1 Ao sair do templo, os discípulos aproximaram-se de Jesus e fizeram-no apreciar as construções.

2 Jesus, porém, respondeu-lhes: Vedes todos estes edifícios? Em verdade vos declaro: não ficará aqui pedra sobre pedra; tudo será destruído.

3 Indo ele assentar-se no monte das Oliveiras, achegaram-se os discípulos e, estando a sós com ele, perguntaram-lhe: Quando acontecerá isto? E qual será o sinal de tua volta e do fim do mundo?

4 Respondeu-lhes Jesus: Cuidai que ninguém vos seduza.

5 Muitos virão em meu nome, dizendo: Sou eu o Cristo. E seduzirão a muitos.

6 Ouvireis falar de guerras e de rumores de guerra. Atenção: que isso não vos perturbe, porque é preciso que isso aconteça. Mas ainda não será o fim.

7 Levantar-se-á nação contra nação, reino contra reino, e haverá fome, peste e grandes desgraças em diversos lugares.

8 Tudo isto será apenas o início das dores.

9 Então sereis entregues aos tormentos, matar-vos-ão e sereis por minha causa objeto de ódio para todas as nações.

10 Muitos sucumbirão, trair-se-ão mutuamente e mutuamente se odiarão.

11 Levantar-se-ão muitos falsos profetas e seduzirão a muitos.

12 E, ante o progresso crescente da iniqüidade, a caridade de muitos esfriará.

13 Entretanto, aquele que perseverar até o fim será salvo.

14 Este Evangelho do Reino será pregado pelo mundo inteiro para servir de testemunho a todas as nações, e então chegará o fim.

15 Quando virdes estabelecida no lugar santo a abominação da desolação que foi predita pelo profeta Daniel {9,27} - o leitor entenda bem -

16 então os habitantes da Judéia fujam para as montanhas.

17 Aquele que está no terraço da casa não desça para tomar o que está em sua casa.

18 E aquele que está no campo não volte para buscar suas vestimentas.

19 Ai das mulheres que estiverem grávidas ou amamentarem naqueles dias!

20 Rogai para que vossa fuga não seja no inverno, nem em dia de sábado;

21 porque então a tribulação será tão grande como nunca foi vista, desde o começo do mundo até o presente, nem jamais será.

22 Se aqueles dias não fossem abreviados, criatura alguma escaparia; mas por causa dos escolhidos, aqueles dias serão abreviados.

23 Então se alguém vos disser: Eis, aqui está o Cristo! Ou: Ei-lo acolá!, não creiais.

24 Porque se levantarão falsos cristos e falsos profetas, que farão milagres a ponto de seduzir, se isto fosse possível, até mesmo os escolhidos.

25 Eis que estais prevenidos.

26 Se, pois, vos disserem: Vinde, ele está no deserto, não saiais. Ou: Lá está ele em casa, não o creiais.

27 Porque, como o relâmpago parte do oriente e ilumina até o ocidente, assim será a volta do Filho do Homem.

28 Onde houver um cadáver, aí se ajuntarão os abutres.

29 Logo após estes dias de tribulação, o sol escurecerá, a lua não terá claridade, cairão do céu as estrelas e as potências dos céus serão abaladas.

30 Então aparecerá no céu o sinal do Filho do Homem. Todas as tribos da terra baterão no peito e verão o Filho do Homem vir sobre as nuvens do céu cercado de glória e de majestade.

31 Ele enviará seus anjos com estridentes trombetas, e juntarão seus escolhidos dos quatro ventos, duma extremidade do céu à outra.

32 Compreendei isto pela comparação da figueira: quando seus ramos estão tenros e crescem as folhas, pressentis que o verão está próximo.

33 Do mesmo modo, quando virdes tudo isto, sabei que o Filho do Homem está próximo, à porta.

34 Em verdade vos declaro: não passará esta geração antes que tudo isto aconteça.

35 O céu e a terra passarão, mas as minhas palavras não passarão.

36 Quanto àquele dia e àquela hora, ninguém o sabe, nem mesmo os anjos do céu, mas somente o Pai.

37 Assim como foi nos tempos de Noé, assim acontecerá na vinda do Filho do Homem.

38 Nos dias que precederam o dilúvio, comiam, bebiam, casavam-se e davam-se em casamento, até o dia em que Noé entrou na arca.

39 E os homens de nada sabiam, até o momento em que veio o dilúvio e os levou a todos. Assim será também na volta do Filho do Homem.

40 Dois homens estarão no campo: um será tomado, o outro será deixado.

41 Duas mulheres estarão moendo no mesmo moinho: uma será tomada a outra será deixada.

42 Vigiai, pois, porque não sabeis a hora em que virá o Senhor.

43 Sabei que se o pai de família soubesse em que hora da noite viria o ladrão, vigiaria e não deixaria arrombar a sua casa.

44 Por isso, estai também vós preparados porque o Filho do Homem virá numa hora em que menos pensardes.

45 Quem é, pois, o servo fiel e prudente que o Senhor constituiu sobre os de sua família, para dar-lhes o alimento no momento oportuno?

46 Bem-aventurado aquele servo a quem seu senhor, na sua volta, encontrar procedendo assim!

47 Em verdade vos digo: ele o estabelecerá sobre todos os seus bens.

48 Mas, se é um mau servo que imagina consigo:

49 - Meu senhor tarda a vir, e se põe a bater em seus companheiros e a comer e a beber com os ébrios,

50 o senhor desse servo virá no dia em que ele não o espera e na hora em que ele não sabe,

51 e o despedirá e o mandará ao destino dos hipócritas; ali haverá choro e ranger de dentes.

1 Και εξελθων ο Ιησους ανεχωρει απο του ιερου· και προσηλθον οι μαθηται αυτου δια να επιδειξωσιν εις αυτον τας οικοδομας του ιερου.

2 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτους· Δεν βλεπετε παντα ταυτα; αληθως σας λεγω, δεν θελει αφεθη εδω λιθος επι λιθον, οστις δεν θελει κατακρημνισθη.

3 Και ενω εκαθητο επι του ορους των Ελαιων, προσηλθον προς αυτον οι μαθηται κατ' ιδιαν, λεγοντες· Ειπε προς ημας ποτε θελουσι γεινει ταυτα, και τι το σημειον της παρουσιας σου και της συντελειας του αιωνος;

4 Και αποκριθεις ο Ιησους, ειπε προς αυτους· Βλεπετε μη σας πλανηση τις.

5 Διοτι πολλοι θελουσιν ελθει επι τω ονοματι μου, λεγοντες, Εγω ειμαι ο Χριστος, και πολλους θελουσι πλανησει.

6 Θελετε δε ακουσει πολεμους και φημας πολεμων· προσεχετε μη ταραχθητε· επειδη παντα ταυτα πρεπει να γεινωσιν, αλλα δεν ειναι ετι το τελος.

7 Διοτι θελει εγερθη εθνος επι εθνος και βασιλεια επι βασιλειαν, και θελουσι γεινει πειναι και λοιμοι και σεισμοι κατα τοπους·

8 παντα δε ταυτα ειναι αρχη ωδινων.

9 Τοτε θελουσι σας παραδωσει εις θλιψιν και θελουσι σας θανατωσει, και θελετε εισθαι μισουμενοι υπο παντων των εθνων δια το ονομα μου.

10 Και τοτε θελουσι σκανδαλισθη πολλοι και θελουσι παραδωσει αλληλους και θελουσι μισησει αλληλους.

11 Και πολλοι ψευδοπροφηται θελουσιν εγερθη και πλανησει πολλους,

12 και επειδη θελει πληθυνθη η ανομια, η αγαπη των πολλων θελει ψυχρανθη.

13 Ο δε υπομεινας εως τελους, ουτος θελει σωθη.

14 Και θελει κηρυχθη τουτο το ευαγγελιον της βασιλειας εν ολη τη οικουμενη προς μαρτυριαν εις παντα τα εθνη, και τοτε θελει ελθει το τελος.

15 Οταν λοιπον ιδητε το βδελυγμα της ερημωσεως, το λαληθεν δια του προφητου Δανιηλ, ισταμενον εν τω τοπω τω αγιω-ο αναγινωσκων ας εννοη-

16 τοτε οι εν τη Ιουδαια ας φευγωσιν επι τα ορη·

17 οστις ευρεθη επι του δωματος, ας μη καταβη δια να λαβη τι εκ της οικιας αυτου·

18 και οστις ευρεθη εν τω αγρω, ας μη επιστρεψη οπισω δια να λαβη τα ιματια αυτου.

19 Ουαι δε εις τας εγκυμονουσας και τας θηλαζουσας εν εκειναις ταις ημεραις.

20 Προσευχεσθε δε δια να μη γεινη η φυγη υμων εν χειμωνι μηδε εν σαββατω.

21 Διοτι τοτε θελει εισθαι θλιψις μεγαλη, οποια δεν εγεινεν απ' αρχης κοσμου εως του νυν, ουδε θελει γεινει.

22 Και αν δεν συνετεμνοντο αι ημεραι εκειναι, δεν ηθελε σωθη ουδεμια σαρξ· δια τους εκλεκτους ομως θελουσι συντμηθη αι ημεραι εκειναι.

23 Τοτε εαν τις ειπη προς υμας· Ιδου εδω ειναι ο Χριστος η εδω, μη πιστευσητε·

24 διοτι θελουσιν εγερθη ψευδοχριστοι και ψευδοπροφηται και θελουσι δειξει σημεια μεγαλα και τερατα, ωστε να πλανησωσιν, ει δυνατον, και τους εκλεκτους.

25 Ιδου, προειπα προς υμας.

26 Εαν λοιπον ειπωσι προς υμας, Ιδου, εν τη ερημω ειναι, μη εξελθητε, Ιδου, εν τοις ταμειοις, μη πιστευσητε·

27 διοτι καθως η αστραπη εξερχεται απο ανατολων και φαινεται εως δυσμων, ουτω θελει εισθαι και η παρουσια του Υιου του ανθρωπου.

28 Διοτι οπου ειναι το πτωμα, εκει θελουσι συναχθη οι αετοι.

29 Ευθυς δε μετα την θλιψιν των ημερων εκεινων ο ηλιος θελει σκοτισθη και η σεληνη δεν θελει δωσει το φεγγος αυτης, και οι αστερες θελουσι πεσει απο του ουρανου και αι δυναμεις των ουρανων θελουσι σαλευθη.

30 Και τοτε θελει φανη το σημειον του Υιου του ανθρωπου εν τω ουρανω, και τοτε θελουσι θρηνησει πασαι αι φυλαι της γης και θελουσιν ιδει τον Υιον του ανθρωπου ερχομενον επι των νεφελων του ουρανου μετα δυναμεως και δοξης πολλης.

31 Και θελει αποστειλει τους αγγελους αυτου μετα σαλπιγγος φωνης μεγαλης, και θελουσι συναξει τους εκλεκτους αυτου εκ των τεσσαρων ανεμων απ' ακρων ουρανων εως ακρων αυτων.

32 Απο δε της συκης μαθετε την παραβολην· Οταν ο κλαδος αυτης γεινη ηδη απαλος και εκβλαστανη τα φυλλα, γνωριζετε οτι πλησιαζει το θερος·

33 ουτω και σεις, οταν ιδητε παντα ταυτα, εξευρετε οτι πλησιον ειναι επι τας θυρας.

34 Αληθως σας λεγω, δεν θελει παρελθει η γενεα αυτη, εωσου γεινωσι παντα ταυτα.

35 Ο ουρανος και η γη θελουσι παρελθει, οι δε λογοι μου δεν θελουσι παρελθει.

36 Περι δε της ημερας εκεινης και της ωρας ουδεις γινωσκει, ουδε οι αγγελοι των ουρανων, ειμη ο Πατηρ μου μονος·

37 και καθως αι ημεραι του Νωε, ουτω θελει εισθαι και η παρουσια του Υιου του ανθρωπου.

38 Διοτι καθως εν ταις ημεραις ταις προ του κατακλυσμου ησαν τρωγοντες και πινοντες, νυμφευομενοι και νυμφευοντες, εως της ημερας καθ' ην ο Νωε εισηλθεν εις την κιβωτον,

39 και δεν ενοησαν, εωσου ηλθεν ο κατακλυσμος και εσηκωσε παντας, ουτω θελει εισθαι και η παρουσια του Υιου του ανθρωπου.

40 Τοτε δυο θελουσιν εισθαι εν τω αγρω· ο εις παραλαμβανεται και ο εις αφινεται·

41 δυο γυναικες θελουσιν αλεθει εν τω μυλω, μια παραλαμβανεται και μια αφινεται.

42 Αγρυπνειτε λοιπον, διοτι δεν εξευρετε ποια ωρα ερχεται ο Κυριος υμων.

43 Τουτο δε γινωσκετε οτι εαν ηξευρεν ο οικοδεσποτης εν ποια φυλακη της νυκτος ερχεται ο κλεπτης, ηθελεν αγρυπνησει και δεν ηθελεν αφησει να διορυχθη η οικια αυτου.

44 Δια τουτο και σεις γινεσθε ετοιμοι, διοτι καθ' ην ωραν δεν στοχαζεσθε, ερχεται ο Υιος του ανθρωπου.

45 Τις λοιπον ειναι ο πιστος και φρονιμος δουλος, τον οποιον ο κυριος αυτου κατεστησεν επι των υπηρετων αυτου, δια να διδη εις αυτους την τροφην εν καιρω;

46 Μακαριος ο δουλος εκεινος, τον οποιον οταν ελθη ο κυριος αυτου θελει ευρει πραττοντα ουτως.

47 Αληθως σας λεγω οτι θελει καταστησει αυτον επι παντων των υπαρχοντων αυτου.

48 Εαν δε ειπη ο κακος εκεινος δουλος εν τη καρδια αυτου, Βραδυνει να ελθη ο κυριος μου,

49 και αρχιση να δερη τους συνδουλους, να τρωγη δε και να πινη μετα των μεθυοντων,

50 θελει ελθει ο κυριος του δουλου εκεινου καθ' ην ημεραν δεν προσμενει και καθ' ην ωραν δεν εξευρει,

51 και θελει αποχωρισει αυτον, και το μερος αυτου θελει θεσει μετα των υποκριτων· εκει θελει εισθαι ο κλαυθμος και ο τριγμος των οδοντων.