1 Τοτε ελαβεν ο Σαμουηλ την φιαλην του ελαιου, και εχυσεν επι την κεφαλην αυτου, και εφιλησεν αυτον και ειπε, Δεν σε εχρισε Κυριος αρχοντα επι της κληρονομιας αυτου;

2 Αφου αναχωρησης απ' εμου σημερον, θελεις ευρει δυο ανθρωπους πλησιον του ταφου της Ραχηλ, κατα το οριον του Βενιαμιν εν Σελσα· και θελουσιν ειπει προς σε, Ευρεθησαν αι ονοι, τας οποιας υπηγες να ζητησης· και ιδου, ο πατηρ σου, αφησας την φροντιδα των ονων, υπερλυπειται δια σας, λεγων, Τι να καμω περι του υιου μου;

3 Και προχωρησας εκειθεν, θελεις ελθει εως της δρυος του Θαβωρ, και εκει θελουσι σε ευρει τρεις ανθρωποι αναβαινοντες προς τον Θεον εις Βαιθηλ, ο εις φερων τρια εριφια, και ο αλλος φερων τρεις αρτους, και ο αλλος φερων ασκον οινου·

4 και θελουσι σε χαιρετησει και σοι δωσει δυο αρτους, τους οποιους θελεις δεχθη εκ των χειρων αυτων.

5 Μετα ταυτα θελεις υπαγει εις το βουνον του Θεου, οπου ειναι η φρουρα των Φιλισταιων· και οταν υπαγης εκει εις την πολιν, θελεις απαντησει αθροισμα προφητων καταβαινοντων απο του υψηλου τοπου εν ψαλτηριω και τυμπανω και αυλω και κιθαρα εμπροσθεν αυτων, και προφητευοντων.

6 Και θελει επελθει επι σε πνευμα Κυριου, και θελεις προφητευσει μετ' αυτων και θελεις μεταβληθη εις αλλον ανθρωπον.

7 Και οταν τα σημεια ταυτα ελθωσιν επι σε, καμνε ο, τι δυνασαι διοτι ο Θεος ειναι μετα σου.

8 Και θελεις καταβη προ εμου εις Γαλγαλα· και ιδου, εγω θελω καταβη προς σε, δια να προσφερω ολοκαυτωματα, να θυσιασω θυσιας ειρηνικας· προσμενε επτα ημερας, εωσου ελθω προς σε και σοι αναγγειλω τι εχεις να καμης.

9 Και οτε εστρεψε τα νωτα αυτου δια να αναχωρηση απο του Σαμουηλ, ο Θεος εδωκεν εις αυτον αλλην καρδιαν· και ηλθον παντα εκεινα τα σημεια εν τη ημερα εκεινη.

10 Και οτε ηλθον εκει εις το βουνον, ιδου, αθροισμα προφητων συνηντησεν αυτον· και επηλθεν επ' αυτον Πνευμα Θεου, και επροφητευσε μεταξυ αυτων.

11 Και ως ειδον οι γνωριζοντες αυτον προτερον, και ιδου, προεφητευε μετα των προφητων, τοτε ελεγεν ο λαος, εκαστος προς τον πλησιον αυτου, Τι ειναι τουτο, το οποιον εγεινεν εις τον υιον του Κεις; και Σαουλ εν προφηταις;

12 Εις δε εκ των εκει απεκριθη και ειπεν, Και τις ειναι ο πατηρ αυτων; Δια τουτο εγεινε παροιμια, Και Σαουλ εν προφηταις;

13 Και αφου ετελειωσε προφητευων, ηλθεν εις τον υψηλον τοπον.

14 Και ειπεν ο θειος του Σαουλ προς αυτον και προς τον υπηρετην αυτου, Που υπηγετε; Και ειπε, να ζητησωμεν τας ονους. και οτε ειδομεν οτι δεν ησαν, ηλθομεν προς τον Σαμουηλ.

15 Και ειπεν ο θειος του Σαουλ, Αναγγειλον μοι, σε παρακαλω, τι σας ειπεν ο Σαμουηλ.

16 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον θειον αυτου, Μας ειπε μετα βεβαιοτητος οτι ευρεθησαν αι ονοι· τον λογον ομως περι της βασιλειας, τον οποιον ο Σαμουηλ ειπε, δεν εφανερωσεν εις αυτον.

17 Και συνηγαγεν ο Σαμουηλ τον λαον προς τον Κυριον εις Μισπα·

18 και ειπε προς τους υιους Ισραηλ, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ· Εγω ανεβιβασα τον Ισραηλ εξ Αιγυπτου, και σας ηλευθερωσα εκ χειρος των Αιγυπτιων και εκ χειρος πασων των βασιλειων, αιτινες σας κατεθλιβον·

19 και σεις την ημεραν ταυτην απεβαλετε τον Θεον σας, οστις σας εσωσεν απο παντων των κακων σας και των θλιψεων σας, και ειπετε προς αυτον, Ουχι, αλλα καταστησον βασιλεα εφ' ημας. Τωρα λοιπον παρουσιασθητε ενωπιον του Κυριου, κατα τας φυλας σας και κατα τας χιλιαδας σας.

20 Και οτε εκαμεν ο Σαμουηλ πασας τας φυλας του Ισραηλ να πλησιασωσιν, επιασθη η φυλη του Βενιαμιν.

21 Και αφου εκαμε την φυλην του Βενιαμιν να πλησιαση κατα τας οικογενειας αυτων, επιασθη η οικογενεια του Ματρει, και επιασθη ο Σαουλ ο υιος του Κεις· εζητησαν δε αυτον και δεν ευρεθη.

22 Οθεν εζητησαν ετι παρα του Κυριου, αν ο ανθρωπος ερχηται ετι εκει. Και ειπε Κυριος, Ιδου, αυτος ειναι κεκρυμμενος μεταξυ της αποσκευης.

23 Τοτε εδραμον και ελαβον αυτον εκειθεν· και οτε εσταθη μεταξυ του λαου, εξειχεν υπερ παντα τον λαον, απο τους ωμους αυτου και επανω.

24 Και ειπεν ο Σαμουηλ προς παντα τον λαον, Βλεπετε εκεινον, τον οποιον εξελεξεν ο Κυριος, οτι δεν ειναι ομοιος αυτου μεταξυ παντος του λαου; Και πας ο λαος ηλαλαξε και ειπε, Ζητω ο βασιλευς.

25 Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον λαον τον τροπον της βασιλειας, και εγραψεν αυτον εν βιβλιω και εθεσεν εμπροσθεν του Κυριου. Και απελυσεν ο Σαμουηλ παντα τον λαον, εκαστον εις τον οικον αυτου.

26 Και ο Σαουλ ομοιως ανεχωρησεν εις τον οικον αυτου εις Γαβαα· και υπηγε μετ' αυτου εκει ταγμα πολεμιστων, των οποιων τας καρδιας ειχε διαθεσει ο Θεος.

27 Ανθρωποι ομως κακοι ειπον, Πως θελει σωσει ημας ουτος; Και κατεφρονησαν αυτον και δεν προσεφεραν προς αυτον δωρα· εκεινος ομως εκαμνε τον κωφον.

1 Samuelis išliejo indą aliejaus Sauliui ant galvos, pabučiavo jį ir tarė: "Viešpats patepė tave savo paveldėjimo vadu.

2 Šiandien, išsiskyręs su manimi, sutiksi du vyrus prie Rachelės kapo, Benjamino pasienyje, Celcache; jie tau sakys: ‘Asilės, kurių išėjai ieškoti, jau atsirado. Tavo tėvas, pamiršęs asiles, rūpinasi, kas su jumis atsitiko’.

3 Eidamas toliau, prieisi Taboro ąžuolą. Ten tave sutiks trys vyrai, einantys pas Dievą į Betelį. Vienas neš tris ožiukus, antras­tris duonos kepalus, o trečias­vyno odinę.

4 Jie tave pasveikins ir duos tau du duonos kepalus, kuriuos paimsi iš jų rankos.

5 Po to prieisi Dievo kalvą, kur yra filistinų įgulos stovykla. Įeidamas į miestą, sutiksi būrį pranašų, ateinančių nuo aukštumos su arfomis, būgnais, vamzdeliais ir psalteriais; ir jie pranašaus.

6 Ant tavęs nužengs Viešpaties Dvasia, ir tu pranašausi kartu su jais ir tapsi kitu žmogumi.

7 Kai visi tie ženklai įvyks su tavimi, elkis pagal aplinkybes, nes Dievas su tavimi.

8 Nueik pirma manęs į Gilgalą. Aš atėjęs aukosiu deginamąsias ir padėkos aukas. Lauk manęs septynias dienas, iki aš ateisiu ir nurodysiu, ką turi daryti".

9 Sauliui pasisukus eiti nuo Samuelio, Dievas davė jam kitą širdį, ir visi tie ženklai įvyko tą pačią dieną.

10 Jam atėjus prie kalvos, jį pasitiko pranašų būrys. Ir Dievo Dvasia nužengė ant jo, ir jis pranašavo kartu su jais.

11 Žmonės, kurie Saulių pažino anksčiau, matydami jį su pranašais pranašaujant, kalbėjosi: "Kas atsitiko Kišo sūnui? Ar ir Saulius tarp pranašų?"

12 Vienas iš ten buvusiųjų atsakė: "O kas kitų tėvas?" Todėl tai tapo priežodžiu: "Ar ir Saulius tarp pranašų?"

13 Baigęs pranašauti, jis atėjo į aukštumą.

14 Jo dėdė klausė: "Kur buvote?" Jis atsakė: "Asilių ieškojome. Kai jų niekur neradome, nuėjome pas Samuelį".

15 Sauliaus dėdė vėl klausė: "Prašau, pasakyk, ką jums Samuelis sakė?"

16 Saulius atsakė: "Jis mums pasakė, kad asilės atsirado". Bet ką Samuelis jam sakė apie karalystę, Saulius jam nepasakė.

17 Samuelis sušaukė tautą į Micpą pas Viešpatį.

18 Ir jis kalbėjo izraelitams: "Taip sako Viešpats, Izraelio Dievas: ‘Aš išvedžiau Izraelį iš Egipto ir išgelbėjau iš egiptiečių rankos ir iš visų karalysčių, kurios jus spaudė, rankos’.

19 Bet jūs šiandien atmetėte Dievą, kuris jus išgelbėjo iš visų jūsų nelaimių, sakydami: ‘Paskirk mums karalių’. Dabar ateikite į Viešpaties akivaizdą giminėmis ir šeimomis".

20 Kai Samuelis pašaukė prieiti kiekvieną Izraelio giminę, buvo išrinkta Benjamino giminė.

21 Kai Samuelis pašaukė Benjamino giminę šeimomis, buvo išrinkta Matrio šeima ir iš jos buvo išrinktas Kišo sūnus Saulius. Jie ieškojo jo, bet negalėjo surasti.

22 Todėl jie klausė Viešpaties: "Ar jis čia dar ateis?" Viešpats atsakė: "Jis pasislėpęs tarp mantos".

23 Nubėgę vyrai atvedė jį. Kai jis atsistojo tarp žmonių, buvo visa galva aukštesnis už kitus.

24 Tada Samuelis tarė susirinkusiems: "Ar matote tą, kurį Viešpats išsirinko? Nėra jam lygaus visoje tautoje". Tada žmonės pradėjo šaukti: "Tegyvuoja karalius!"

25 Tada Samuelis išdėstė tautai karalystės nuostatus, juos surašė į knygą ir padėjo priešais Viešpatį. Po to Samuelis leido tautai grįžti į savo namus.

26 Taip pat ir Saulius grįžo namo į Gibėją. Su juo nuėjo ir vyrai, kurių širdis palietė Dievas.

27 Bet Belialo vaikai sakė: "Kaip šitas žmogus mus išgelbės?" Jie paniekino jį ir neatnešė jam dovanų. Bet Saulius išlaikė ramybę.