1 E chegaram as filhas de Zelofeade, filho de Hefer, filho de Gileade, filho de Maquir, filho de Manassés, entre as famílias de Manassés, filho de José; e estes são os nomes delas; Maalá, Noa, Hogla, Milca, e Tirza;

2 E apresentaram-se diante de Moisés, e diante de Eleazar, o sacerdote, e diante dos príncipes e de toda a congregação, à porta da tenda da congregação, dizendo:

3 Nosso pai morreu no deserto, e não estava entre os que se congregaram contra o Senhor no grupo de Coré; mas morreu no seu próprio pecado, e não teve filhos.

4 Por que se tiraria o nome de nosso pai do meio da sua família, porquanto não teve filhos? Dá-nos possessão entre os irmãos de nosso pai.

5 E Moisés levou a causa delas perante o Senhor.

6 E falou o Senhor a Moisés, dizendo:

7 As filhas de Zelofeade falam o que é justo; certamente lhes darás possessão de herança entre os irmãos de seu pai; e a herança de seu pai farás passar a elas.

8 E falarás aos filhos de Israel, dizendo: Quando alguém morrer e não tiver filho, então fareis passar a sua herança à sua filha.

9 E, se não tiver filha, então a sua herança dareis a seus irmãos.

10 Porém, se não tiver irmãos, então dareis a sua herança aos irmãos de seu pai.

11 Se também seu pai não tiver irmãos, então dareis a sua herança a seu parente, àquele que lhe for o mais chegado da sua família, para que a possua; isto aos filhos de Israel será por estatuto de direito, como o Senhor ordenou a Moisés.

12 Depois disse o Senhor a Moisés: Sobe a este monte de Abarim, e vê a terra que tenho dado aos filhos de Israel.

13 E, tendo-a visto, então serás recolhido ao teu povo, assim como foi recolhido teu irmão Arão;

14 Porquanto, no deserto de Zim, na contenda da congregação, fostes rebeldes ao meu mandado de me santificar nas águas diante dos seus olhos (estas são as águas de Meribá de Cades, no deserto de Zim).

15 Então falou Moisés ao Senhor, dizendo:

16 O Senhor, Deus dos espíritos de toda a carne, ponha um homem sobre esta congregação,

17 Que saia diante deles, e que entre diante deles, e que os faça sair, e que os faça entrar; para que a congregação do Senhor não seja como ovelhas que não têm pastor.

18 Então disse o Senhor a Moisés: Toma a Josué, filho de Num, homem em quem há o Espírito, e impõe a tua mão sobre ele.

19 E apresenta-o perante Eleazar, o sacerdote, e perante toda a congregação, e dá-lhe as tuas ordens na presença deles.

20 E põe sobre ele da tua glória, para que lhe obedeça toda a congregação dos filhos de Israel.

21 E apresentar-se-á perante Eleazar, o sacerdote, o qual por ele consultará, segundo o juízo de Urim, perante o Senhor; conforme a sua palavra sairão, e conforme a sua palavra entrarão, ele e todos os filhos de Israel com ele, e toda a congregação.

22 E fez Moisés como o Senhor lhe ordenara; porque tomou a Josué, e apresentou-o perante Eleazar, o sacerdote, e perante toda a congregação;

23 E sobre ele impôs as suas mãos, e lhe deu ordens, como o Senhor falara por intermédio de Moisés.

1 Και προσηλθον αι θυγατερες του Σαλπααδ, υιου του Εφερ, υιου του Γαλααδ, υιου του Μαχειρ, υιου του Μανασση, εκ των συγγενειων Μανασση υιου του Ιωσηφ. Και ταυτα ειναι τα ονοματα των θυγατερων αυτου· Μααλα, Νουα και Αγλα και Μελχα και Περσα.

2 Και εσταθησαν ενωπιον του Μωυσεως και ενωπιον Ελεαζαρ του ιερεως και ενωπιον των αρχοντων και πασης της συναγωγης εις την θυραν της σκηνης του μαρτυριου, λεγουσαι,

3 Ο πατηρ ημων απεθανεν εν τη ερημω· και αυτος δεν ητο εν τη συνοδια των συναθροισθεντων κατα του Κυριου εν τη συνοδια του Κορε, αλλ' απεθανε δι' ιδιαν αυτου αμαρτιαν και δεν ειχεν υιους·

4 δια τι να εξαλειφθη το ονομα του πατρος ημων εκ μεσου της συγγενειας αυτου, διοτι δεν εχει υιον; δοτε εις ημας κληρονομιαν μεταξυ των αδελφων του πατρος ημων.

5 Και εφερεν ο Μωυσης την κρισιν αυτων ενωπιον του Κυριου.

6 Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην λεγων,

7 Ορθως λαλουσιν αι θυγατερες του Σαλπααδ· εξαπαντος θελεις δωσει εις αυτας κτημα εις κληρονομιαν μεταξυ των αδελφων του πατρος αυτων· και θελεις διαβιβασει εις αυτας την κληρονομιαν του πατρος αυτων.

8 Και θελεις λαλησει προς τους υιους Ισραηλ λεγων, Εαν ανθρωπος τις αποθανη και δεν εχη υιον, τοτε θελετε διαβιβασει την κληρονομιαν αυτου εις την θυγατερα αυτου.

9 Και εαν δεν εχη θυγατερα, τοτε θελετε δωσει την κληρονομιαν αυτου εις τους αδελφους αυτου.

10 Και εαν δεν εχη αδελφους, τοτε θελετε δωσει την κληρονομιαν αυτου εις τους αδελφους του πατρος αυτου.

11 Εαν δε ο πατηρ αυτου δεν εχη αδελφους, τοτε θελετε δωσει την κληρονομιαν αυτου εις τον συγγενη αυτου τον πλησιεστερον εκ της συγγενειας αυτου, και ουτος θελει εξουσιαζει αυτην. Και τουτο θελει εισθαι εις τους υιους Ισραηλ διαταγμα κρισεως, καθως προσεταξε Κυριος εις τον Μωυσην.

12 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Αναβα εις τουτο το ορος Αβαριμ και ιδε την γην, την οποιαν εδωκα εις τους υιους Ισραηλ·

13 και αφου ιδης αυτην, θελεις προστεθη και συ εις τον λαον σου, καθως προσετεθη Ααρων ο αδελφος σου·

14 διοτι σεις ηναντιωθητε εις τον λογον μου εν τη ερημω Σιν εν τη αντιλογια της συναγωγης, ωστε να με αγιασητε εις το υδωρ ενωπιον αυτων. Τουτο ειναι το υδωρ Μεριβα εν Καδης εν τη ερημω Σιν.

15 Και ελαλησεν ο Μωυσης προς τον Κυριον, λεγων,

16 Κυριος, ο Θεος των πνευματων πασης σαρκος, ας διοριση ανθρωπον επι την συναγωγην,

17 οστις να εξελθη εμπροσθεν αυτων, και οστις να εισελθη εμπροσθεν αυτων, και οστις να εξαγη αυτους, και οστις να εισαγη αυτους· ωστε να μη ηναι η συναγωγη του Κυριου ως προβατα μη εχοντα ποιμενα.

18 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Λαβε μετα σου Ιησουν τον υιον του Ναυη, ανθρωπον εις τον οποιον ειναι το πνευμα, και επιθες την χειρα σου επ' αυτον·

19 και παραστησον αυτον ενωπιον Ελεαζαρ του ιερεως και ενωπιον πασης της συναγωγης και δος εις αυτον διαταγας ενωπιον αυτων·

20 και θελεις επιθεσει επ' αυτον απο της δοξης σου, δια να υπακουωσιν εις αυτον πασα η συναγωγη των υιων Ισραηλ·

21 και θελει παρασταθη ενωπιον Ελεαζαρ του ιερεως, οστις θελει ερωτησει περι αυτου κατα την κρισιν του Ουριμ ενωπιον του Κυριου· κατα τον λογον αυτου θελουσιν εξερχεσθαι και κατα τον λογον αυτου θελουσιν εισερχεσθαι, αυτος και παντες οι υιοι Ισραηλ μετ' αυτου και πασα η συναγωγη.

22 Και εκαμεν ο Μωυσης, καθως προσεταξεν εις αυτον ο Κυριος· και ελαβε τον Ιησουν και παρεστησεν αυτον ενωπιον Ελεαζαρ του ιερεως, και ενωπιον πασης της συναγωγης·

23 και επεθηκε τας χειρας αυτου επ' αυτον και εδωκεν εις αυτον διαταγας, καθως προσεταξε Κυριος δια χειρος του Μωυσεως.