1 Veio a mim a palavra de Jeová, dizendo:

2 Filho do homem, olha para Jerusalém, e deixa cair a tua palavra para os santuários, e profetiza contra a terra de Israel.

3 Dize à terra de Israel: Assim diz Jeová: Eis que sou contra ti, e tirarei a minha espada da sua bainha, e exterminarei do meio de ti o justo e o ímpio.

4 Visto, pois, que exterminarei do meio de ti o justo e o ímpio, por isso a minha espada sairá da sua bainha contra toda a carne desde o sul até o norte;

5 e saberá toda a carne que eu Jeová tirei da bainha a minha espada; para lá não se tornará mais.

6 Suspira, pois, filho do homem; aos olhos deles com quebrantamento dos lombos e com amargura darás suspiros.

7 Quando te disserem: Por que suspiras tu? dirás: Por causa das novas, porque elas vêm. Todos os corações se derreterão, todas as mãos se enfraquecerão e todos os joelhos ficarão fracos como água; eis que elas vêm, e se cumprirão, diz o Senhor Jeová.

8 Veio a mim a palavra de Jeová, dizendo:

9 Filho do homem, profetiza e dize: Assim diz o Senhor: A espada, a espada, está afiada e polida;

10 está afiada para fazer uma matança; está polida para ser como relâmpago. Havemos, pois, de nos alegrar? a vara de meu filho despreza todas as árvores.

11 Ela se dá a polir, para que seja manejada; esta espada está afiada, está polida, para se meter na mão de quem vai fazer a matança.

12 Grita e uiva, filho do homem; pois ela está sobre o meu povo, está sobre todos os príncipes de Israel. Estes juntamente com o meu povo estão entregues á espada, portanto dá pancadas na tua coxa.

13 Pois há uma prova; e que será se não mais subsistir a vara que despreza tudo? diz o Senhor Jeová.

14 Tu, pois, filho do homem, profetiza, e bate com as mãos uma na outra; e dobre-se a espada três vezes, a espada dos mortalmente feridos. É a espada do grande que está mortalmente ferido, a que os rodeia.

15 Pus a ponta da espada contra todas as suas portas, para que se lhes derreta o coração e se lhes multiplique o tropeçar; ah! ela está feita como relâmpago, está aguçada para matar.

16 Une as tuas forças, ó espada, vai-te para a direita; prepara-te, vai-te para a esquerda; para onde quer que o teu rosto se dirigir.

17 Também eu baterei as mãos uma na outra, e satisfarei o meu furor. Eu Jeová o disse.

18 De novo veio a mim a palavra de Jeová, dizendo:

19 Também tu, filho do homem, traça dois caminhos, por onde venha a espada do rei de Babilônia. De uma só terra sairão ambos; marca um lugar; marca-o no princípio do caminho da cidade.

20 Faze um caminho por onde virá a espada a Rabá dos filhos de Amom, e a Judá, a Jerusalém, a fortificada.

21 Pois o rei de Babilônia pára na encruzilhada, no princípio dos dois caminhos, para usar de adivinhações; sacode as setas; consulta os terafins, examina os rins.

22 Na sua mão direita achava-se a adivinhação sobre Jerusalém, para dispor os aríetes, para abrir a boca com ordens de matar, para levantar a voz com alarido, para pôr os aríetes contra as portas, para levantar terraplenos, para edificar fortes.

23 E será isso como adivinhação vã aos olhos daqueles, que lhes fizeram juramentos, porém ele se lembrará da iniqüidade, para que sejam apanhados.

24 Portanto assim diz o Senhor Jeová: Porque fizestes que seja lembrada a vossa iniqüidade, sendo descobertas as vossas transgressões, de maneira que em todos os vossos feitos aparecem os vossos pecados; porquanto sois lembrados, sereis apanhados com a mão.

25 Ó tu, ímpio mortalmente ferido, príncipe de Israel, cujo dia é chegado, no tempo em que termina a iniqüidade;

26 assim diz o Senhor Jeová: Remove o diadema, e tira a coroa; o que é não mais será o mesmo: exalte-se o que está abatido, e abata-se o que está exaltado.

27 Eu o transtornarei, transtornarei, transtornarei; também o que é não continuará, até que venha aquele a quem pertence o direito; e lho darei a ele.

28 Tu, filho do homem, profetiza e dize: Assim diz o Senhor Jeová acerca dos filhos de Amom e acerca do opróbrio deles; dize: A espada, a espada, está desembainhada, para a matança está polida, a fim de que devore, que seja como relâmpago;

29 no tempo em que para ti vêem vaidade, e adivinham mentiras, para te porem sobre os pescoços dos ímpios que estão mortalmente feridos, cujo dia é chegado, no tempo em que termina a iniqüidade.

30 Torna-a para a bainha. No lugar em que foste criado, na terra da tua natividade, eu te julgarei.

31 Derramarei sobre ti a minha indignação; assoprarei sobre ti com o fogo do meu furor; e te entregarei nas mãos de homens brutais, destros para destruírem.

32 Servirás de pasto ao fogo; o teu sangue será no meio da terra; não serás mais lembrado. Pois eu Jeová o disse.

1 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,

2 Υιε ανθρωπου, στηριξον το προσωπον σου προς Ιερουσαλημ και σταλαξον λογον προς τους αγιους τοπους και προφητευσον κατα της γης Ισραηλ

3 και ειπε προς την γην Ισραηλ, Ουτω λεγει Κυριος· Ιδου, εγω ειμαι εναντιον σου και θελω συρει την μαχαιραν μου εκ της θηκης αυτης και θελω εκκοψει απο σου τον δικαιον και τον ασεβη.

4 Και επειδη θελω εκκοψει απο σου τον δικαιον και τον ασεβη, δια τουτο θελει εξελθει η μαχαιρα μου εκ της θηκης αυτης εναντιον πασης σαρκος, απο μεσημβριας μεχρι βορρα·

5 και θελουσι γνωρισει πασα σαρξ οτι εγω ο Κυριος εσυρα την μαχαιραν μου εκ της θηκης αυτης· δεν θελει επιστρεψει πλεον.

6 Δια τουτο συ, υιε ανθρωπου, στεναξον μετα συντριμμου της οσφυος σου, και μετα πικριας στεναξον ενωπιον αυτων.

7 Και οταν ειπωσι προς σε, δια τι στεναζεις συ; θελεις αποκριθη· δια την αγγελιαν, οτι ερχεται· και πασα καρδια θελει λυωσει, και πασαι αι χειρες θελουσι παραλυθη, και παν πνευμα θελει λιποθυμησει, και παντα τα γονατα θελουσι ρευσει ως υδωρ· ιδου, ερχεται και θελει γεινει, λεγει Κυριος ο Θεος.

8 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,

9 Υιε ανθρωπου, προφητευσον και ειπε, Ουτω λεγει Κυριος· Ειπε, Ρομφαια, ρομφαια ακονιζεται και μαλιστα στιλβουται·

10 ακονιζεται, δια να καμη σφαγην· στιλβουται, δια να αστραπτη. Δυναμεθα λοιπον να ημεθα ευθυμοι; αυτη ειναι η ραβδος του υιου μου, η καταφρονουσα παν ξυλον.

11 Και εδωκεν αυτην να στιλβωθη, δια να κρατηται εν τη χειρι· η ρομφαια αυτη ειναι ηκονισμενη και εστιλβωμενη, δια να δοθη εις την χειρα του σφαγεως.

12 Βοησον και ολολυξον, υιε ανθρωπου· διοτι αυτη ειναι εναντιον του λαου μου, ειναι εναντιον παντων των αρχοντων του Ισραηλ·. τρομος θελει επιπεσει επι τον λαον μου δια την ρομφαιαν· δια τουτο κτυπησον επι τον μηρον σου.

13 Διοτι εξετασις ειναι· και τι; βεβαιως και η καταφρονουσα ραβδος δεν θελει υπαρχει, λεγει Κυριος ο Θεος.

14 Δια τουτο συ, υιε ανθρωπου, προφητευσον και κροτησον χειρα επι χειρα και ας διπλασιασθη η ρομφαια, ας τριπλασιασθη, η ρομφαια των τετραυματισμενων· αυτη ειναι η ρομφαια των μεγαλων τραυματιων, ητις θελει διαπερασει εως των ενδομυχων αυτων.

15 Επεφερα την κοπην της ρομφαιας επι πασας τας πυλας αυτων, δια να λυωση πασα καρδια και να πληθυνθη ο ολεθρος. Ουαι· ητοιμασθη δια να εξαστραπτη, ηκονισθη δια σφαγην.

16 Συσφιγχθητι, ρομφαια, επιτεθητι δεξια, αριστερα, οπου στραφη το προσωπον σου.

17 Και εγω ετι θελω κροτησει χειρα μου επι χειρα μου και θελω αναπαυσει τον θυμον μου· εγω ο Κυριος ελαλησα.

18 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,

19 Και συ, υιε ανθρωπου, διορισον εις σεαυτον δυο οδους, δια να διελθη η ρομφαια του βασιλεως της Βαβυλωνος, και αμφοτεραι θελουσιν εξερχεσθαι απο της αυτης γης· και καμε τοπον, καμε αυτον εν τη αρχη της οδου της πολεως.

20 Διορισον οδον δια να διελθη η ρομφαια εις την Ραββα των υιων Αμμων και εις την Ιουδαιαν προς την Ιερουσαλημ την ωχυρωμενην.

21 Διοτι ο βασιλευς της Βαβυλωνος εσταθη εις τον διαχωρισμον, εν τη αρχη των δυο οδων, δια να ερωτηση τους μαντεις· ανεκατωσε τα μαντικα βελη, ηρωτησε τα γλυπτα, παρετηρησε το ηπαρ.

22 Προς την δεξιαν αυτου εγεινεν ο χρησμος δια την Ιερουσαλημ, δια να στηση τους κριους, δια να ανοιξη το στομα επι σφαγην, να υψωση την φωνην μετα αλαλαγμου, να στηση κριους εναντιον των πυλων, να καμη προχωματα, να οικοδομηση προμαχωνας.

23 Πλην τουτο θελει εισθαι εις αυτους ως μαντεια ματαια, εις τους οφθαλμους εκεινων, οιτινες εκαμον ορκους προς αυτους· αυτος ομως θελει ενθυμισει αυτους την ανομιαν αυτων, δια να πιασθωσι.

24 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος. Επειδη εκαμετε να ελθη εις ενθυμησιν η ανομια σας, οτε ανεκαλυφθησαν αι παραβασεις σας, ωστε να φανερωθωσι τα αμαρτηματα σας εις πασας τας πραξεις σας· επειδη ηλθετε εις ενθυμησιν, θελετε γεινει χειριαλωτοι.

25 Και συ, βεβηλε ασεβη, ηγεμων του Ισραηλ, του οποιου ηλθεν η ημερα, οτε η ανομια εφθασεν εις περας,

26 ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Σηκωσον το διαδημα και αφαιρεσον το στεμμα· αυτο δεν θελει εισθαι τοιουτον· ο ταπεινος θελει υψωθη και ο υψηλος θελει ταπεινωθη.

27 Θελω ανατρεψει, ανατρεψει, ανατρεψει αυτο, και δεν θελει υπαρχει εωσου ελθη εκεινος, εις ον ανηκει· και εις τουτον θελω δωσει αυτο.

28 Και συ, υιε ανθρωπου, προφητευσον και ειπε, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος περι των υιων Αμμων και περι του ονειδισμου αυτων, και ειπε, Η ρομφαια, η ρομφαια ειναι γεγυμνωμενη, δια την σφαγην εστιλβωμενη, δια να εξολοθρευση εξαστραπτουσα,

29 ενω βλεπουσι ματαιας ορασεις περι σου, ενω μαντευουσι ψευδος εις σε, δια να σε βαλωσιν επι τον τραχηλον των τετραυματισμενων, των ασεβων, των οποιων η ημερα ηλθεν, οτε η ανομια αυτων εφθασεν εις περας.

30 Επιστρεψον αυτην εις την θηκην αυτης. Εν τω τοπω οπου εκτισθης, εν τη γη της γεννησεως σου, θελω σε κρινει.

31 Και θελω εκχεει την οργην μου επι σε εν τω πυρι της οργης μου θελω εμφυσησει επι σε· και θελω σε παραδωσει εις χειρας ανδρων αγριων, τεκταινοντων ολεθρον.

32 Τροφη πυρος θελεις γεινει· το αιμα σου θελει εισθαι εν τω μεσω της γης σου· δεν θελει εισθαι πλεον μνημη περι σου· διοτι εγω ο Κυριος ελαλησα.