1 Ειπε δε Σαμουηλ προς τον Σαουλ, Εμε απεστειλεν ο Κυριος να σε χρισω βασιλεα επι τον λαον αυτου, επι τον Ισραηλ· τωρα λοιπον ακουσον της φωνης των λογων του Κυριου.
2 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων· Θελω εκδικησει οσα εκαμεν ο Αμαληκ εις τον Ισραηλ, οτι αντεσταθη εις αυτον εν τη οδω, οτε ανεβαινεν εξ Αιγυπτου·
3 υπαγε τωρα και παταξον τον Αμαληκ, και εξολοθρευσον παν ο, τι εχει και μη φεισθης αυτους· αλλα θανατωσον και ανδρα και γυναικα και παιδιον και θηλαζον και βουν και προβατον και καμηλον και ονον.
4 Και ο Σαουλ εκαλεσε τον λαον και απηριθμησεν αυτους εν Τελαιμ, διακοσιας χιλιαδας πεζων και δεκα χιλιαδας ανδρων Ιουδα.
5 Και ηλθεν ο Σαουλ εως της πολεως του Αμαληκ και ενεδρευσεν εν τη φαραγγι.
6 Και ειπεν ο Σαουλ προς τους Κεναιους, Υπαγετε, αναχωρησατε, καταβητε εκ μεσου των Αμαληκιτων, δια να μη σας συμπεριλαβω μετ' αυτων· διοτι σεις εδειξατε ελεος εις παντας τους υιους Ισραηλ, οτε ανεβαινον εξ Αιγυπτου. Και ανεχωρησαν οι Κεναιοι εκ μεσου των Αμαληκιτων.
7 Και επαταξεν ο Σαουλ τους Αμαληκιτας απο Αβιλα εως της εισοδου Σουρ, της κατα προσωπον Αιγυπτου.
8 Και συνελαβεν Αγαγ τον βασιλεα των Αμαληκιτων ζωντα, παντα δε τον λαον εξωλοθρευσεν εν στοματι μαχαιρας.
9 Πλην εφεισθη ο Σαουλ και ο λαος τον Αγαγ και τα καλητερα των προβατων και των βοων και των δευτερευοντων και των αρνιων και παντος αγαθου, και δεν ηθελον να εξολοθρευσωσιν αυτα· αλλα παν το ευτελες και εξουδενωμενον, εκεινο εξωλοθρευσαν.
10 Τοτε εγεινε λογος Κυριου προς τον Σαμουηλ, λεγων,
11 Μετεμεληθην οτι εκαμα τον Σαουλ βασιλεα· διοτι εστραφη απο οπισθεν μου και τους λογους μου δεν εξετελεσε. Και τουτο ελυπησε τον Σαμουηλ, και εβοησε προς τον Κυριον δι' ολης της νυκτος.
12 Και οτε εξηγερθη ο Σαμουηλ ενωρις δια να υπαγη εις συναντησιν του Σαουλ το πρωι, ανηγγειλαν προς τον Σαμουηλ, λεγοντες, Ο Σαουλ ηλθεν εις τον Καρμηλον, και ιδου, ανηγειρεν εις εαυτον τροπαιον· επειτα εστραφη και διεπερασε και κατεβη εις Γαλγαλα.
13 Και υπηγεν ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ· και ειπεν ο Σαουλ προς αυτον, Ευλογημενος να ησαι παρα του Κυριου· εξετελεσα τον λογον του Κυριου.
14 Ειπε δε ο Σαμουηλ, Και τις η φωνη αυτη των προβατων εις τα ωτα μου, και η φωνη των βοων, την οποιαν ακουω;
15 Και ειπεν ο Σαουλ, Εκ των Αμαληκιτων εφεραν αυτα· διοτι ο λαος εφεισθη τα καλητερα των προβατων και των βοων, δια να θυσιαση εις Κυριον τον Θεον σου· τα δε λοιπα εξωλοθρευσαμεν.
16 Τοτε ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ, Αφες, και θελω απαγγειλει προς σε τι ελαλησεν ο Κυριος εις εμε την νυκτα. Ο δε ειπε προς αυτον, Λεγε.
17 Και ειπεν ο Σαμουηλ, Ενω συ ησο μικρος εμπροσθεν των οφθαλμων σου, δεν εγεινες η κεφαλη των φυλων του Ισραηλ, και σε εχρισεν ο Κυριος βασιλεα επι τον Ισραηλ;
18 και σε εστειλεν ο Κυριος εις την οδον και ειπεν, Υπαγε και εξολοθρευσον τους αμαρτανοντας εις εμε, τους Αμαληκιτας, και πολεμησον εναντιον αυτων εωσου εξαφανισης αυτους·
19 δια τι λοιπον δεν υπηκουσας της φωνης του Κυριου, αλλ' ωρμησας επι τα λαφυρα και επραξας το κακον ενωπιον του Κυριου;
20 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Σαμουηλ, Ναι, υπηκουσα της φωνης του Κυριου και υπηγα εις την οδον εις την οποιαν ο Κυριος με απεστειλε και εφερα τον Αγαγ τον βασιλεα του Αμαληκ, τους δε Αμαληκιτας εξωλοθρευσα·
21 ο λαος ομως ελαβεν εκ των λαφυρων προβατα και βοας, τα καλητερα απο των απηγορευμενων, δια να θυσιαση εις Κυριον τον Θεον σου εν Γαλγαλοις.
22 Και ειπεν ο Σαμουηλ, Μηπως ο Κυριος αρεσκεται εις τα ολοκαυτωματα και εις τας θυσιας, καθως εις το να υπακουωμεν της φωνης του Κυριου; ιδου, η υποταγη ειναι καλητερα παρα την θυσιαν· η υπακοη, παρα το παχος των κριων·
23 διοτι η απειθεια ειναι καθως το αμαρτημα της μαγειας· και το πεισμα, καθως η ασεβεια και ειδωλολατρεια· επειδη συ απερριψας τον λογον του Κυριου, δια τουτο και αυτος απερριψε σε απο του να ησαι βασιλευς.
24 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Σαμουηλ, Ημαρτησα· διοτι παρεβην το προσταγμα του Κυριου και τους λογους σου, φοβηθεις τον λαον και υπακουσας εις την φωνην αυτων·
25 τωρα λοιπον συγχωρησον, παρακαλω, το αμαρτημα μου και επιστρεψον μετ' εμου, δια να προσκυνησω τον Κυριον.
26 Ο δε Σαμουηλ ειπε προς τον Σαουλ, Δεν θελω επιστρεψει μετα σου· διοτι απερριψας τον λογον του Κυριου, και ο Κυριος απερριψε σε απο του να ησαι βασιλευς επι τον Ισραηλ.
27 Και καθως εστραφη ο Σαμουηλ δια να αναχωρηση, εκεινος επιασεν αυτον απο του κρασπεδου του ιματιου αυτου· και εξεσχισθη.
28 Και ειπε προς αυτον ο Σαμουηλ, Εξεσχισεν η Κυριος την βασιλειαν του Ισραηλ απο σου σημερον και εδωκεν αυτην εις τον πλησιον σου, τον καλητερον σου·
29 ουδε θελει ψευσθη ο Ισχυρος του Ισραηλ ουδε μεταμεληθη· διοτι ουτος δεν ειναι ανθρωπος, ωστε να μεταμεληθη.
30 Ο δε ειπεν, Ημαρτησα· αλλα τιμησον με τωρα, παρακαλω, εμπροσθεν των πρεσβυτερων του λαου μου και εμπροσθεν του Ισραηλ, και επιστρεψον μετ' εμου, δια να προσκυνησω Κυριον τον Θεον σου.
31 Και επεστρεψεν ο Σαμουηλ κατοπιν του Σαουλ και προσεκυνησεν ο Σαουλ τον Κυριον.
32 Τοτε ειπεν ο Σαμουηλ, Φερετε μοι ενταυθα Αγαγ τον βασιλεα των Αμαληκιτων. Και ηλθε προς αυτον ο Αγαγ χαριεντως· διοτι ελεγεν ο Αγαγ, Βεβαιως η πικρια του θανατου επερασεν.
33 Ο δε Σαμουηλ ειπε, Καθως ητεκνωσε γυναικας η ρομφαια σου, ουτω θελει ατεκνωθη μεταξυ των γυναικων η μητηρ σου. Και κατεκοψεν ο Σαμουηλ τον Αγαγ ενωπιον του Κυριου εν Γαλγαλοις.
34 Τοτε ανεχωρησεν ο Σαμουηλ εις Ραμα· ο δε Σαουλ ανεβη εις τον οικον αυτου, εις Γαβαα Σαουλ.
35 Ο δε Σαμουηλ δεν ειδε πλεον τον Σαουλ εως της ημερας του θανατου αυτου· επενθησεν ομως ο Σαμουηλ δια τον Σαουλ. Και ο Κυριος μετεμεληθη οτι εκαμε τον Σαουλ βασιλεα επι τον Ισραηλ.
1 Samuelis tarė Sauliui: "Mane Viešpats siuntė tave patepti karaliumi Jo tautai Izraeliui. Taigi dabar klausyk Viešpaties žodžių.
2 Taip sako kareivijų Viešpats: ‘Aš prisimenu, ką Amalekas padarė Izraeliui: kaip jis tykojo kelyje, kai tas žygiavo iš Egipto.
3 Dabar eik ir užpulk Amaleką, ir visiškai sunaikink viską, kas jam priklauso, nieko nesigailėdamas. Išžudyk vyrus, moteris, vaikus ir kūdikius, jaučius, avis, kupranugarius ir asilus’ ".
4 Saulius surinko žmones Telaime ir juos suskaičiavo; buvo du šimtai tūkstančių pėstininkų ir dešimt tūkstančių vyrų iš Judo giminės.
5 Tuomet jis atėjo prie Amaleko miesto ir slėnyje paliko pasalą.
6 Kenitams jis tarė: "Pasitraukite nuo amalekiečių, kad jūsų nesunaikinčiau kartu su jais. Jūs buvote draugiški izraelitams, jiems einant iš Egipto". Kenitai pasitraukė nuo amalekiečių.
7 Saulius sumušė Amaleką nuo Havilos iki Šūro apylinkių, į rytus nuo Egipto.
8 Amaleko karalių Agagą jis paėmė gyvą, o visus žmones sunaikino kardu.
9 Bet Saulius ir žmonės pagailėjo Agago, geriausių avių, galvijų, penimų avinų ir apskritai viso, kas buvo gera, jie nenorėjo sunaikinti. Kas buvo nedidelės vertės, tą jie visiškai sunaikino.
10 Tada Viešpaties žodis atėjo Samueliui:
11 "Gailiuosi Saulių padaręs karaliumi, nes jis nusigręžė nuo manęs ir neįvykdė mano įsakymų". Tai nuliūdino Samuelį, ir jis šaukėsi Viešpaties visą naktį.
12 Atsikėlęs anksti rytą, jis nuėjo pasitikti Sauliaus. Samueliui buvo pasakyta: "Saulius nuėjo į Karmelį, ten pasistatė paminklą ir iš ten jis nuvyko į Gilgalą".
13 Samueliui atėjus, Saulius jam tarė: "Būk palaimintas Viešpaties. Aš įvykdžiau Viešpaties įsakymą".
14 Samuelis klausė: "Ką reiškia tas avių bliovimas ir galvijų baubimas, kurį girdžiu?"
15 Saulius atsakė: "Iš Amaleko jie atsivarė juos, nes žmonės išsaugojo geriausias avis ir galvijus, norėdami paaukoti juos Viešpačiui, tavo Dievui; visa kita mes visiškai sunaikinome".
16 Samuelis tarė Sauliui: "Palauk, ir aš pasakysiu tau, ką Viešpats man šiąnakt kalbėjo". Ir jis atsakė: "Kalbėk".
17 Samuelis tarė: "Kai tu buvai mažas savo akyse, tapai Izraelio giminių galva ir Viešpats tave patepė Izraelio karaliumi.
18 Ir Jis siuntė tave į kelią, sakydamas: ‘Eik ir visiškai sunaikink Amaleko nusidėjėlius. Kariauk su jais, iki visai juos išnaikinsi’.
19 Kodėl nepaklusai Viešpaties balsui ir puolei prie grobio, piktai pasielgdamas Viešpaties akyse?"
20 Saulius atsakė Samueliui: "Aš juk paklusau Viešpaties balsui ir ėjau keliu, kuriuo Viešpats mane siuntė; aš parsivedžiau Amaleko karalių Agagą, o amalekiečius visiškai sunaikinau.
21 Bet žmonės ėmė iš grobio geriausias avis ir galvijus, kurie turėjo būti sunaikinti, norėdami aukoti Viešpačiui, tavo Dievui, Gilgale".
22 Samuelis atsakė: "Argi Viešpats labiau vertina deginamąsias aukas ir atnašas, negu paklusnumą Viešpaties balsui? Paklusti yra geriau negu aukoti ir klausyti yra geriau už avinų taukus.
23 Nepaklusnumas yra kaip žyniavimo nuodėmė ir užsispyrimas yra kaip stabmeldystė. Kadangi tu atmetei Viešpaties žodį, Jis atmetė tave, kad nebebūtum karaliumi".
24 Saulius atsakė Samueliui: "Aš nusidėjau, nes nepaklausiau Viešpaties įsakymo ir tavo žodžių, bet, bijodamas žmonių, paklusau jų balsui.
25 Prašau, atleisk mano nuodėmę ir grįžk su manimi, kad galėčiau pagarbinti Viešpatį".
26 Bet Samuelis atsakė Sauliui: "Aš neisiu su tavimi. Kadangi tu atmetei Viešpaties žodį, Viešpats atmetė tave, kad nebūtum Izraelio karaliumi".
27 Samueliui apsisukus eiti, Saulius nutvėrė už jo apsiausto skverno ir tas suplyšo.
28 Ir Samuelis jam pasakė: "Viešpats šiandien atplėšė nuo tavęs Izraelio karalystę ir ją atidavė tavo artimui, geresniam už tave.
29 Izraelio Galybė nemeluoja ir nepersigalvoja, nes Jis ne žmogus, kad persigalvotų".
30 Saulius tarė: "Aš nusidėjau. Tačiau dabar, prašau, pagerbk mane tautos vyresniųjų bei Izraelio akivaizdoje ir grįžk su manimi, kad galėčiau pagarbinti Viešpatį, tavo Dievą".
31 Samuelis sugrįžo su Sauliumi, ir Saulius pagarbino Viešpatį.
32 Samuelis įsakė: "Atveskite pas mane amalekiečių karalių Agagą". Agagas atėjo drebėdamas pas jį ir tarė: "Tikrai mirties kartumas jau praėjo".
33 Samuelis tarė: "Kaip tavo kardas atimdavo moterims vaikus, taip tavo motina tepasilieka bevaikė". Ir Samuelis sukapojo Agagą į gabalus Viešpaties akivaizdoje Gilgale.
34 Samuelis nuėjo į Ramą, o Saulius į savo namus Gibėjoje.
35 Samuelis iki mirties nebematė Sauliaus. Tačiau Samuelis liūdėjo dėl Sauliaus, ir Viešpats gailėjosi padaręs Saulių Izraelio karaliumi.