12 Του Ηλει ομως οι υιοι ησαν αχρειοι ανθρωποι δεν εγνωριζον τον Κυριον.
13 Η συνηθεια δε των ιερεων προς τον λαον ητο τοιαυτη· οτε τις προσεφερε θυσιαν, ηρχετο ο υπηρετης του ιερεως, ενω εψηνετο το κρεας, εχων εις την χειρα αυτου κρεαγραν τριοδοντον·
14 και εβυθιζεν αυτην εις το κακκαβιον, η εις τον λεβητα, η εις την χυτραν, η εις το χαλκειον· και ο, τι ανεβιβαζεν η κρεαγρα, ελαμβανεν ο ιερευς δι' εαυτον. Ουτως εκαμνον προς παντας τους Ισραηλιτας τους ερχομενους εκει εις Σηλω.
15 Πριν ετι καυσωσι το παχος, ηρχετο ο υπηρετης του ιερεως, και ελεγε προς τον ανθρωπον τον προσφεροντα την θυσιαν, Δος κρεας δια ψητον εις τον ιερεα· διοτι δεν θελει να λαβη παρα σου κρεας βρασμενον, αλλα ωμον.
16 Και εαν ο ανθρωπος ελεγε προς αυτον, Ας καυσωσι πρωτον το παχος, και επειτα λαβε οσον επιθυμει η ψυχη σου· τοτε απεκρινετο προς αυτον, Ουχι, αλλα τωρα θελεις δωσει ειδε μη, θελω λαβει μετα βιας.
17 Δια τουτο η αμαρτια των νεων ητο μεγαλη σφοδρα ενωπιον του Κυριου· διοτι οι ανθρωποι απεστρεφοντο την θυσιαν του Κυριου.
12 Elio sūnūs buvo Belialo vaikai ir nepažino Viešpaties.
13 Kam nors aukojant auką, kai mėsa tebevirdavo, ateidavo kunigo tarnas, laikydamas rankoje trišakę,
14 ir smeigdavo ją į katilą, puodą ar keptuvę. Visa, ką ištraukdavo šake, pasiimdavo Elio sūnūs. Taip jie darė visiems izraelitams, aukojantiems Šilojuje.
15 Prieš sudeginant taukus, atėjęs kunigo tarnas sakydavo aukotojui: "Duok mėsos kunigui iškepti; jis nenori virtos, bet žalios".
16 Jei aukotojas sakydavo: "Pirmiausia tegul sudegina taukus, paskui tegul ima, kiek nori". Tarnas atsakydavo: "Duok dabar. Jei neduosi, atimsiu".
17 Elio sūnų nuodėmė buvo labai didelė Viešpaties akyse, nes žmonės ėmė bjaurėtis aukomis Viešpačiui.