1 Após esses discursos, Jesus deixou a Galiléia e veio para a Judéia, além do Jordão.

2 Uma grande multidão o seguiu e ele curou seus doentes.

3 Os fariseus vieram perguntar-lhe para pô-lo à prova: É permitido a um homem rejeitar sua mulher por um motivo qualquer?

4 Respondeu-lhes Jesus: Não lestes que o Criador, no começo, fez o homem e a mulher e disse:

5 Por isso, o homem deixará seu pai e sua mãe e se unirá à sua mulher; e os dois formarão uma só carne?

6 Assim, já não são dois, mas uma só carne. Portanto, não separe o homem o que Deus uniu.

7 Disseram-lhe eles: Por que, então, Moisés ordenou dar um documento de divórcio à mulher, ao rejeitá-la?

8 Jesus respondeu-lhes: É por causa da dureza de vosso coração que Moisés havia tolerado o repúdio das mulheres; mas no começo não foi assim.

9 Ora, eu vos declaro que todo aquele que rejeita sua mulher, exceto no caso de matrimônio falso, e desposa uma outra, comete adultério. E aquele que desposa uma mulher rejeitada, comete também adultério.

10 Seus discípulos disseram-lhe: Se tal é a condição do homem a respeito da mulher, é melhor não se casar!

11 Respondeu ele: Nem todos são capazes de compreender o sentido desta palavra, mas somente aqueles a quem foi dado.

12 Porque há eunucos que o são desde o ventre de suas mães, há eunucos tornados tais pelas mãos dos homens e há eunucos que a si mesmos se fizeram eunucos por amor do Reino dos céus. Quem puder compreender, compreenda.

13 Foram-lhe, então, apresentadas algumas criancinhas para que pusesse as mãos sobre elas e orasse por elas. Os discípulos, porém, as afastavam.

14 Disse-lhes Jesus: Deixai vir a mim estas criancinhas e não as impeçais, porque o Reino dos céus é para aqueles que se lhes assemelham.

15 E, depois de impor-lhes as mãos, continuou seu caminho.

16 Um jovem aproximou-se de Jesus e lhe perguntou: Mestre, que devo fazer de bom para ter a vida eterna? Disse-lhe Jesus:

17 Por que me perguntas a respeito do que se deve fazer de bom? Só Deus é bom. Se queres entrar na vida, observa os mandamentos.

18 Quais?, perguntou ele. Jesus respondeu: Não matarás, não cometerás adultério, não furtarás, não dirás falso testemunho,

19 honra teu pai e tua mãe, amarás teu próximo como a ti mesmo.

20 Disse-lhe o jovem: Tenho observado tudo isto desde a minha infância. Que me falta ainda?

21 Respondeu Jesus: Se queres ser perfeito, vai, vende teus bens, dá-os aos pobres e terás um tesouro no céu. Depois, vem e segue-me!

22 Ouvindo estas palavras, o jovem foi embora muito triste, porque possuía muitos bens.

23 Jesus disse então aos seus discípulos: Em verdade vos declaro: é difícil para um rico entrar no Reino dos céus!

24 Eu vos repito: é mais fácil um camelo passar pelo fundo de uma agulha do que um rico entrar no Reino de Deus.

25 A estas palavras seus discípulos, pasmados, perguntaram: Quem poderá então salvar-se?

26 Jesus olhou para eles e disse: Aos homens isto é impossível, mas a Deus tudo é possível.

27 Pedro então, tomando a palavra, disse-lhe: Eis que deixamos tudo para te seguir. Que haverá então para nós?

28 Respondeu Jesus: Em verdade vos declaro: no dia da renovação do mundo, quando o Filho do Homem estiver sentado no trono da glória, vós, que me haveis seguido, estareis sentados em doze tronos para julgar as doze tribos de Israel.

29 E todo aquele que por minha causa deixar irmãos, irmãs, pai, mãe, mulher, filhos, terras ou casa receberá o cêntuplo e possuirá a vida eterna.

30 Muitos dos primeiros serão os últimos e muitos dos últimos serão os primeiros.

1 Και οτε ετελειωσεν ο Ιησους τους λογους τουτους, ανεχωρησεν απο της Γαλιλαιας και ηλθεν εις τα ορια της Ιουδαιας περαν του Ιορδανου.

2 Και ηκολουθησαν αυτον οχλοι πολλοι, και εθεραπευσεν αυτους εκει.

3 Και ηλθον προς αυτον οι Φαρισαιοι, πειραζοντες αυτον και λεγοντες προς αυτον· Συγχωρειται εις τον ανθρωπον να χωρισθη την γυναικα αυτου δια πασαν αιτιαν;

4 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους· Δεν ανεγνωσατε οτι ο πλασας απ' αρχης αρσεν και θηλυ επλασεν αυτους

5 και ειπεν, Ενεκεν τουτου θελει αφησει ανθρωπος τον πατερα και την μητερα και θελει προσκολληθη εις την γυναικα αυτου, και θελουσιν εισθαι οι δυο εις σαρκα μιαν;

6 Ωστε δεν ειναι πλεον δυο, αλλα μια σαρξ. Εκεινο λοιπον το οποιον ο Θεος συνεζευξεν, ανθρωπος ας μη χωριζη.

7 Λεγουσι προς αυτον· Δια τι λοιπον ο Μωυσης προσεταξε να δωση εγγραφον διαζυγιου και να χωρισθη αυτην;

8 Λεγει προς αυτους· Διοτι ο Μωυσης δια την σκληροκαρδιαν σας συνεχωρησεν εις εσας να χωριζησθε τας γυναικας σας· απ' αρχης ομως δεν εγεινεν ουτω.

9 Σας λεγω δε οτι οστις χωρισθη την γυναικα αυτου εκτος δια πορνειαν και νυμφευθη αλλην, γινεται μοιχος· και οστις νυμφευθη γυναικα κεχωρισμενην, γινεται μοιχος.

10 Λεγουσι προς αυτον οι μαθηται αυτου· Εαν ουτως εχη η υποχρεωσις του ανδρος προς την γυναικα, δεν συμφερει να νυμφευθη.

11 Ο δε ειπε προς αυτους· Δεν δυνανται παντες να δεχθωσι τον λογον τουτον, αλλ' εις οσους ειναι δεδομενον.

12 Διοτι ειναι ευνουχοι, οιτινες εκ κοιλιας μητρος εγεννηθησαν ουτω, και ειναι ευνουχοι, οιτινες ευνουχισθησαν υπο των ανθρωπων, και ειναι ευνουχοι, οιτινες ευνουχισαν εαυτους δια την βασιλειαν των ουρανων. Οστις δυναται να δεχθη τουτο, ας δεχθη.

13 Τοτε εφερθησαν προς αυτον παιδια, δια να επιθεση τας χειρας επ' αυτα και να ευχηθη· οι δε μαθηται επεπληξαν αυτα.

14 Πλην ο Ιησους ειπεν· Αφησατε τα παιδια και μη εμποδιζετε αυτα να ελθωσι προς εμε· διοτι των τοιουτων ειναι η βασιλεια των ουρανων.

15 Και αφου επεθηκεν επ' αυτα τας χειρας, ανεχωρησεν εκειθεν.

16 Και ιδου, προσελθων τις ειπε προς αυτον· Διδασκαλε αγαθε, τι καλον να πραξω δια να εχω ζωην αιωνιον;

17 Ο δε ειπε προς αυτον· Τι με λεγεις αγαθον; ουδεις αγαθος ειμη εις, ο Θεος. Αλλ' εαν θελης να εισελθης εις την ζωην, φυλαξον τας εντολας.

18 Λεγει προς αυτον· Ποιας; Και ο Ιησους ειπε· Το μη φονευσης, μη μοιχευσης, μη κλεψης, μη ψευδομαρτυρησης,

19 τιμα τον πατερα σου και την μητερα, και θελεις αγαπα τον πλησιον σου ως σεαυτον.

20 Λεγει προς αυτον ο νεανισκος· Παντα ταυτα εφυλαξα εκ νεοτητος μου· τι μοι λειπει ετι;

21 Ειπε προς αυτον ο Ιησους· Εαν θελης να ησαι τελειος, υπαγε, πωλησον τα υπαρχοντα σου και δος εις πτωχους, και θελεις εχει θησαυρον εν ουρανω, και ελθε, ακολουθει μοι.

22 Ακουσας δε ο νεανισκος τον λογον, ανεχωρησε λυπουμενος· διοτι ειχε κτηματα πολλα.

23 Και ο Ιησους ειπε προς τους μαθητας αυτου· Αληθως σας λεγω οτι δυσκολως θελει εισελθει πλουσιος εις την βασιλειαν των ουρανων.

24 Και παλιν σας λεγω, Ευκολωτερον ειναι να περαση καμηλος δια τρυπηματος βελονης παρα πλουσιος να εισελθη εις την βασιλειαν του Θεου.

25 Ακουσαντες δε οι μαθηται αυτου εξεπληττοντο σφοδρα, λεγοντες· Τις λοιπον δυναται να σωθη;

26 Εμβλεψας δε ο Ιησους, ειπε προς αυτους· Παρα ανθρωποις τουτο αδυνατον ειναι, παρα τω Θεω ομως τα παντα ειναι δυνατα.

27 Τοτε αποκριθεις ο Πετρος, ειπε προς αυτον· Ιδου, ημεις αφηκαμεν παντα και σοι ηκολουθησαμεν· τι λοιπον θελει εισθαι εις ημας;

28 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτους· Αληθως σας λεγω οτι σεις οι ακολουθησαντες μοι, εν τη παλιγγενεσια, οταν καθηση ο Υιος του ανθρωπου επι του θρονου της δοξης αυτου, θελετε καθησει και σεις επι δωδεκα θρονους κρινοντες τας δωδεκα φυλας του Ισραηλ.

29 Και πας οστις αφηκεν οικιας η αδελφους η αδελφας η πατερα η μητερα η γυναικα η τεκνα η αγρους ενεκεν του ονοματος μου, εκατονταπλασια θελει λαβει και ζωην αιωνιον θελει κληρονομησει.

30 Πολλοι ομως πρωτοι θελουσιν εισθαι εσχατοι και εσχατοι πρωτοι.