1 A palavra do Senhor foi-me dirigida nestes termos:

2 filho do homem, volta-te para o lado da montanha de Seir, e profetiza contra ela;

3 Dize-lhe: eis o que diz o Senhor Javé: é contra ti que venho, monte de Seir; eu vou levantar a mão contra ti. Farei de ti um deserto e uma solidão;

4 reduzirei as tuas cidades a ruínas, a fim de que saibas que sou eu o Senhor.

5 Já que tens nutrido ódio eterno pelos israelitas, e os entregaste ao fio da espada no dia de sua aflição, e ao termo da sua iniqüidade,

6 pois bem: por minha vida - oráculo do Senhor Javé -, eu te entregarei ao sangue, e o sangue há de perseguir-te; porquanto não te horrorizes em derramar sangue, o sangue há de perseguir-te.

7 Farei da montanha de Seir um deserto e uma solidão, e suprimirei da terra todos os transeuntes.

8 Cobrirei tuas montanhas de cadáveres: sobre teus outeiros, teus vales e tuas torrentes tombarão aqueles a quem corta o gládio.

9 Reduzir-te-ei a solidões eternas; tuas cidades serão despovoadas. Assim saberás tu que eu é que sou o Senhor.

10 Já que disseste: as duas nações, os dois países serão meus, e tomarei posse deles, ainda que o Senhor aí resida,

11 pois bem: por minha vida - oráculo do Senhor Javé -, eu te tratarei com a mesma furiosa cólera com que os trataste, e far-me-ei conhecer no modo por que hei de exercer o meu julgamento contra ti.

12 Saberás que eu, o Senhor, ouvi todas as blasfêmias que proferiste contra as montanhas de Israel, quando dizias: ei-las devastadas! Elas nos são dadas como pasto.

13 Haveis-me afrontado com uma multidão de palavras insolentes contra mim. Eu as ouvi.

14 Eis o que diz o Senhor Javé:

15 enquanto toda a terra estiver em alegria, farei de ti uma solidão. Porque te tens alegrado com a devastação da herança da casa de Israel, eu te tratarei do mesmo modo: serás devastada, montanha de Seir, assim como toda a Iduméia. Assim reconhecerás que sou eu o Senhor.

1 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,

2 Υιε ανθρωπου, στηριξον το προσωπον σου επι το ορος Σηειρ και προφητευσον επ' αυτο·

3 και ειπε προς αυτο, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ιδου, ορος Σηειρ, εγω ειμαι εναντιον σου· και θελω εκτεινει την χειρα μου κατα σου, και θελω σε παραδωσει εις ολεθρον και ερημωσιν.

4 Θελω αφανισει τας πολεις σου και συ θελεις εισθαι ερημωσις, και θελεις γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.

5 Επειδη εφυλαξας παλαιον μισος και παρεδωκας τους υιους Ισραηλ εις χειρα ρομφαιας εν τω καιρω της θλιψεως αυτων, οτε η ανομια αυτων εφθασεν εις το ακρον,

6 δια τουτο, ζω εγω, λεγει Κυριος ο Θεος, θελω σε παραδωσει εις αιμα και αιμα θελει σε καταδιωκει· επειδη δεν εμισησας το αιμα, αιμα λοιπον θελει σε καταδιωκει·

7 και θελω παραδωσει εις παντελη ερημωσιν το ορος Σηειρ και θελω εξαλειψει απ' αυτου τον διαβαινοντα και τον επιστρεφοντα.

8 Και θελω γεμισει τα ορη αυτου απο των τεθανατωμενων αυτου· εν τοις ορεσι σου και εν ταις φαραγξι σου και εν πασι τοις ποταμοις σου θελουσι πεσει οι τεθανατωμενοι εν μαχαιρα.

9 Θελω σε καταστησει ερημιαν αιωνιον, και αι πολεις σου δεν θελουσι κατοικηθη· και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.

10 Επειδη ειπας, τα δυο ταυτα εθνη και οι δυο ουτοι τοποι θελουσιν εισθαι εμου και ημεις θελομεν κληρονομησει αυτα, αν και ο Κυριος εσταθη εκει,

11 δια τουτο, ζω εγω, λεγει Κυριος ο Θεος, θελω καμει κατα τον θυμον σου και κατα τον φθονον σου, τον οποιον εξετελεσας δια το προς αυτους μισος σου, και θελω γνωσθη εις αυτους οταν σε κρινω.

12 Και θελεις γνωρισει οτι εγω ο Κυριος ηκουσα πασας τας βλασφημιας σου, τας οποιας επροφερες κατα των ορεων του Ισραηλ, λεγων, αυτα ηρημωθησαν, εις ημας εδοθησαν δια τροφην.

13 Και με το στομα υμων εμεγαλορρημονησατε κατ' εμου και επληθυνατε τους λογους υμων κατ' εμου· εγω ηκουσα.

14 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Οταν πασα η γη ευφραινηται, ερημον θελω καταστησει σε.

15 Καθως ευφρανθης επι την κληρονομιαν τον οικον Ισραηλ διοτι ηφανισθη, ουτω θελω καμει εις σε· θελεις ερημωθη, ορος Σηειρ και πας ο Εδωμ, πας αυτος· και θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.