1 Naqueles dias não havia rei em Israel, e a tribo dos danitas buscava para si herança onde habitar; porque até então não lhe tinha caído entre as tribos de Israel a sua herança.

2 De Zorá e de Estaol os filhos de Dã, enviaram da sua família, cinco homens tirados dos seus vários ramos, homens de valor, a espiar e explorar a terra. Disseram-lhes: Ide explorar a terra. Eles chegaram à região montanhosa de Efraim, à casa de Mica, e ali pousaram.

3 Estando eles perto da casa de Mica, reconheceram a voz do mancebo levita; e dirigindo-se para lá, perguntaram-lhe: Quem te trouxe para cá? que é o que estás fazendo aqui? que é o que tens aqui?

4 Respondeu-lhes ele: Tais e tais coisas me tem feito Mica, ele me assalariou, e eu me tornei o seu sacerdote.

5 Disseram-lhe: Consulta a Deus, para que saibamos se será próspero o caminho que seguimos.

6 Disse-lhes o sacerdote: Ide em paz; perante Jeová está o caminho que seguis.

7 Partiram os cinco homens e, indo a Laís, viram o povo que estava nela, como quieto e em paz habitava seguro, conforme o costume dos sidônios. Não havia na terra nenhuma autoridade que o envergonhasse em coisa alguma, achava-se longe dos sidônios, e não tinha relações com outra gente.

8 Voltaram aos seus irmãos em Zorá e Estaol, os quais lhes perguntaram: Que dizeis vós?

9 Responderam eles: Levantai-vos, e subamos contra eles; porque vimos a terra, e é ela muito fértil. Vós estais quietos! não vos demoreis em irdes ocupar a terra.

10 Quando fordes, achareis um povo descuidado, e a terra é muito espaçosa; pois Deus vô-la entregou nas mãos, lugar em que não há falta de coisa alguma que há na terra.

11 Da família dos danitas, partiram dali, de Zorá e de Estaol, seiscentos homens armados em guerra.

12 Tendo subido, acamparam-se em Quiriate-Jearim, em Judá, pelo que esse lugar ficou sendo chamado Maané-Dã até hoje: eis que está ao ocidente de Quiriate-Jearim.

13 Dali passaram à região montanhosa de Efraim e chegaram à casa de Mica.

14 Disseram aos seus irmãos os cinco homens que foram a espiar a terra de Laís: Sabeis, porventura, que há nestas casas um efode e terafins e uma imagem de escultura e de fundição? agora considerai o que haveis de fazer.

15 Dirigiram-se para lá e chegaram à casa do mancebo levita, à casa de Mica, e saudaram-no com amizade.

16 Os seiscentos homens, filhos de Dã, armados em guerra, ficaram à entrada da porta.

17 Mas os cinco homens que foram espiar a terra, subiram, entraram ali e tomaram a imagem de escultura, o efode, os terafins e a imagem de fundição. O sacerdote estava em pé à entrada da porta com os seiscentos homens, armados em guerra.

18 Quando eles entraram na casa de Mica, e levaram a imagem de escultura, o efode, os terafins e a imagem de fundição, perguntou-lhes o sacerdote: Que estais fazendo?

19 Responderam-lhe: Cala-te, põe a mão sobre a tua boca, vem conosco, e serve-nos de pai e de sacerdote. É-te melhor ser sacerdote na casa de um particular, ou sê-lo numa tribo e numa família em Israel?

20 Alegrou-se o coração do sacerdote, que tomou o efode, os terafins e a imagem de escultura e se foi com o povo.

21 Viraram-se e partiram, temdo posto diante de si os pequeninos, e o gado, e os seus bens.

22 Estando eles já longe da casa de Mica, foram convocados os homens que estavam nas casas vizinhas à de Mica, e alcançaram aos filhos de Dã.

23 Gritaram atrás deles, e eles, virando o rosto, perguntaram a Mica: Que queres, visto que vens com tanta gente?

24 Respondeu-lhes: Tomastes os meus deuses que fiz e o sacerdote, e fostes embora, e que tenho eu mais? que pergunta é essa que me fazes: Que queres?

25 Replicaram-lhe os filhos de Dã: Não faças ouvir a tua voz entre nós, para que não suceda que se lancem sobre vós uns homens violentos, e percas a vida e bem assim a vida dos da tua casa.

26 Assim seguiram o seu caminho os filhos de Dã. Mica, vendo que eles eram mais fortes do que ele, virou-se e voltou para sua casa.

27 Eles levaram o que Mica havia feito, e o sacerdote que tivera, chegando a Laís, a um povo quieto e descuidado, passaram-no ao fio da espada, e puseram fogo à cidade.

28 Não havia quem o livrasse, porque estava longe de Sidom, e eles não tinham relações com outra gente; estava a cidade no vale que pertence a Bete-Reobe. Tendo reedificado a cidade, habitaram nela,

29 e chamaram-lhe Dã, do nome de seu pai Dã, que nascera a Israel. Todavia o nome da cidade era originalmente Laís.

30 Os filhos de Dã erigiram para si a imagem de escultura. Jônatas, filho de Gérson, filho de Moisés, juntamente com seus filhos foram sacerdotes da tribo dos danitas até o dia do cativeiro da terra.

31 Estabeleceram a imagem de escultura que fizera Mica por todo o tempo em que a casa de Deus estava em Silo.

1 Κατ' εκεινας τας ημερας δεν ητο βασιλευς εν τω Ισραηλ· και κατ' εκεινας τας ημερας η φυλη Δαν εζητει εις εαυτην κληρονομιαν δια να κατοικηση· διοτι εως εκεινης της ημερας δεν ειχε πεσει κληρονομια εις αυτους μεταξυ των φυλων του Ισραηλ.

2 Και απεστειλαν οι υιοι Δαν εκ της συγγενειας αυτων πεντε ανδρας εκ των οριων αυτων, ανδρας ισχυρους, εκ Σαραα και εξ Εσθαολ, δια να κατασκοπευσωσι τον τοπον, και να εξιχνιασωσιν αυτον· και ειπον προς αυτους, Υπαγετε, εξιχνιασατε τον τοπον. Και ηλθον εις το ορος Εφραιμ, εως του οικου του Μιχαια, και διενυκτερευσαν εκει.

3 Διοτι καθως επλησιασαν εις τον οικον του Μιχαια, εγνωρισαν την φωνην του νεου του Λευιτου· και εστραφησαν εκει και ειπον προς αυτον, Τις σε εφερεν ενταυθα; και συ τι καμνεις εν τω τοπω τουτω; και δια τι εισαι ενταυθα;

4 Ο δε ειπε προς αυτους, Ουτω και ουτως εκαμεν εις εμε ο Μιχαιας, και με εμισθωσε, και ειμαι ιερευς αυτου.

5 Και ειπαν προς αυτον, Ερωτησον, παρακαλουμεν, τον Θεον, δια να γνωρισωμεν εαν εχη να ευοδωθη η οδος ημων την οποιαν υπαγομεν.

6 Ο δε ιερευς ειπε προς αυτους, Υπαγετε εν ειρηνη· αρεστη εις τον Κυριον ειναι η οδος σας, την οποιαν υπαγετε.

7 Τοτε ανεχωρησαν οι πεντε ανδρες και ηλθον εις Λαισα, και ειδον τον λαον τον κατοικουντα εν αυτη αμεριμνον, κατα τον τροπον των Σιδωνιων, ησυχαζοντα και ζωντα εν αφοβια· και δεν ητο ουδεις αρχων εν τω τοπω, οστις να περιστελλη αυτους εις ουδεν· και αυτοι ησαν μακραν των Σιδωνιων, και δεν ειχον συγκοινωνιαν με ουδενα.

8 Και επανηλθον προς τους αδελφους αυτων εις Σαραα και Εσθαολ· και ειπαν προς αυτους οι αδελφοι αυτων, Τι λεγετε σεις;

9 Οι δε ειπον, Σηκωθητε, και ας αναβωμεν εναντιον αυτων· διοτι ειδομεν τον τοπον, και ιδου, ειναι καλος σφοδρα· και σεις καθησθε; μη οκνησητε να υπαγωμεν, να εισελθωμεν δια να κληρονομησωμεν τον τοπον·

10 αφου υπαγητε, θελετε ελθει εις λαον ζωντα εν αφοβια και εις τοπον ευρυχωρον· διοτι ο Θεος εδωκεν αυτον εις την χειρα σας· τοπον, εις τον οποιον δεν ειναι ελλειψις ουδενος πραγματος των εν τη γη.

11 Και εκινησαν εκειθεν εκ της συγγενειας του Δαν, εκ Σαραα και εξ Εσθαολ, εξακοσιοι ανδρες περιεζωσμενοι οπλα πολεμικα.

12 Και ανεβησαν και εστρατοπεδευσαν εν Κιριαθ-ιαρειμ, εν Ιουδα· δια τουτο ωνομασαν τον τοπον εκεινον Μαχανε-δαν, εως της ημερας ταυτης· κειται δε οπισθεν της Κιριαθ-ιαρειμ.

13 Και εκειθεν επερασαν εις το ορος Εφραιμ και ηλθον εως του οικου του Μιχαια.

14 Τοτε οι πεντε ανδρες, οιτινες ειχον υπαγει δια να κατασκοπευσωσι τον τοπον της Λαισα, ανηγγειλαν και ειπον προς τους αδελφους αυτων, Εξευρετε οτι ειναι εν τουτοις τοις οικοις εφοδ και θεραφειμ και γλυπτον και χωνευτον; τωρα λοιπον σκεφθητε τι εχετε να καμητε.

15 Και εστραφησαν εκει και υπηγαν εις τον οικον του νεου του Λευιτου, εις τον οικον του Μιχαια, και εχαιρετησαν αυτον.

16 Και οι εξακοσιοι ανδρες οι περιεζωσμενοι τα πολεμικα οπλα αυτων οιτινες ησαν εκ των υιων Δαν, εσταθησαν εις την θυραν του πυλωνος.

17 Και ανεβησαν οι πεντε ανδρες, οιτινες ειχον υπαγει δια να κατασκοπευσωσι τον τοπον, και εισηλθον εκει και ελαβον το γλυπτον και το εφοδ και το θεραφειμ και το χωνευτον· ο δε ιερευς ιστατο εις την θυραν του πυλωνος μετα των εξακοσιων ανδρων των περιεζωσμενων τα πολεμικα οπλα.

18 Και καθως ουτοι εισηλθον εις τον οικον του Μιχαια, και ελαβον το γλυπτον, το εφοδ και το θεραφειμ και το χωνευτον, ο ιερευς ειπε προς αυτους, Τι καμνετε σεις;

19 Και ειπαν προς αυτον, Σιωπα, βαλε την χειρα σου εις το στομα σου, και ελθε μεθ' ημων και γινου εις ημας πατηρ και ιερευς· ειναι καλητερον εις σε να ησαι ιερευς εν τω οικω ενος ανθρωπου, η να ησαι ιερευς φυλης και οικογενειας εν τω Ισραηλ;

20 Και εχαρη η καρδια του ιερεως· και ελαβε το εφοδ και το θεραφειμ και το γλυπτον και υπηγε μεταξυ του λαου.

21 Και στραφεντες ανεχωρησαν και εβαλον τα παιδια και τα κτηνη και την αποσκευην εμπροσθεν αυτων.

22 Αφου απεμακρυνθησαν ουτοι απο του οικου του Μιχαια, οι ανθρωποι οι οντες εις τους οικους τους γειτονευοντας με την οικιαν του Μιχαια συνηχθησαν και επροφθασαν τους υιους Δαν.

23 Και εβοησαν προς τους υιους Δαν. Και ουτοι εστρεψαν το προσωπον αυτων και ειπαν προς τον Μιχαιαν, Τι εχεις και εσυναξας τοσον πληθος;

24 Ο δε ειπεν, Ελαβετε τους θεους μου τους οποιους εκαμα, και τον ιερεα, και ανεχωρησατε· και τι μενει εις εμε πλεον; και τι ειναι τουτο, το οποιον λεγετε προς εμε, τι εχεις;

25 Και ειπαν προς αυτον οι υιοι Δαν, Ας μη ακουσθη η φωνη σου μεταξυ ημων, μηποτε ανδρες οξυθυμοι πεσωσι κατα σου, και χασης την ζωην σου και την ζωην της οικογενειας σου.

26 Και υπηγαιναν οι υιοι Δαν εις την οδον αυτων· και οτε ειδεν ο Μιχαιας οτι εκεινοι ησαν δυνατωτεροι αυτου, εστρεψε και επανηλθεν εις τον οικον αυτου.

27 Και αυτοι ελαβον τα οσα κατεσκευασεν ο Μιχαιας, και τον ιερεα τον οποιον ειχε, και ηλθον εις Λαισα, προς λαον ησυχαζοντα και ζωντα εν αφοβια· και επαταξαν αυτους εν στοματι μαχαιρας και την πολιν εκαυσαν εν πυρι.

28 Και δεν ητο ουδεις ο σωζων αυτην, διοτι ευρισκετο μακραν απο της Σιδωνος, και δεν ειχον συγκοινωνιαν με ουδενα· εκειτο δε εν τη κοιλαδι της Βαιθ-ρεωβ. Και ωκοδομησαν πολιν και κατωκησαν εν αυτη.

29 Και εκαλεσαν το ονομα της πολεως Δαν, κατα το ονομα Δαν του πατρος αυτων, οστις εγεννηθη εις τον Ισραηλ· το δε ονομα της πολεως ητο το παλαι εξ αρχης Λαισα.

30 Και εστησαν εις εαυτους οι υιοι του Δαν το γλυπτον· και Ιωναθαν ο υιος του Γηρσων, υιου του Μανασση, αυτος και οι υιοι αυτου ησαν ιερεις εν τη φυλη Δαν, εως της ημερας της αιχμαλωσιας της γης.

31 Και εστησαν εις εαυτους το γλυπτον, το οποιον εκαμεν ο Μιχαιας, ολον τον καιρον καθ' ον ο οικος του Θεου ητο εν Σηλω.