1 Cabe ao homem formular projetos em seu coração, mas do Senhor vem a resposta da língua.

2 Todos os caminhos parecem puros ao homem, mas o Senhor é quem pesa os corações.

3 Confia teus negócios ao Senhor e teus planos terão bom êxito.

4 Tudo fez o Senhor para seu fim, até o ímpio para o dia da desgraça.

5 Todo coração altivo é abominação ao Senhor: certamente não ficará impune.

6 É pela bondade e pela verdade que se expia a iniqüidade; pelo temor do Senhor evita-se o mal.

7 Quando agradam ao Senhor os caminhos de um homem, reconcilia com ele seus próprios inimigos.

8 Mais vale o pouco com justiça do que grandes lucros com iniqüidade.

9 O coração do homem dispõe o seu caminho, mas é o Senhor que dirige seus passos.

10 As palavras do rei são como oráculos: quando ele julga, sua boca não erra.

11 Balança e peso justos são do Senhor, e são obra sua todos os pesos da bolsa.

12 Fazer o mal, para um rei, é coisa abominável, porque pela justiça firma-se o trono.

13 Os lábios justos são agradáveis ao rei; ele ama o que fala com retidão.

14 A indignação do rei é prenúncio de morte, só o sábio sabe aplacá-la.

15 Na serenidade do semblante do rei está a vida: sua clemência é como uma chuva de primavera.

16 Adquirir a sabedoria vale mais que o ouro; antes adquirir a inteligência que a prata.

17 O caminho dos corretos consiste em evitar o mal; o que vigia seu procedimento conserva sua vida.

18 A soberba precede à ruína; e o orgulho, à queda.

19 Mais vale ser modesto com os humildes que repartir o despojo com os soberbos.

20 Quem ouve a palavra com atenção encontra a felicidade; ditoso quem confia no Senhor.

21 Inteligente é o que possui o coração sábio; a doçura da linguagem aumenta o saber.

22 A inteligência é fonte de vida para quem a possui; o castigo dos insensatos é a loucura.

23 O coração do sábio torna sua boca instruída, e acrescenta-lhes aos lábios o saber.

24 As palavras agradáveis são como um favo de mel; doçura para a alma e saúde para os ossos.

25 Há caminhos que parecem retos ao homem e, contudo, o seu termo é a morte.

26 A fome do trabalhador trabalha por ele, porque sua boca o constrange a isso.

27 O perverso cava o mal, há em seus lábios como que fogo devorador.

28 O perverso excita questões, o detrator separa os amigos.

29 O violento seduz seu próximo e o arrasta pelo mau caminho.

30 Quem fecha os olhos e planeja intriga, ao morder os lábios, já praticou o mal.

31 Os cabelos brancos são uma coroa de glória a quem se encontra no caminho da justiça.

32 Mais vale a paciência que o heroísmo, mais vale quem domina o coração do que aquele que conquista uma cidade.

33 As sortes lançam-se nas dobras do manto, mas do Senhor depende toda a decisão.

1 Του ανθρωπου ειναι αι προπαρασκευαι της καρδιας· παρα δε του Κυριου η αποκρισις της γλωσσης.

2 Πασαι αι οδοι του ανθρωπου φαινονται ορθαι εις τους οφθαλμους αυτου· πλην ο Κυριος σταθμιζει τα πνευματα.

3 Αφιερονε τα εργα σου εις τον Κυριον, και αι βουλαι σου θελουσι στερεωθη.

4 Ο Κυριος εκαμε τα παντα δι' εαυτον, ετι και τον ασεβη δια την ημεραν την κακην.

5 Βδελυγμα εις τον Κυριον ειναι πας υψηλοκαρδιος· και χειρ με χειρα αν συναπτηται, δεν θελει μενει ατιμωρητος.

6 Δια χαριτος και αληθειας καθαριζεται η ανομια· και δια του φοβου του Κυριου εκκλινουσιν οι ανθρωποι απο του κακου.

7 Οταν ο Κυριος αρεσκηται εις τας οδους του ανθρωπου, και τους εχθρους αυτου ειρηνευει μετ' αυτου.

8 Καλητερον ολιγον μετα δικαιοσυνης, παρα εισοδηματα μεγαλα μετα αδικιας.

9 Η καρδια του ανθρωπου βουλευεται την οδον αυτου· αλλ' ο Κυριος διευθυνει τα βηματα αυτου.

10 Χρησμος ειναι εις τα χειλη του βασιλεως· το στομα αυτου δεν σφαλλει εν τη κρισει.

11 Δικαια σταθμη και πλαστιγξ ειναι του Κυριου· παντα τα ζυγια του σακκιου ειναι εργου αυτου.

12 Βδελυγμα ειναι εις τους βασιλεις να πραττωσιν ανομιαν· διοτι ο θρονος στερεονεται μετα της δικαιοσυνης.

13 Τα δικαια χειλη ειναι ευπροσδεκτα εις τους βασιλεις, και αγαπωσι τον λαλουντα ορθα.

14 Θυμος βασιλεως ειναι αγγελος θανατου· αλλ' ο σοφος ανθρωπος καταπραυνει αυτον.

15 Εις το φως του προσωπου του βασιλεως ειναι ζωη· και η ευνοια αυτου ειναι ως νεφος οψιμου βροχης.

16 Ποσον καλητερα ειναι η αποκτησις της σοφιας παρα το χρυσιον και προκριτωτερα η αποκτησις της συνεσεως παρα το αργυριον

17 Η οδος των ευθεων ειναι να εκκλινωσιν απο του κακου· οστις φυλαττει την οδον αυτου, διατηρει την ψυχην αυτου.

18 Η υπερηφανια προηγειται του ολεθρου, και υψηλοφροσυνη του πνευματος προηγειται της πτωσεως.

19 Καλητερον να ηναι τις ταπεινοφρων μετα των ταπεινων, παρα να μοιραζη λαφυρα μετα των υπερηφανων.

20 Ο συνετος εις τα πραγματα θελει ευρει καλον· και ο ελπιζων επι τον Κυριον ειναι μακαριος.

21 Ο σοφος την καρδιαν θελει ονομαζεσθαι φρονιμος· και η γλυκυτης των χειλεων προσθετει μαθησιν.

22 Η συνεσις ειναι πηγη ζωης εις τον εχοντα αυτην· η δε παιδεια των αφρονων μωρια.

23 Η καρδια του σοφου συνετιζει το στομα αυτου, και εις τα χειλη αυτου προσθετει μαθησιν.

24 Κηρηθρα μελιτος οι ευαρεστοι λογοι· γλυκυτης εις την ψυχην και ιασις εις τα οστα.

25 Υπαρχει οδος ητις φαινεται ορθη εις τον ανθρωπον, αλλα τα τελη αυτης ειναι οδοι θανατου.

26 Ο εργαζομενος εργαζεται δι' εαυτον· διοτι το στομα αυτου αναγκαζει αυτον.

27 Ο αχρειος ανθρωπος σκαπτει κακον· και εις τα χειλη αυτου ειναι ως πυρ καιον.

28 Ο διεστραμμενος ανθρωπος διασπειρει εριδας· και ο ψιθυριστης διαχωριζει τους στενωτερους φιλους.

29 Ο βιαιος ανθρωπος αποπλανα τον πλησιον αυτου και φερει αυτον εις οδον ουχι καλην·

30 Κλειων τους οφθαλμους αυτου μηχαναται διεστραμμενα· δαγκανων τα χειλη αυτου εκτελει το κακον.

31 Η πολια ειναι στεφανος δοξης, ευρισκομενη εν τη οδω της δικαιοσυνης.

32 Καλητερος ο μακροθυμος παρα τον δυνατον· και ο εξουσιαζων το πνευμα αυτου παρα τον εκπορθουντα πολιν.

33 Ο κληρος ριπτεται εις την καλπην· ολη ομως η κρισις αυτου ειναι παρα Κυριου.