1 Ηλθον δε οι Ζιφαιοι προς τον Σαουλ εις Γαβαα, λεγοντες, Δεν κρυπτεται ο Δαβιδ εν τω βουνω Εχελα απεναντι Γεσιμων;

2 Και εσηκωθη ο Σαουλ και κατεβη εις την ερημον Ζιφ, εχων μεθ' εαυτου τρεις χιλιαδας ανδρων εκλεκτων εκ του Ισραηλ, δια να ζητη τον Δαβιδ εν τη ερημω Ζιφ.

3 Και εστρατοπεδευσεν ο Σαουλ επι του βουνου Εχελα, του απεναντι Γεσιμων, πλησιον της οδου. Ο δε Δαβιδ εκαθητο εν τη ερημω και ειδεν οτι ο Σαουλ ηρχετο κατοπιν αυτου εις την ερημον.

4 Οθεν απεστειλεν ο Δαβιδ κατασκοπους και εμαθεν οτι ο Σαουλ ηλθε τωοντι.

5 Και σηκωθεις ο Δαβιδ ηλθεν εις τον τοπον οπου ο Σαουλ ειχε στρατοπεδευσει· και παρετηρησεν ο Δαβιδ τον τοπον οπου εκοιματο ο Σαουλ, και Αβενηρ ο υιος του Νηρ, ο αρχιστρατηγος αυτου· εκοιματο δε ο Σαουλ εντος του περιβολου, και ο λαος ητο εστρατοπεδευμενος κυκλω αυτου.

6 Τοτε ελαλησεν ο Δαβιδ και ειπε προς τον Αχιμελεχ τον Χετταιον και προς τον Αβισαι τον υιον της Σερουιας, αδελφον του Ιωαβ, λεγων, Τις θελει καταβη μετ' εμου προς τον Σαουλ εις το στρατοπεδον; Και ειπεν ο Αβισαι, Εγω θελω καταβη μετα σου.

7 Ηλθον λοιπον ο Δαβιδ και ο Αβισαι δια νυκτος προς τον λαον· και ιδου, ο Σαουλ εκειτο κοιμωμενος εντος του περιβολου, και το δορυ αυτου εμπεπηγμενον εις την γην προς την κεφαλην αυτου· ο δε Αβενηρ και ο λαος εκοιμωντο κυκλω αυτου.

8 Τοτε ειπεν ο Αβισαι προς τον Δαβιδ, Ο Θεος απεκλεισε σημερον εις την χειρα σου τον εχθρον σου· τωρα λοιπον ας παταξω αυτον δια του δορατος εως της γης δια μιας· και δεν θελω δευτερωσει επ' αυτον.

9 Αλλ' ο Δαβιδ ειπε προς τον Αβισαι, Μη θανατωσης αυτον· διοτι τις επιβαλων την χειρα αυτου επι τον κεχρισμενον του Κυριου θελει εισθαι αθωος;

10 Ειπε μαλιστα ο Δαβιδ, Ζη Κυριος, ο Κυριος θελει παταξει αυτον· η η ημερα αυτου θελει ελθει, και θελει αποθανει· θελει καταβη εις πολεμον και θανατωθη·

11 μη γενοιτο εις εμε παρα Κυριου, να επιβαλω την χειρα μου επι τον κεχρισμενον του Κυριου· λαβε ομως τωρα, παρακαλω, το δορυ το προς την κεφαλην αυτου και το αγγειον του υδατος, και ας αναχωρησωμεν.

12 Ελαβε λοιπον ο Δαβιδ το δορυ και το αγγειον του υδατος απο πλησιον της κεφαλης του Σαουλ· και ανεχωρησαν, και ουδεις ειδε και ουδεις ενοησε και ουδεις εξυπνησε· διοτι παντες εκοιμωντο, επειδη βαθυς υπνος παρα Κυριου επεσεν επ' αυτους.

13 Τοτε διεβη ο Δαβιδ εις το περαν και εσταθη επι της κορυφης του ορους μακροθεν· ητο δε πολυ αποστασις μεταξυ αυτων.

14 Και εβοησεν ο Δαβιδ προς τον λαον και προς τον Αβενηρ τον υιον του Νηρ, λεγων, Δεν αποκρινεσαι, Αβενηρ; Και απεκριθη ο Αβενηρ και ειπε, Τις εισαι συ, οστις βοας προς τον βασιλεα;

15 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αβενηρ, Δεν εισαι ανηρ συ; και τις ομοιος σου μεταξυ του Ισραηλ; δια τι λοιπον δεν φυλαττεις τον κυριον σου τον βασιλεα; διοτι εισηλθε τις εκ του λαου δια να θανατωση τον βασιλεα τον κυριον σου·

16 δεν ειναι καλον το πραγμα τουτο, το οποιον επραξας· ζη Κυριος, σεις εισθε αξιοι θανατου, επειδη δε εφυλαξατε τον κυριον σας, τον κεχρισμενον του Κυριου. Και τωρα, ιδετε που ειναι το δορυ του βασιλεως και το αγγειον του υδατος· το προς την κεφαλην αυτου.

17 Και εγνωρισεν ο Σαουλ την φωνην του Δαβιδ και ειπεν, Η φωνη σου ειναι, τεκνον μου Δαβιδ; Και ο Δαβιδ ειπεν, Η φωνη μου, κυριε μου βασιλευ.

18 Και ειπε, Δια τι ο κυριος μου καταδιωκει ουτως οπισω του δουλου αυτου; διοτι τι επραξα; η τι κακον ειναι εν τη χειρι μου;

19 τωρα λοιπον ας ακουση, παρακαλω, ο κυριος μου ο βασιλευς τους λογους του δουλου αυτου· εαν ο Κυριος σε διηγειρεν εναντιον μου, ας δεχθη θυσιαν· αλλ' εαν υιοι ανθρωπων, ουτοι ας ηναι επικαταρατοι ενωπιον του Κυριου· διοτι με εξεβαλον την σημερον απο του να κατοικω εν τη κληρονομια του Κυριου, λεγοντες, Υπαγε, λατρευε αλλους Θεους·

20 τωρα λοιπον, ας μη πεση το αιμα μου εις την γην ενωπιον του Κυριου· διοτι εξηλθεν ο βασιλευς του Ισραηλ να ζητηση ενα ψυλλον, ως οταν καταδιωκη τις περδικα εις τα ορη.

21 Και ειπεν ο Σαουλ, Ημαρτησα· επιστρεψον, τεκνον μου Δαβιδ· διοτι δεν θελω σε κακοποιησει πλεον, επειδη η ψυχη μου εσταθη σημερον πολυτιμος εις τους οφθαλμους σου· ιδου, επραξα αφρονως και επλανηθην σφοδρα.

22 Και απεκριθη ο Δαβιδ και ειπεν, Ιδου, το δορυ του βασιλεως· και ας καταβη εις εκ των νεων και ας λαβη αυτο.

23 ο δε Κυριος ας αποδωση εις εκαστον κατα την δικαιοσυνην αυτου και κατα την πιστιν αυτου· διοτι σε παρεδωκεν ο Κυριος σημερον εις την χειρα μου, πλην εγω δεν ηθελησα να επιβαλω την χειρα μου επι τον κεχρισμενον του Κυριου.

24 ιδου λοιπον, καθως η ζωη σου εσταθη σημερον πολυτιμος εις τους οφθαλμους μου, ουτως η ζωη μου ας σταθη πολυτιμος εις τους οφθαλμους του Κυριου, και ας με ελευθερωση εκ πασων των θλιψεων.

25 Τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τον Δαβιδ, Ευλογημενος να ησαι, τεκνον μου Δαβιδ· βεβαιως θελεις κατορθωσει μεγαλα και θελεις βεβαιως υπερισχυσει. Και ο μεν Δαβιδ απηλθεν εις την οδον αυτου, ο δε Σαουλ επεστρεψεν εις τον τοπον αυτου.

1 Zifiečiai, atėję į Gibėją, pranešė Sauliui, kad Dovydas slapstosi Hachilos kalvose, prie Jesimono.

2 Saulius su trimis tūkstančiais Izraelio rinktinių vyrų ėjo į Zifo dykumą ieškoti Dovydo.

3 Jis pasistatė stovyklą Hachilos kalvoje, prie Jesimono. Dovydas buvo dykumoje ir matė, kad Saulius ėjo į dykumą jo ieškoti.

4 Tada Dovydas išsiuntė žvalgus ir sužinojo, kad Saulius tikrai atėjo.

5 Dovydas atėjo į tą vietą, kurioje Saulius buvo pasistatęs stovyklą. Dovydas matė vietą, kur atsigulė Saulius ir Nero sūnus Abneras, jo kariuomenės vadas. Sauliaus palapinė buvo stovyklos viduryje, o kariai miegojo aplinkui.

6 Dovydas tarė hetitui Ahimelechui ir Cerujos sūnui Abišajui, Joabo broliui: "Kas eis su manimi į Sauliaus stovyklą?" Abišajis atsakė: "Aš eisiu".

7 Dovydas ir Abišajis, naktį nuėję tarp žmonių, rado Saulių miegantį palapinėje, o jo ietis buvo įsmeigta į žemę galvūgalyje. Abneras ir kariai gulėjo aplink jį.

8 Abišajis tarė Dovydui: "Dievas šiandien atidavė tavo priešą į tavo rankas. Leisk man jį vienu smūgiu prismeigti ietimi prie žemės".

9 Dovydas atsakė Abišajui: "Nežudyk jo! Kas pakeltų ranką prieš Viešpaties pateptąjį ir liktų nekaltas?

10 Kaip Viešpats gyvas, Viešpats jį ištiks, ir ateis jo diena mirti, arba jis žus kare!

11 Apsaugok, Viešpatie, kad pakelčiau savo ranką prieš Viešpaties pateptąjį! Dabar imk jo galvūgalyje įsmeigtą ietį bei vandens ąsotį ir eikime".

12 Dovydas paėmė ietį ir vandens ąsotį nuo Sauliaus galvūgalio, ir jie išėjo. Niekas nematė, nežinojo ir nepabudo; jie visi miegojo, nes Viešpats siuntė jiems gilų miegą.

13 Dovydas perėjo į kitą pusę ir atsistojo kalno viršūnėje iš tolo, kad tarp jų būtų didelis atstumas.

14 Jis šaukė žmonėms bei Nero sūnui Abnerui: "Argi neatsiliepsi, Abnerai?" Abneras atsiliepė: "Kas tu esi, kad šauki karaliui?"

15 Dovydas atsakė Abnerui: "Tu esi galingas vyras. Kas tau lygus Izraelyje? Kodėl nesaugojai karaliaus, savo valdovo? Vienas žmogus buvo atėjęs karaliaus, tavo valdovo, nužudyti.

16 Negerai padarėte. Kaip Viešpats gyvas, jūs verti mirties, nes jūs nesaugojote savo valdovo, Viešpaties pateptojo. Kur dingo karaliaus ietis ir vandens ąsotis, kurie buvo jo galvūgalyje?"

17 Saulius, atpažinęs Dovydo balsą, tarė: "Ar tai tavo balsas, Dovydai, mano sūnau?" Dovydas atsakė: "Taip, mano valdove karaliau.

18 Kodėl, mano valdove, persekioji savo tarną? Ką aš padariau? Kuo nusikaltau?

19 Mano valdove karaliau, prašau, išklausyk savo tarno. Jei Viešpats tave sukurstė prieš mane, tepriima Jis auką, o jei žmonės­tegul jie būna prakeikti Viešpaties akivaizdoje, nes jie išvarė mane, kad neturėčiau dalies Viešpatyje, sakydami: ‘Eik ir tarnauk svetimiems dievams’.

20 Tenebūna pralietas mano kraujas Viešpaties akivaizdoje, nes Izraelio karalius išėjo ieškoti blusos kaip žmogus, kuris medžioja kurapką kalnuose".

21 Saulius atsakė: "Aš nusidėjau. Sugrįžk, mano sūnau Dovydai, aš tau nieko blogo nedarysiu, nes mano siela buvo brangi tavo akyse šiandien. Aš kvailai elgiausi ir labai klydau".

22 Dovydas atsakė: "Štai tavo ietis, karaliau! Tegul vienas iš tavo jaunuolių ateina ir ją paima.

23 Viešpats atlygins kiekvienam už jo teisumą ir ištikimybę. Viešpats buvo atidavęs tave šiandien į mano rankas, bet aš nepakėliau rankos prieš Viešpaties pateptąjį.

24 Ir štai, kaip šiandien buvo vertinga tavo gyvybė mano akyse, taip vertinga tegul būna ir mano gyvybė Viešpaties akyse; tegul Jis išlaisvina mane iš visų bėdų".

25 Saulius atsakė Dovydui: "Būk palaimintas, mano sūnau Dovydai! Tu daug padarysi ir pasieksi". Po to Dovydas nuėjo savo keliu, o Saulius sugrįžo į savo vietą.