1 Depois falou o SENHOR a Moisés, dizendo:

2 Fala aos filhos de Israel, e dize-lhes: Quando entrardes na terra das vossas habitações, que eu vos hei de dar,

3 E ao Senhor fizerdes oferta queimada, holocausto, ou sacrifício, para cumprir um voto, ou em oferta voluntária, ou nas vossas solenidades, para fazerdes ao Senhor um cheiro suave de ovelhas ou gado,

4 Então aquele que apresentar a sua oferta ao Senhor, por oferta de alimentos trará uma décima de flor de farinha misturada com a quarta parte de um him de azeite.

5 E de vinho para libação prepararás a quarta parte de um him, para holocausto, ou para sacrifício para cada cordeiro;

6 E para cada carneiro prepararás uma oferta de alimentos de duas décimas de flor de farinha, misturada com a terça parte de um him de azeite.

7 E de vinho para a libação oferecerás a terça parte de um him ao Senhor, em cheiro suave.

8 E, quando preparares novilho para holocausto ou sacrifício, para cumprir um voto, ou um sacrifício pacífico ao Senhor,

9 Com o novilho apresentarás uma oferta de alimentos de três décimas de flor de farinha misturada com a metade de um him de azeite.

10 E de vinho para a libação oferecerás a metade de um him, oferta queimada em cheiro suave ao Senhor.

11 Assim se fará com cada boi, ou com cada carneiro, ou com cada um dos cordeiros ou cabritos.

12 Segundo o número que oferecerdes, assim o fareis com cada um, segundo o número deles.

13 Todo o natural assim fará estas coisas, oferecendo oferta queimada em cheiro suave ao Senhor.

14 Quando também peregrinar convosco algum estrangeiro, ou que estiver no meio de vós nas vossas gerações, e ele apresentar uma oferta queimada de cheiro suave ao Senhor, como vós fizerdes, assim fará ele.

15 Um mesmo estatuto haja para vós, ó congregação, e para o estrangeiro que entre vós peregrina, por estatuto perpétuo nas vossas gerações; como vós, assim será o peregrino perante o Senhor.

16 Uma mesma lei e um mesmo direito haverá para vós e para o estrangeiro que peregrina convosco.

17 Falou mais o Senhor a Moisés, dizendo:

18 Fala aos filhos de Israel, e dize-lhes: Quando entrardes na terra em que vos hei de introduzir,

19 Acontecerá que, quando comerdes do pão da terra, então oferecereis ao Senhor oferta alçada.

20 Das primícias da vossa massa oferecereis um bolo em oferta alçada; como a oferta da eira, assim o oferecereis.

21 Das primícias das vossas massas dareis ao Senhor oferta alçada nas vossas gerações.

22 E, quando vierdes a errar, e não cumprirdes todos estes mandamentos, que o Senhor falou a Moisés,

23 Tudo quanto o Senhor vos tem mandado por intermédio de Moisés, desde o dia que o Senhor ordenou, e dali em diante, nas vossas gerações,

24 Será que, quando se fizer alguma coisa por ignorância, e for encoberto aos olhos da congregação, toda a congregação oferecerá um novilho para holocausto em cheiro suave ao Senhor, com a sua oferta de alimentos e libação conforme ao estatuto, e um bode para expiação do pecado.

25 E o sacerdote fará expiação por toda a congregação dos filhos de Israel, e lhes será perdoado, porquanto foi por ignorância; e trouxeram a sua oferta, oferta queimada ao Senhor, e a sua expiação do pecado perante o Senhor, por causa da sua ignorância.

26 Será, pois, perdoado a toda a congregação dos filhos de Israel, e mais ao estrangeiro que peregrina no meio deles, porquanto por ignorância sobreveio a todo o povo.

27 E, se alguma alma pecar por ignorância, para expiação do pecado oferecerá uma cabra de um ano.

28 E o sacerdote fará expiação pela pessoa que pecou, quando pecar por ignorância, perante o Senhor, fazendo expiação por ela, e lhe será perdoado.

29 Para o natural dos filhos de Israel, e para o estrangeiro que no meio deles peregrina, uma mesma lei vos será, para aquele que pecar por ignorância.

30 Mas a pessoa que fizer alguma coisa temerariamente, quer seja dos naturais quer dos estrangeiros, injuria ao Senhor; tal pessoa será extirpada do meio do seu povo.

31 Pois desprezou a palavra do Senhor, e anulou o seu mandamento; totalmente será extirpada aquela pessoa, a sua iniqüidade será sobre ela.

32 Estando, pois, os filhos de Israel no deserto, acharam um homem apanhando lenha no dia de sábado.

33 E os que o acharam apanhando lenha o trouxeram a Moisés e a Arão, e a toda a congregação.

34 E o puseram em guarda; porquanto ainda não estava declarado o que se lhe devia fazer.

35 Disse, pois, o Senhor a Moisés: Certamente morrerá aquele homem; toda a congregação o apedrejará fora do arraial.

36 Então toda a congregação o tirou para fora do arraial, e o apedrejaram, e morreu, como o Senhor ordenara a Moisés.

37 E falou o Senhor a Moisés, dizendo:

38 Fala aos filhos de Israel, e dize-lhes: Que nas bordas das suas vestes façam franjas pelas suas gerações; e nas franjas das bordas ponham um cordão de azul.

39 E as franjas vos serão para que, vendo-as, vos lembreis de todos os mandamentos do Senhor, e os cumprais; e não seguireis o vosso coração, nem após os vossos olhos, pelos quais andais vos prostituindo.

40 Para que vos lembreis de todos os meus mandamentos, e os cumprais, e santos sejais a vosso Deus.

41 Eu sou o Senhor vosso Deus, que vos tirei da terra do Egito, para ser vosso Deus. Eu sou o Senhor vosso Deus.

1 Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην λεγων,

2 Λαλησον προς τους υιους Ισραηλ και ειπε προς αυτους, Οταν εισελθητε εις την γην της κατοικησεως σας, την οποιαν εγω διδω εις εσας,

3 και καμητε προσφοραν δια πυρος προς τον Κυριον, ολοκαυτωμα, θυσιαν εις εκπληρωσιν ευχης η αυτοπροαιρετως η εις τας εορτας σας, δια να καμητε οσμην ευωδιας προς τον Κυριον, ειτε εκ των βοων ειτε εκ των προβατων,

4 τοτε ο προσφερων το δωρον αυτου προς τον Κυριον θελει φερει προσφοραν εξ αλφιτων απο ενος δεκατου σεμιδαλεως, εζυμωμενης με το τεταρτον ενος ιν ελαιου·

5 και οινον δια σπονδην, το τεταρτον ενος ιν, θελεις προσθεσει εις το ολοκαυτωμα η την θυσιαν, δι' εκαστον αρνιον.

6 Η δι' εκαστον κριον θελεις προσθεσει προσφοραν εξ αλφιτων, δυο δεκατα σεμιδαλεως εζυμωμενης με το τριτον ενος ιν ελαιου·

7 και οινον δια σπονδην θελεις προσφερει, το τριτον ενος ιν, εις οσμην ευωδιας προς τον Κυριον.

8 Εαν δε προσφερης μοσχον εκ βοων δι' ολοκαυτωμα η δια θυσιαν προς εκπληρωσιν ευχης η δια ειρηνικην προσφοραν προς τον Κυριον,

9 τοτε θελεις φερει μετα του μοσχου εκ βοων προσφοραν εξ αλφιτων, τρια δεκατα σεμιδαλεως εζυμωμενης με εν ημισυ ιν ελαιου·

10 και θελεις φερει οινον δια σπονδην, το ημισυ του ιν, εις προσφοραν γινομενην δια πυρος, εις οσμην ευωδιας προς τον Κυριον.

11 ουτω θελει γινεσθαι δι' ενα μοσχον η δι' ενα κριον η δι' αρνιον η δια τραγον.

12 Κατα τον αριθμον τον οποιον θελετε προσφερει, ουτω θελετε καμει εις εκαστον κατα τον αριθμον αυτων.

13 Παντες οι αυτοχθονες θελουσι καμει ταυτα κατα τον τροπον τουτον, προσφεροντες προσφοραν γινομενην δια πυρος εις οσμην ευωδιας προς τον Κυριον.

14 Και εαν παροικη μεταξυ σας ξενος η οποιοσδηποτε ειναι μεταξυ σας εις τας γενεας σας, και θελη να καμη προσφοραν γινομενην δια πυρος εις οσμην ευωδιας προς τον Κυριον, καθως σεις καμνετε, ουτω θελει καμει·

15 εις νομος θελει εισθαι δια σας τους εκ της συναγωγης και δια τον ξενον τον παροικουντα μεταξυ σας, νομιμον αιωνιον εις τας γενεας σας· καθως σεις, ουτω θελει εισθαι και ο ξενος ενωπιον του Κυριου·

16 εις νομος και μια διαταξις θελει εισθαι δια σας και δια τον ξενον τον παροικουντα μεταξυ σας.

17 Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην, λεγων,

18 Λαλησον προς τους υιους Ισραηλ και ειπε προς αυτους, Οταν ελθητε εις την γην, εις την οποιαν εγω σας φερω,

19 τοτε οταν φαγητε εκ των αρτων της γης, θελετε προσφερει εις τον Κυριον προσφοραν υψουμενην.

20 Θελετε προσφερει αρτον εκ της πρωτης ζυμης σας, εις προσφοραν υψουμενην· καθως την προσφοραν την υψουμενην απο του αλωνιου σας, ουτω θελετε υψωσει αυτην.

21 Εκ του πρωτου της ζυμης σας θελετε δωσει εις τον Κυριον προσφοραν υψουμενην εις τας γενεας σας.

22 Και εαν σφαλητε και δεν πραξητε παντα ταυτα τα προσταγματα, τα οποια ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην,

23 κατα παντα οσα προσεταξεν ο Κυριος εις εσας δια χειρος του Μωυσεως αφ' ης ημερας ο Κυριος προσεταξε και μετα ταυτα εις τας γενεας σας·

24 τοτε, εαν γεινη τι εξ αγνοιας, χωρις να εξευρη αυτο η συναγωγη, πασα η συναγωγη θελει προσφερει ενα μοσχον εκ βοων δια ολοκαυτωμα, εις οσμην ευωδιας προς τον Κυριον, μετα της εξ αλφιτων προσφορας αυτου και της σπονδης αυτου κατα το διατεταγμενον, και ενα τραγον εξ αιγων εις προσφοραν περι αμαρτιας·

25 και θελει καμει ο ιερευς εξιλεωσιν υπερ πασης της συναγωγης των υιων Ισραηλ, και θελει συγχωρηθη εις αυτους· διοτι εγεινεν εξ αγνοιας· και θελουσι φερει την προσφοραν αυτων, θυσιαν γινομενην δια πυρος προς τον Κυριον, και την περι αμαρτιας προσφοραν αυτων, ενωπιον του Κυριου, δια την αγνοιαν αυτων·

26 και θελει συγχωρηθη εις πασαν την συναγωγην των υιων Ισραηλ και εις τον ξενον τον παροικουντα μεταξυ αυτων· διοτι πας ο λαος ημαρτεν εξ αγνοιας.

27 Εαν δε ψυχη τις αμαρτηση εξ αγνοιας, ουτος πρεπει να φερη αιγα ενιαυσιον εις προσφοραν περι αμαρτιας·

28 και θελει καμει εξιλεωσιν ο ιερευς υπερ της ψυχης ητις ημαρτησεν εξ αγνοιας, οταν αμαρτηση εξ αγνοιας ενωπιον του Κυριου, δια να καμη εξιλεωσιν υπερ αυτου· και θελει συγχωρηθη εις αυτον.

29 Εις νομος θελει εισθαι εις εσας δια τον αυτοχθονα μεταξυ των υιων Ισραηλ και δια τον ξενον τον παροικουντα μεταξυ αυτων, οταν αμαρτηση εξ αγνοιας.

30 Η δε ψυχη ητις πραξη αμαρτημα με χειρα υπερηφανον, ειτε αυτοχθων ειτε ξενος, ουτος καταφρονει τον Κυριον· και θελει εξολοθρευθη η ψυχη εκεινη εκ μεσου του λαου αυτης.

31 Επειδη κατεφρονησε τον λογον του Κυριου και παρεβη την προσταγην αυτου, η ψυχη εκεινη εξαπαντος θελει εξολοθρευθη· η αμαρτια αυτης θελει εισθαι επ' αυτην.

32 Και οτε ησαν οι υιοι Ισραηλ εν τη ερημω, ευρον ανθρωπον συλλεγοντα ξυλα την ημεραν του σαββατου.

33 Και οι ευροντες αυτον συλλεγοντα ξυλα εφεραν αυτον προς τον Μωυσην και τον Ααρων και προς πασαν την συναγωγην·

34 και εβαλον αυτον εις φυλαξιν, επειδη δεν ητο οτι φανερον τι επρεπε να καμωσιν εις αυτον.

35 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Ο ανθρωπος εξαπαντος θελει θανατωθη· πασα η συναγωγη θελει λιθοβολησει αυτον με λιθους εξω του στρατοπεδου.

36 Και πασα η συναγωγη εφεραν αυτον εξω του στρατοπεδου και ελιθοβολησαν αυτον με λιθους και απεθανε· καθως προσεταξε Κυριος εις τον Μωυσην.

37 Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην λεγων,

38 Λαλησον προς τους υιους Ισραηλ και ειπε προς αυτους να καμωσι κρασπεδα εις τα ακρα των ιματιων αυτων, εις τας γενεας αυτων, και να βαλωσιν εις τα κρασπεδα των ακρων ταινιαν κυανην·

39 και θελετε εχει αυτην εις τα κρασπεδα, δια να βλεπητε αυτην και να ενθυμησθε πασας τας εντολας του Κυριου και να εκτελητε αυτας, και να μη διαστραφητε κατοπιν των καρδιων σας και κατοπιν των οφθαλμων σας, κατοπιν των οποιων σεις εκπορνευετε·

40 δια να ενθυμησθε και να εκτελητε πασας τας εντολας μου, και να ησθε αγιοι εις τον Θεον σας.

41 Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας, οστις εξηγαγον υμας εκ γης Αιγυπτου, δια να ημαι Θεος σας. Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας.