1 Filho do homem, dizia-me, fica de pé, porque eu te falo!

2 Enquanto ela me falava, entrou o espírito em mim, e me fez ficar de pé; então ouvi aquele que me falava.

3 Filho do homem, dizia-me, envio-te aos israelitas, a essa nação de rebeldes, revoltada contra mim, a qual, do mesmo modo que seus pais, vem pecando contra mim até este dia.

4 É a esses filhos de testa dura e de coração insensível que te envio, para lhes dizer: oráculo do Senhor Javé.

5 Quer te ouçam ou não {pois é uma raça indomável}, hão de ficar sabendo que há um profeta no meio deles!

6 Quanto a ti, filho do homem, não os temas, nem te arreceies dos seus intentos, conquanto estejas entre moitas de abrolhos e de espinhos e vivas entre escorpiões; não te deixes intimidar por suas palavras, nem te espantes com sua atitude, porque é uma raça rebelde.

7 Tu lhes transmitirás os meus oráculos, quer te dêem ouvidos ou não; é uma raça pertinaz.

8 E tu, filho do homem, escuta o que eu te digo: não sejas rebelde, como essa raça de rebelados. Abre a boca e come o que te vou dar.

9 Olhei e vi avançando para mim uma mão, que segurava um manuscrito enrolado,

10 que foi desdobrado diante de mim: estava coberto com escrita de um e de outro lado: eram cânticos de luto, de queixumes e de gemidos.

1 Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, στηθι επι τους ποδας σου, και θελω λαλησει προς σε.

2 Και καθως ελαλησε προς εμε, εισηλθεν εις εμε το πνευμα και με εστησεν επι τους ποδας μου, και ηκουσα τον λαλουντα προς εμε.

3 Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, εγω σε εξαποστελλω προς τους υιους Ισραηλ, προς εθνη αποστατικα, τα οποια απεστατησαν απ' εμου· αυτοι και οι πατερες αυτων εσταθησαν παραβαται εναντιον μου εως ταυτης της σημερον ημερας·

4 και ειναι υιοι σκληροπροσωποι και σκληροκαρδιοι. Εγω σε εξαποστελλω προς αυτους, και θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος.

5 Και εαν τε ακουσωσιν, εαν τε απειθησωσι, διοτι ειναι οικος αποστατης, θελουσιν ομως γνωρισει οτι εσταθη προφητης εν μεσω αυτων.

6 Και συ, υιε ανθρωπου, μη φοβηθης απ' αυτων και απο των λογων αυτων μη δειλιασης, διοτι ειναι ακανθαι και σκολοπες μετα σου, και κατοικεις μεταξυ σκορπιων· μη φοβηθης απο των λογων αυτων και απο προσωπου αυτων μη τρομαξης, διοτι ειναι οικος αποστατης.

7 Και θελεις λαλησει τους λογους μου προς αυτους, εαν τε ακουσωσιν, εαν τε απειθησωσι· διοτι ειναι αποσταται.

8 Συ ομως, υιε ανθρωπου, ακουε τουτο, το οποιον εγω λαλω προς σε· μη γεινης αποστατης ως ο αποστατης οικος· ανοιξον το στομα σου και φαγε τουτο, το οποιον εγω διδω εις σε.

9 Και ειδον και ιδου, χειρ εξηπλωμενη προς εμε, και ιδου, εν αυτη τομος βιβλιου.

10 Και εξετυλιξεν αυτον ενωπιον μου· και ητο γεγραμμενος εσωθεν και εξωθεν, και εν αυτω γεγραμμενοι κλαυθμοι και θρηνωδιαι και ουαι.