1 Mas acontecerá nos últimos dias que o monte da casa de Jeová será estabelecido no cume dos montes, e será exaltado sobre os outeiros; e a ele concorrerão povos.

2 Irão muitas nações e dirão: Vinde, subamos ao monte de Jeová, e à casa do Deus de Jacó; ele nos ensinará acerca dos seus caminhos, e andaremos nas suas veredas; porque de Sião sairá a lei, e de Jerusalém a palavra do senhor.

3 Ele julgará entre muitos povos, e reprovará nações poderosas e longínquas; eles converterão as suas espadas em relhas de arados, as suas lanças em podadeiras; uma nação não levantará a espada contra outra nação, nem aprenderão mais a guerra.

4 Mas sentar-se-ão cada um debaixo da sua parreira e debaixo da sua figueira; e não haverá quem os amedronte; porque a boca de Jeová dos exércitos o disse.

5 Pois todos os povos andarão, cada um em o nome do seu deus, e nós andaremos para todo o sempre em o nome de Jeová nosso Deus.

6 Naquele dia, diz Jeová, congregarei a que coxeia, e ajuntarei a que foi expulsa, e a que eu afligi.

7 Da que coxeia farei um resto, e da que estava lançada para longe uma nação poderosa; e Jeová reinará sobre eles no monte de Sião, desde agora e para sempre.

8 Tu, ó torre do rebanho, outeiro da filha de Sião, a ti virá, sim virá o primeiro domínio, o reino da filha de Jerusalém.

9 Agora porque gritas em alta voz? Acaso não há rei em ti, pereceu o teu conselheiro, visto que se apoderaram de ti dores como da que está de parto?

10 Sofre dores, e trabalha para dar à luz, filha de Sião, como uma mulher que está de parto; porque agora sairás da cidade, e habitarás no campo, e virás até Babilônia. Ali é que serás livrada; ali te remirá Jeová da mão dos teus inimigos.

11 Agora se acham congregadas contra ti muitas nações que diziam: Seja ela contaminada, e vejam os nossos olhos o seu desejo sobre Sião.

12 Porém não sabem os pensamentos de Jeová, nem lhe entendem o conselho; porque as ajuntou como os feixes na eira.

13 Levanta-te e debulha, ó filha de Sião, porque farei de ferro o teu chifre, e de bronze as tuas unhas; quebrarás em pedaços a muitos povos, e dedicarás o seu ganho a Jeová e os seus bens ao Senhor de toda a terra.

1 Και εν ταις εσχαταις ημεραις το ορος του οικου του Κυριου θελει στηριχθη επι της κορυφης των ορεων και υψωθη υπερανω των βουνων, και λαοι θελουσι συρρεει εις αυτο.

2 Και εθνη πολλα θελουσιν υπαγει και ειπει, Ελθετε και ας αναβωμεν εις το ορος του Κυριου και εις τον οικον του Θεου του Ιακωβ· και θελει διδαξει ημας τας οδους αυτου, και θελομεν περιπατησει εν ταις τριβοις αυτου· διοτι εκ Σιων θελει εξελθει νομος και λογος Κυριου εξ Ιερουσαλημ.

3 Και θελει κρινει αναμεσον λαων πολλων και θελει ελεγξει εθνη ισχυρα, εως εις μακραν· και θελουσι σφυρηλατησει τας μαχαιρας αυτων δια υνια και τας λογχας αυτων δια δρεπανα· δεν θελει σηκωσει μαχαιραν εθνος εναντιον εθνους ουδε θελουσι μαθει πλεον τον πολεμον.

4 Και θελουσι καθησθαι εκαστος υπο την αμπελον αυτου και υπο την συκην αυτου, και δεν θελει υπαρχει ο εκφοβων· διοτι το στομα του Κυριου των δυναμεων ελαλησε.

5 Διοτι παντες οι λαοι θελουσι περιπατει εκαστος εν τω ονοματι του θεου αυτου· ημεις δε θελομεν περιπατει εν τω ονοματι Κυριου του Θεου ημων εις τον αιωνα και εις τον αιωνα.

6 Εν τη ημερα εκεινη, λεγει Κυριος, θελω συναξει την χωλαινουσαν και θελω εισδεχθη την εξωσμενην και εκεινην, την οποιαν εθλιψα.

7 Και θελω καμει την χωλαινουσαν υπολοιπον και την αποβεβλημενην εθνος ισχυρον, και ο Κυριος θελει βασιλευει επ' αυτους εν τω ορει Σιων, απο του νυν και εως του αιωνος.

8 Και συ, πυργε του ποιμνιου, οχυρωμα της θυγατρος Σιων, εις σε θελει ελθει η πρωτη εξουσια· ναι, θελει ελθει το βασιλειον εις την θυγατερα της Ιερουσαλημ.

9 Δια τι τωρα κραυγαζεις δυνατα; δεν ειναι βασιλευς εν σοι; ηφανισθη ο συμβουλος σου, ωστε σε κατελαβον ωδινες ως τικτουσης;

10 Κοιλοπονει και αγωνιζου, θυγατηρ Σιων, ως η τικτουσα, διοτι τωρα θελεις εξελθει εκ της πολεως και θελεις κατοικησει εν αγρω και θελεις υπαγει εως της Βαβυλωνος· εκει θελεις ελευθερωθη, εκει θελει σε εξαγορασει ο Κυριος εκ της χειρος των εχθρων σου.

11 Τωρα δε συνηχθησαν εναντιον σου εθνη πολλα λεγοντα, Ας μιανθη και ας επιβλεπη ο οφθαλμος ημων επι την Σιων.

12 Αλλ' αυτοι δεν γνωριζουσι τους λογισμους του Κυριου ουδε εννοουσι την βουλην αυτου, οτι συνηγαγεν αυτους ως δραγματα αλωνιου.

13 Σηκωθητι και αλωνιζε, θυγατηρ Σιων, διοτι θελω καμει το κερας σου σιδηρουν και τας οπλας σου θελω καμει χαλκας, και θελεις κατασυντριψει λαους πολλους· και θελω αφιερωσει τα διαρπαγματα αυτων εις τον Κυριον και την περιουσιαν αυτων εις τον Κυριον πασης της γης.