1 Falou mais o SENHOR a Moisés e a Arão dizendo:

2 Este é o estatuto da lei, que o Senhor ordenou, dizendo: Dize aos filhos de Israel que te tragam uma novilha ruiva, que não tenha defeito, e sobre a qual não tenha sido posto jugo.

3 E a dareis a Eleazar, o sacerdote; ele a tirará para fora do arraial, e degolar-se-á diante dele.

4 E Eleazar, o sacerdote, tomará do seu sangue com o seu dedo, e dele espargirá para a frente da tenda da congregação sete vezes.

5 Então queimará a novilha perante os seus olhos; o seu couro, e a sua carne, e o seu sangue, com o seu esterco, se queimará.

6 E o sacerdote tomará pau de cedro, e hissopo, e carmesim, e os lançará no meio do fogo que queima a novilha.

7 Então o sacerdote lavará as suas vestes, e banhará a sua carne na água, e depois entrará no arraial; e o sacerdote será imundo até à tarde.

8 Também o que a queimou lavará as suas vestes com água, e em água banhará a sua carne, e imundo será até à tarde.

9 E um homem limpo ajuntará a cinza da novilha, e a porá fora do arraial, num lugar limpo, e ficará ela guardada para a congregação dos filhos de Israel, para a água da separação; expiação é.

10 E o que apanhou a cinza da novilha lavará as suas vestes, e será imundo até à tarde; isto será por estatuto perpétuo aos filhos de Israel e ao estrangeiro que peregrina no meio deles.

11 Aquele que tocar em algum morto, cadáver de algum homem, imundo será sete dias.

12 Ao terceiro dia se purificará com aquela água, e ao sétimo dia será limpo; mas, se ao terceiro dia se não purificar, não será limpo ao sétimo dia.

13 Todo aquele que tocar em algum morto, cadáver de algum homem, e não se purificar, contamina o tabernáculo do Senhor; e aquela pessoa será extirpada de Israel; porque a água da separação não foi espargida sobre ele, imundo será; está nele ainda a sua imundícia.

14 Esta é a lei, quando morrer algum homem em alguma tenda, todo aquele que entrar naquela tenda, e todo aquele que nela estiver, será imundo sete dias.

15 Também todo o vaso aberto, sobre o qual não houver pano atado, será imundo.

16 E todo aquele que sobre a face do campo tocar em alguém que for morto pela espada, ou em outro morto ou nos ossos de algum homem, ou numa sepultura, será imundo sete dias.

17 Para um imundo, pois, tomarão da cinza da queima da expiação, e sobre ela colocarão água corrente num vaso.

18 E um homem limpo tomará hissopo, e o molhará naquela água, e a espargirá sobre aquela tenda, e sobre todos os móveis, e sobre as pessoas que ali estiverem, como também sobre aquele que tocar os ossos, ou em alguém que foi morto, ou que faleceu, ou numa sepultura.

19 E o limpo ao terceiro e sétimo dia espargirá sobre o imundo; e ao sétimo dia o purificará; e lavará as suas vestes, e se banhará na água, e à tarde será limpo.

20 Porém o que for imundo, e se não purificar, do meio da congregação será ele extirpado; porquanto contaminou o santuário do Senhor; água de separação sobre ele não foi espargida; imundo é.

21 Isto lhes será por estatuto perpétuo; e o que espargir a água da separação lavará as suas vestes; e o que tocar a água da separação será imundo até à tarde,

22 E tudo o que tocar o imundo também será imundo; e a pessoa que o tocar será imunda até à tarde.

1 Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην και προς τον Ααρων λεγων,

2 Τουτο ειναι το διαταγμα του νομου, το οποιον ο Κυριος προσεταξε λεγων, Ειπε προς τους υιους Ισραηλ να φερωσιν εις σε ξανθην δαμαλιν αμωμον, μη εχουσαν ελαττωμα, επι της οποιας δεν επεβληθη ζυγος·

3 και θελετε δωσει αυτην εις τον Ελεαζαρ τον ιερεα και θελει φερει αυτην εξω του στρατοπεδου· και θελουσι σφαξει αυτην ενωπιον αυτου.

4 Και θελει λαβει Ελεαζαρ ο ιερευς απο του αιματος αυτης δια του δακτυλου αυτου και θελει ραντισει επτακις απο του αιματος αυτης κατ' εμπροσθεν του προσωπου της σκηνης του μαρτυριου.

5 Και θελουσι καυσει την δαμαλιν ενωπιον αυτου· το δερμα αυτης και το κρεας αυτης και το αιμα αυτης μετα της κοπρου αυτης θελουσι καη.

6 Και ο ιερευς θελει λαβει ξυλον κεδρινον και υσσωπον και κοκκινον και θελει ριψει αυτα εις το μεσον του κατακαυματος της δαμαλεως.

7 Τοτε θελει πλυνει τα ιματια αυτου ο ιερευς και θελει λουσει το σωμα αυτου εν υδατι και μετα ταυτα θελει εισελθει εις το στρατοπεδον και θελει εισθαι ακαθαρτος ο ιερευς εως εσπερας.

8 Και ο καιων αυτην θελει πλυνει τα ιματια αυτου εν υδατι και θελει λουσει το σωμα αυτου εν υδατι και θελει εισθαι ακαθαρτος εως εσπερας.

9 Και ανθρωπος καθαρος θελει συναξει την στακτην της δαμαλεως και θελει αποθεσει αυτην εξω του στρατοπεδου εις τοπον καθαρον· και θελει φυλαττεσθαι δια την συναγωγην των υιων Ισραηλ δια υδωρ χωρισμου· τουτο ειναι δια καθαρισμον αμαρτιας.

10 Και ο συναξας την στακτην της δαμαλεως θελει πλυνει τα ιματια αυτου και θελει εισθαι ακαθαρτος εως εσπερας· και τουτο θελει εισθαι εις τους υιους Ισραηλ και εις τους ξενους τους παροικουντας μεταξυ υμων εις νομιμον αιωνιον.

11 Οστις εγγιση νεκρον σωμα ανθρωπου, ουτος θελει εισθαι ακαθαρτος επτα ημερας.

12 Ουτος θελει αγνισθη δια τουτου την τριτην ημεραν και την ημεραν την εβδομην θελει εισθαι καθαρος· εαν ομως δεν αγνισθη την τριτην ημεραν, ουδε την εβδομην ημεραν θελει εισθαι καθαρος.

13 Οστις εγγιση νεκρον σωμα οποιουδηποτε τεθνεωτος ανθρωπου και δεν αγνισθη, μιαινει την σκηνην του Κυριου· και η ψυχη εκεινη θελει εξολοθρευθη εκ του Ισραηλ· επειδη δεν ερραντισθη επ' αυτον το υδωρ του χωρισμου, θελει εισθαι ακαθαρτος· η ακαθαρσια αυτου μενει επ' αυτον.

14 Ουτος ειναι ο νομος οταν ανθρωπος τις αποθανη εν σκηνη· Παντες οι εισερχομενοι εις την σκηνην και παντα τα εν τη σκηνη θελουσιν εισθαι ακαθαρτα επτα ημερας·

15 και παν αγγειον ανοικτον, μη εχον σκεπασμα δεδεμενον επανωθεν αυτου, ειναι ακαθαρτον.

16 Και οστις εγγιση εν τη πεδιαδι πεφονευμενον τινα δια μαχαιρας η νεκρον σωμα η οστουν ανθρωπου η μνημα, θελει εισθαι ακαθαρτος επτα ημερας.

17 Και θελουσι λαβει δια τον ακαθαρτον απο της στακτης της καυθεισης δαμαλεως δια καθαρισμον της αμαρτιας, και θελει χυθη επ' αυτην υδωρ ζων εις αγγειον.

18 Και ανθρωπος καθαρος θελει λαβει υσσωπον, και εμβαψας εις το υδωρ θελει ραντισει επι την σκηνην και παντα τα σκευη και επι τους ανθρωπους τους ευρεθεντας εκει και επ' εκεινον οστις ηγγισεν οστουν η πεφονευμενον η νεκρον η μνημα.

19 Και ο καθαρος θελει ραντισει επι τον ακαθαρτον την τριτην ημεραν και την εβδομην ημεραν· την δε εβδομην ημεραν θελει αγνισει αυτον· και αυτος θελει πλυνει τα ιματια αυτου και θελει λουσθη εν υδατι· και το εσπερας θελει εισθαι καθαρος.

20 Ο δε ανθρωπος οστις ειναι ακαθαρτος και δεν αγνισθη, η ψυχη εκεινη θελει εξολοθρευθη εκ μεσου της συναγωγης· διοτι το αγιαστηριον του Κυριου εμιανε· το υδωρ του χωρισμου δεν ερραντισθη επ' αυτον· αυτος ειναι ακαθαρτος.

21 Και θελει εισθαι εις αυτους νομιμον αιωνιον, οτι οστις ραντιση το υδωρ του χωρισμου, θελει πλυνει τα ιματια αυτου, και οστις εγγιση το υδωρ του χωρισμου θελει εισθαι ακαθαρτος εως εσπερας.

22 Και παν ο, τι εγγιση ο ακαθαρτος, τουτο θελει εισθαι ακαθαρτον· και η ψυχη ητις εγγιση αυτο, θελει εισθαι ακαθαρτος εως εσπερας.