1 No que estamos dizendo, o ponto principal é este: Temos um tal sumo sacerdote que se assentou à destra do trono da Majestade nos céus,

2 ministro do santuário, e do verdadeiro tabernáculo, que o Senhor armou, e não o homem.

3 Pois todo o sumo sacerdote é constituído para oferecer dons e sacrifícios, porquanto é necessário que esse sumo sacerdote também tenha alguma coisa que oferecer.

4 Se ele estivesse, pois, sobre a terra, nem sacerdote seria, havendo os que oferecem dons segundo a Lei;

5 os quais servem ao que é modelo e sombra das coisas celestiais, como Moisés foi divinamente avisado, quando estava para construir o tabernáculo; pois diz ele: Vê que faças todas as coisas conforme o modelo que te foi mostrado no monte.

6 Mas agora este tem conseguido tanto melhor ministério, quanto é Mediador ainda de uma melhor aliança, a qual tem sido decretada sobre melhores promessas.

7 Pois se aquela primeira aliança tivesse sido livre de defeito, não se teria buscado ocasião para uma segunda.

8 Pois, repreendendo-os, diz: Eis aí vêm dias, diz o Senhor, E estabelecerei com a casa de Israel e com a casa de Judá uma nova aliança,

9 Não conforme a aliança que fiz com seus pais, No dia em que os tomei pela mão para os conduzir para fora da terra do Egito, Pois eles não perseveraram na minha aliança, E eu não atentei para eles, diz o Senhor.

10 Esta é a aliança que estabelecerei com a casa de Israel Depois daqueles dias, diz o Senhor, Imprimindo as minhas leis na mente deles, Eu as escreverei também sobre os seus corações; Serei para eles Deus, E eles serão para mim povo.

11 Cada um não ensinará ao seu concidadão, Nem cada um ao seu irmão, dizendo: Conhece ao Senhor; Pois todos me conhecerão Desde o menor até o maior deles.

12 Pois eu lhes perdoarei as suas iniqüidades, E não me lembrarei mais dos seus pecados.

13 Dizendo: nova aliança, ele tem feito antiquada a primeira; mas aquilo que se está tornando antiquado e envelhecendo, perto está de desaparecer.

1 Κεφαλαιον δε των λεγομενων ειναι τουτο, Τοιουτον εχομεν αρχιερεα, οστις εκαθησεν εν δεξια του θρονου της μεγαλωσυνης εν τοις ουρανοις,

2 λειτουργος των αγιων και της σκηνης της αληθινης, την οποιαν κατεσκευασεν ο Κυριος, και ουχι ανθρωπος.

3 Διοτι πας αρχιερευς καθισταται δια να προσφερη δωρα και θυσιας· οθεν ειναι αναγκαιον να εχη και ουτος τι, το οποιον να προσφερη.

4 Επειδη εαν ητο επι γης, ουδε ηθελεν εισθαι ιερευς, διοτι υπηρχον οι ιερεις οι προσφεροντες τα δωρα κατα τον νομον,

5 οιτινες λειτουργουσιν εις υποδειγμα και σκιαν των επουρανιων, καθως ελαληθη προς τον Μωυσην οτε εμελλε να κατασκευαση την σκηνην· διοτι Προσεχε, λεγει, να καμης παντα κατα τον τυπον τον δειχθεντα εις σε εν τω ορει.

6 Τωρα ομως ο Χριστος ελαβεν εξοχωτεραν λειτουργιαν, καθοσον ειναι και ανωτερας διαθηκης μεσιτης, ητις ενομοθετηθη με ανωτερας επαγγελιας.

7 Διοτι εαν η πρωτη εκεινη ητο αμεμπτος, δεν ηθελε ζητεισθαι τοπος δια την δευτεραν.

8 Διοτι μεμφομενος αυτους λεγει· Ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω συντελεσει επι τον οικον του Ισραηλ και επι τον οικον του Ιουδα διαθηκην καινην,

9 ουχι κατα την διαθηκην, την οποιαν εκαμον προς τους πατερας αυτων, καθ' ην ημεραν επιασα αυτους απο της χειρος δια να εξαγαγω αυτους εκ γης Αιγυπτου· διοτι αυτοι δεν ενεμειναν εις την διαθηκην μου, και εγω ημελησα αυτους, λεγει Κυριος.

10 Διοτι αυτη ειναι η διαθηκη, την οποιαν θελω καμει προς τον οικον του Ισραηλ μετα τας ημερας εκεινας, λεγει Κυριος· Θελω δωσει τους νομους μου εις την διανοιαν αυτων, και θελω γραψει αυτους επι της καρδιας αυτων, και θελω εισθαι εις αυτους Θεος, και αυτοι θελουσιν εισθαι εις εμε λαος.

11 Και δεν θελουσι διδασκει εκαστος τον πλησιον αυτου και εκαστος τον αδελφον αυτου, λεγων· Γνωρισον τον Κυριον· διοτι παντες θελουσι με γνωριζει απο μικρου εως μεγαλου αυτων·

12 διοτι θελω εισθαι ιλεως εις τας αδικιας αυτων, και τας αμαρτιας αυτων και τας ανομιας αυτων δεν θελω ενθυμεισθαι πλεον.

13 Λεγων δε καινην, εκαμε παλαιαν την πρωτην· το δε παλαιουμενον και γηρασκον ειναι πλησιον αφανισμου.