1 Palavra do SENHOR, que veio a Sofonias, filho de Cusi, filho de Gedalias, filho de Amarias, filho de Ezequias, nos dias de Josias, filho de Amom, rei de Judá.

2 Hei de consumir por completo tudo de sobre a terra, diz o Senhor.

3 Consumirei os homens e os animais, consumirei as aves do céu, e os peixes do mar, e os tropeços juntamente com os ímpios; e exterminarei os homens de sobre a terra, diz o Senhor.

4 E estenderei a minha mão contra Judá, e contra todos os habitantes de Jerusalém, e exterminarei deste lugar o restante de Baal, e o nome dos sacerdotes dos ídolos, juntamente com os sacerdotes;

5 E os que sobre os telhados adoram o exército do céu; e os que se inclinam jurando ao Senhor, e juram por Milcom;

6 E os que deixam de andar em seguimento do Senhor, e os que não buscam ao Senhor, nem perguntam por ele.

7 Cala-te diante do Senhor DEUS, porque o dia do SENHOR está perto; porque o SENHOR preparou o sacrifício, e santificou os seus convidados.

8 Acontecerá que, no dia do sacrifício do Senhor, castigarei os príncipes, e os filhos do rei, e todos os que se vestem de trajes estrangeiros.

9 Castigarei naquele dia todo aquele que salta sobre o limiar, que enche de violência e engano a casa dos seus senhores.

10 E naquele dia, diz o Senhor, far-se-á ouvir uma voz de clamor desde a porta do peixe, e um uivo desde a segunda parte, e grande quebrantamento desde os outeiros.

11 Uivai vós, moradores de Mactes, porque todo o povo que mercadejava está arruinado, todos os que estavam carregados de dinheiro foram destruídos.

12 E há de ser que, naquele tempo, esquadrinharei a Jerusalém com lanternas, e castigarei os homens que se espessam como a borra do vinho, que dizem no seu coração: O Senhor não faz o bem nem faz o mal.

13 Por isso serão saqueados os seus bens, e assoladas as suas casas; e edificarão casas, mas não habitarão nelas, e plantarão vinhas, mas não lhes beberão o seu vinho.

14 O grande dia do Senhor está perto, sim, está perto, e se apressa muito; amarga é a voz do dia do Senhor; clamará ali o poderoso.

15 Aquele dia será um dia de indignação, dia de tribulação e de angústia, dia de alvoroço e de assolação, dia de trevas e de escuridão, dia de nuvens e de densas trevas,

16 Dia de trombeta e de alarido contra as cidades fortificadas e contra as torres altas.

17 E angustiarei os homens, que andarão como cegos, porque pecaram contra o Senhor; e o seu sangue se derramará como pó, e a sua carne será como esterco.

18 Nem a sua prata nem o seu ouro os poderá livrar no dia da indignação do Senhor, mas pelo fogo do seu zelo toda esta terra será consumida, porque certamente fará de todos os moradores da terra uma destruição total e apressada.

1 Ο λογος του Κυριου, ο γενομενος προς Σοφονιαν τον υιον του Χουσει, υιου του Γεδαλιου, υιου του Αμαριου υιου του Ιζκιου, εν ταις ημεραις Ιωσιου, υιου του Αμων βασιλεως του Ιουδα.

2 Θελω αφανισει παντελως τα παντα απο προσωπου της γης, λεγει Κυριος.

3 Θελω αφανισει ανθρωπον και κτηνος θελω αφανισει τα πετεινα του ουρανου και τους ιχθυας της θαλασσης και τα προσκομματα μετα των ασεβων και θελω εξολοθρευσει τον ανθρωπον απο προσωπου της γης, λεγει Κυριος.

4 Και θελω εκτεινει την χειρα μου επι τον Ιουδαν και επι παντας τους κατοικους της Ιερουσαλημ, και θελω εξολοθρευσει το υπολοιπον του Βααλ απο του τοπου τουτου και το ονομα των ειδωλοθυτων μετα των ιερεων,

5 και τους προσκυνουντας επι των δωματων την στρατιαν του ουρανου και τους προσκυνουντας και ομνυοντας εις τον Κυριον και τους ομνυοντας εις τον Μαλχομ,

6 και τους εκκλινοντας απο οπισθεν του Κυριου και τους μη ζητουντας τον Κυριον μηδε εξερευνωντας αυτον.

7 Σιωπα ενωπιον Κυριου του Θεου, διοτι εγγυς ειναι η ημερα του Κυριου· διοτι ο Κυριος ητοιμασε θυσιαν, διωρισε τους κεκλημενους αυτου.

8 Και εν τη ημερα της θυσιας του Κυριου θελω εκδικηθη τους αρχοντας και τα τεκνα του βασιλεως και παντας τους ενδεδυμενους ενδυματα αλλοτρια.

9 Εν εκεινη τη ημερα θελω εκδικηθη και παντας τους υπερπηδωντας τα κατωφλια, τους γεμιζοντας τους οικους των κυριων αυτων εξ αρπαγης και δολου.

10 Και εν τη ημερα εκεινη, λεγει Κυριος, θελει εισθαι θορυβος κραυγης απο της ιχθυικης πυλης και ολολυγμος απο της πυλης της δευτερας και συντριμμος μεγας απο των λοφων.

11 Ολολυξατε, οι κατοικοι της Μακτες, διοτι εξωλοθρευθη πας ο λαος ο εμπορικος· κατεκοπησαν παντες οι φεροντες αργυριον.

12 Και εν τω καιρω εκεινω θελω εξερευνησει την Ιερουσαλημ με λυχνους και εκδικηθη προς ανδρας τους αναπαυομενους επι την τρυγιαν αυτων, τους λεγοντας εν τη καρδια αυτων, Ο Κυριος δεν θελει αγαθοποιησει ουδε θελει κακοποιησει.

13 Δια τουτο τα αγαθα αυτων θελουσιν εισθαι εις διαρπαγην και οι οικοι αυτων εις αφανισμον, και θελουσιν οικοδομησει οικιας και δεν θελουσι κατοικησει, και θελουσι φυτευσει αμπελωνας και δεν θελουσι πιει τον οινον αυτων.

14 Εγγυς ειναι η ημερα του Κυριου η μεγαλη, εγγυς, και σπευδει σφοδρα· φωνη της ημερας του Κυριου· πικρως θελει φωναξει εκει ο ισχυρος.

15 Ημερα οργης η ημερα εκεινη, ημερα θλιψεως και στενοχωριας, ημερα ερημωσεως και αφανισμου, ημερα σκοτους και γνοφου, ημερα νεφελης και ομιχλης,

16 ημερα σαλπιγγος και αλαλαγμου κατα των οχυρων πολεων και κατα των υψηλων πυργων.

17 Και θελω καταθλιψει τους ανθρωπους και θελουσι περιπατει ως τυφλοι, διοτι ημαρτησαν εις τον Κυριον· και το αιμα αυτων θελει διαχυθη ως κονις και αι σαρκες αυτων ως κοπρος.

18 Αλλ' ουδε το αργυριον αυτων ουδε το χρυσιον αυτων θελει δυνηθη να λυτρωση αυτους εν τη ημερα της οργης του Κυριου, και πασα η γη θελει καταναλωθη υπο του πυρος του ζηλου αυτου· διοτι θελει καμει συντελειαν, μαλιστα ταχειαν, επι παντας τους κατοικουντας την γην.