οτι επινετε καθαρον υδωρ, το δε επιλοιπον εταραττετε με τους ποδας σας;
19 τα δε προβατα μου εβοσκον το καταπεπατημενον με τους ποδας σας και επινον το τεταραγμενον με τους ποδας σας.
20 Δια τουτο ουτω λεγει προς αυτα Κυριος ο Θεος· Ιδου, εγω, εγω θελω η κρινει αναμεσον προβατου παχεος και αναμεσον προβατου ισχνου.
21 Επειδη απωθειτε με πλευρα και με ωμους και κερατιζετε δια των κερατων σας παντα τα ασθενη, εωσου διεσκορπισατε αυτα εις τα εξω,
22 δια τουτο θελω σωσει τα προβατα μου και δεν θελουσιν εισθαι πλεον λαφυρον· και θελω κρινει αναμεσον προβατου και προβατου.
23 Και θελω καταστησει επ' αυτα ενα ποιμενα και θελει ποιμαινει αυτα, τον δουλον μου Δαβιδ· αυτος θελει ποιμαινει αυτα και αυτος θελει εισθαι ποιμην αυτων.
24 Και εγω ο Κυριος θελω εισθαι Θεος αυτων και ο δουλος μου Δαβιδ αρχων εν μεσω αυτων· εγω ο Κυριος ελαλησα.
25 Και θελω καμει προς αυτα διαθηκην ειρηνης· και θελω αφανισει απο της γης τα πονηρα θηρια· και θελουσι κατοικησει ασφαλως εν τη ερημω και κοιμασθαι εν τοις δρυμοις.
26 Και θελω καταστησει ευλογιαν αυτα και τα περιξ του ορους μου, και θελω καταβιβαζει την βροχην εν τω καιρω αυτης· βροχη ευλογιας θελει εισθαι.
27 Και τα δενδρα του αγρου θελουσιν αποδιδει τον καρπον αυτων και η γη θελει διδει το προιον αυτης και θελουσιν εισθαι ασφαλεις εν τη γη αυτων· και θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος, οταν συντριψω τα δεσμα του ζυγου αυτων και ελευθερωσω αυτους εκ της χειρος των καταδουλωσαντων αυτους.
28 Και δεν θελουσιν εισθαι πλεον λαφυρον εις τα εθνη, και τα θηρια της γης δεν θελουσι κατατρωγει αυτους· αλλα θελουσι κατοικει ασφαλως και δεν θελει υπαρχει ο εκφοβων.
29 Και θελω αναστησει εις αυτους φυτον ονομαστον, και δεν θελουσι πλεον φθειρεσθαι υπο πεινης εν τη γη και δεν θελουσι φερει πλεον την υβριν των εθνων.
30 Και θελουσι γνωρισει οτι εγω Κυριος ο Θεος αυτων ειμαι μετ' αυτων και αυτοι, ο οικος Ισραηλ, λαος μου, λεγει Κυριος ο Θεος.
31 Και σεις, προβατα μου, τα προβατα της βοσκης μου, σεις εισθε ανθρωποι, και εγω ο Θεος σας, λεγει Κυριος ο Θεος.