1 Naquele dia jorrará uma fonte para a casa de Deus e para os habitantes de Jerusalém, que apagará os seus pecados e suas impurezas.

2 Naquele dia - oráculo do Senhor, - exterminarei da terra até os nomes dos ídolos: não se falará mais deles; expulsarei os falsos profetas e todo espírito impuro.

3 Se alguém intentar ainda dar um oráculo, seu pai e sua mãe que o geraram repreendê-lo-ão: Vais morrer, porque dizes mentiras em nome do Senhor. E quando ele proferir os seus oráculos, eles mesmos, seu pai e sua mãe que o geraram, o transpassarão.

4 Naquele dia os profetas terão vergonha de suas visões proféticas, e não mais se cobrirão com o manto de peles para mentir.

5 Cada um dirá: Não sou profeta, mas lavrador, e possuo terras desde a minha juventude.

6 Se alguém lhe disser: Que ferimentos são esses em tuas mãos? São ferimentos que recebi na casa de meus amigos, responderá ele.

7 Espada, levanta-te contra o meu pastor, {contra o meu companheiro - oráculo do Senhor dos exércitos}. Fere o pastor, que as ovelhas sejam dispersas: Voltarei a minha mão até mesmo contra os pequenos.

8 Em toda a terra - oráculo do Senhor - dois terços dos habitantes serão exterminados e um terço subsistirá.

9 Mas farei passar este terço pelo fogo; purificá-lo-ei como se purifica a prata, prová-lo-ei como se prova o ouro. Então ele invocará o meu nome, eu o ouvirei, e direi: Este é o meu povo; e ele responderá: O Senhor é o meu Deus.

1 Εν τη ημερα εκεινη θελει εισθαι πηγη ανεωγμενη εις τον οικον Δαβιδ και εις τους κατοικους της Ιερουσαλημ δια την αμαρτιαν και δια την ακαθαρσιαν.

2 Και εν τη ημερα εκεινη, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, θελω εξολοθρευσει τα ονοματα των ειδωλων απο της γης και δεν θελει πλεον εισθαι ενθυμησις αυτων, και ετι θελω αφαιρεσει τους προφητας και το πνευμα το ακαθαρτον απο της γης.

3 Και εαν τις προφητευη ετι, τοτε ο πατηρ αυτου και η μητηρ αυτου οι γεννησαντες αυτον θελουσιν ειπει προς αυτον, δεν θελεις ζησει· διοτι ψευδη λαλεις εν τω ονοματι του Κυριου. Και ο πατηρ αυτου και η μητηρ αυτου οι γεννησαντες αυτον θελουσι διατραυματισει αυτον, οταν προφητευη.

4 Και εν τη ημερα εκεινη οι προφηται θελουσι καταισχυνθη, εκαστος εκ της ορασεως αυτου, οταν προφητευη, και δεν θελουσιν ενδυεσθαι ενδυμα τριχινον δια να απατωσι.

5 Και θελει ειπει, Εγω δεν ειμαι προφητης· ειμαι ανθρωπος γεωργος· διοτι ανθρωπος με εμισθωσεν εκ νεοτητος μου.

6 Και εαν τις ειπη προς αυτον, Τι ειναι αι πληγαι αυται εν μεσω των χειρων σου; θελει αποκριθη, Εκειναι, τας οποιας επληγωθην εν τω οικω των φιλων μου.

7 Ρομφαια, εξυπνησον κατα του ποιμενος μου και κατα του ανδρος του συνεταιρου μου, λεγει ο Κυριος των δυναμεων· παταξον τον ποιμενα και τα προβατα θελουσι διασκορπισθη· θελω ομως στρεψει την χειρα μου επι τους μικρους.

8 Και εν παση τη γη, λεγει Κυριος, δυο μερη θελουσιν εξολοθρευθη εν αυτη και εκλειψει, το δε τριτον θελει εναπολειφθη εν αυτη.

9 Και θελω περασει το τριτον δια πυρος· και θελω καθαρισει αυτους ως καθαριζεται το αργυριον, και θελω δοκιμασει αυτους ως δοκιμαζεται το χρυσιον· αυτοι θελουσιν επικαλεσθη το ονομα μου κα εγω θελω εισακουσει αυτους· θελω ειπει, ουτος ειναι λαος μου· και αυτοι θελουσιν ειπει, Ο Κυριος ειναι ο Θεος μου.