1 Ai da que é rebelde e contaminada, da cidade opressora!

2 Ela não obedeceu à voz, não aceitou a correção, não confiou em Jeová, não se aproximou do seu Deus.

3 Os seus príncipes no meio dela são leões rugidores, os seus juízes lobos da tarde; nada deixam até o dia seguinte.

4 Os seus profetas são levianos, homens traiçoeiros; os seus sacerdotes têm profanado o santuário, têm violado a lei.

5 Jeová no meio dela é justo; ele não fará iniqüidade; de manhã em manhã traz ele à luz o seu juízo; não falha; o injusto, porém, não conhece a vergonha.

6 Tenho exterminado nações, os seus baluartes estão desolados; tenho tornado desertas as suas ruas, de sorte que ninguém passe por elas; as suas cidades estão destruídas, de sorte que não fique ninguém, e não haja quem as habite.

7 Eu disse: Certamente me temerás, aceitarás a correção; assim não seria exterminada a tua habitação, segundo tudo o que tenho ordenado a respeito de ti. Eles, porém, se levantaram cedo, e corromperam todos os seus feitos.

8 Portanto espera-me, diz Jeová, até o dia em que eu me levantar para o despojo; porque o meu intento é congregar as nações, para que reúna os reinos, a fim de derramar sobre eles a minha indignação, todo o furor da minha ira; pois toda a terra será devorada pelo fogo do meu zelo.

9 Nesse tempo darei aos povos uma língua pura, para que todos invoquem o nome de Jeová, a fim de o servirem de um só acordo.

10 Dalém dos rios da Etiópia os que me suplicam, a saber, a filha dos meus dispersos, trarão a minha oferta.

11 Naquele dia serás envergonhado por causa de todos os teus feitos, nos quais tens transgredido contra mim; porque então tirarei do meio de ti os que exultam na tua majestade, e nunca mais te ensoberbecerás no meu santo monte.

12 Deixarei no meio de ti um povo pobre e necessitado, e eles confiarão em o nome de Jeová.

13 O resto de Israel não fará iniqüidade, nem falará mentiras; não se achará na boca deles língua enganosa. Pois pastarão e se deitarão, e não haverá quem os espante.

14 Canta, filha de Sião, exulta Israel; alegra-te e regozija-te de todo o teu coração, filha de Jerusalém.

15 Jeová tem tirado os teus juízos, tem lançado fora o teu inimigo; o rei de Israel, isto é, Jeová, está no meio de ti; não temerás daqui em diante mal algum.

16 Naquele dia se dirá a Jerusalém: Não tenhas medo; não se enfraqueçam as tuas mãos, ó Sião.

17 Jeová teu Deus está no meio de ti; o poderoso que salvará, se regozijará em ti com alegria, descansará no seu amor, exultará sobre ti com júbilo.

18 Congregarei os que em tristeza suspiram pela assembléia solene, os quais te pertenciam; e para quem era um opróbrio o peso que estava sobre ti.

19 Eis que nesse tempo tratarei de todos os que te afligirem; salvarei a que coxeia, e recolherei a que estava expulsa, e farei deles um louvor e um nome em toda a terra em que tem sido envergonhados.

20 Naquele tempo vos farei voltar, naquele tempo vos ajuntarei; porque farei de vós um nome e um louvor entre todos os povos da terra, quando eu fizer voltar o vosso cativeiro diante dos vossos olhos, diz Jeová.

1 Ουαι η παραδεδειγματισμενη και μεμολυσμενη· η πολις η καταθλιβουσα

2 Δεν υπηκουσεν εις την φωνην· δεν εδεχθη διορθωσιν· δεν ηλπισεν επι τον Κυριον· δεν επλησιασεν εις τον Θεον αυτης.

3 Οι αρχοντες αυτης ειναι εν αυτη λεοντες ωρυομενοι· οι κριται αυτης λυκοι της εσπερας· δεν αφινουσιν ουδεν δια το πρωι.

4 Οι προφηται αυτης ειναι προπετεις, ανθρωποι δολιοι· οι ιερεις αυτης εβεβηλωσαν το αγιαστηριον, ηθετησαν τον νομον.

5 Ο Κυριος ειναι δικαιος εν μεσω αυτης· δεν θελει καμει αδικιαν· κατα πασαν πρωιαν φερει την κρισιν αυτου εις φως, δεν απολειπει· αλλ' ο διεφθαρμενος δεν γνωριζει αισχυνην.

6 Εξωλοθρευσα εθνη· οι πυργοι αυτων ειναι ηρημωμενοι· ηρημωσα τας οδους αυτων, ωστε να μη υπαρχη διαβαινων· αι πολεις αυτων ηφανισθησαν, ωστε δεν υπαρχει ουδεις κατοικων.

7 Ειπα, Βεβαιως ηθελες με φοβηθη, ηθελες δεχθη παιδειαν, και η κατοικια αυτης δεν ηθελεν εξολοθρευθη, οσον και αν ετιμωρουν αυτην· πλην αυτοι εσπευσαν να διαφθειρωσι πασας τας πραξεις αυτων.

8 Δια τουτο προσμενετε με, λεγει Κυριος, μεχρι της ημερας καθ' ην εγειρομαι προς λεηλασιαν· διοτι η αποφασις μου ειναι να συναξω τα εθνη, να συναθροισω τα βασιλεια, να εκχεω επ' αυτα την αγανακτησιν μου, ολην την εξαψιν της οργης μου· επειδη πασα η γη θελει καταναλωθη υπο του πυρος του ζηλου μου.

9 Διοτι τοτε θελω αποκαταστησει εις τους λαους γλωσσαν καθαραν, δια να επικαλωνται παντες το ονομα του Κυριου, να δουλευωσιν αυτον υπο ενα ζυγον.

10 Απο του περαν των ποταμων της Αιθιοπιας οι ικεται μου, η θυγατηρ των διεσπαρμενων μου, θελουσι φερει την προσφοραν μου.

11 Εν τη ημερα εκεινη δεν θελεις αισχυνεσθαι δια πασας τας πραξεις σου, δι' ων ηνομησας εναντιον μου· διοτι τοτε θελω αφαιρεσει εκ μεσου σου τους καυχωμενους εις την μεγαλοπρεπειαν σου, και δεν θελεις πλεον μεγαλαυχει κατα του ορους του αγιου μου.

12 Και θελω αφησει εν μεσω σου λαον τεθλιμμενον και πτωχον, και ουτοι θελουσιν ελπιζει επι το ονομα του Κυριου.

13 Το υπολοιπον του Ισραηλ δεν θελει πραξει ανομιαν ουδε λαλησει ψευδη, ουδε θελει ευρεθη εν τω στοματι αυτων γλωσσα δολια· διοτι αυτοι θελουσι βοσκει και πλαγιαζει, και δεν θελει υπαρχει ο εκφοβων.

14 Ψαλλε, θυγατερ Σιων· αλαλαξατε, Ισραηλ· τερπου και ευφραινου εξ ολης καρδιας, θυγατερ Ιερουσαλημ.

15 Αφηρεσεν ο Κυριος τας κρισεις σου, απεστρεψε τον εχθρον σου· βασιλευς του Ισραηλ ειναι ο Κυριος εν μεσω σου· δεν θελεις πλεον ιδει κακον.

16 Εν τη ημερα εκεινη θελει λεχθη προς την Ιερουσαλημ, Μη φοβου· Σιων, ας μη εκλυωνται αι χειρες σου.

17 Κυριος ο Θεος σου, ο εν μεσω σου, ο δυνατος, θελει σε σωσει, θελει ευφρανθη επι σε εν χαρα, θελει αναπαυεσθαι εις την αγαπην αυτου, θελει ευφραινεσθαι εις σε εν ασμασι.

18 Θελω συναξει τους λελυπημενους δια τας επισημους εορτας, τους οντας απο σου, εις τους οποιους ητο βαρος ο ονειδισμος.

19 Ιδου, εν τω καιρω εκεινω θελω αφανισει παντας τους καταθλιβοντας σε· και θελω σωσει την χωλαινουσαν και συναξει την εξωσμενην· και θελω καταστησει αυτους επαινον και δοξαν εν παντι τοπω της αισχυνης αυτων.

20 Εν τω καιρω εκεινω θελω σας φερει και εν τω καιρω εκεινω θελω σας συναξει· διοτι θελω σας καμει ονομαστους και επαινετους μεταξυ παντων των λαων της γης, οταν εγω αποστρεψω την αιχμαλωσιαν σας εμπροσθεν των οφθαλμων σας, λεγει Κυριος.