1 Και εγνωρισεν ο Ιωαβ ο υιος της Σερουιας, οτι η καρδια του βασιλεως ητο εις τον Αβεσσαλωμ.
2 Και απεστειλεν ο Ιωαβ εις Θεκουε και εφερεν εκειθεν γυναικα σοφην, και ειπε προς αυτην, Προσποιηθητι, παρακαλω, οτι εισαι εν πενθει και ενδυθητι ιματια πενθικα, και μη αλειφθης ελαιον, αλλ' εσο ως γυνη πενθουσα ηδη ημερας πολλας δια αποθανοντα·
3 και υπαγε προς τον βασιλεα και λαλησον προς αυτον κατα τουτους τους λογους. Και εβαλεν ο Ιωαβ τους λογους εις το στομα αυτης.
4 Λαλουσα δε η γυνη η Θεκωιτις προς τον βασιλεα, επεσε κατα προσωπον αυτης επι της γης και προσεκυνησε και ειπε, Σωσον, βασιλευ.
5 Και ειπε προς αυτην ο βασιλευς, Τι εχεις; Η δε ειπε, Γυνη χηρα, φευ ειμαι εγω, και απεθανεν ο ανηρ μου·
6 και η δουλη σου ειχε δυο υιους, οιτινες ελογομαχησαν αμφοτεροι εν τω αγρω, και δεν ητο ο χωριζων αυτους, αλλ' επαταξεν ο εις τον αλλον και εθανατωσεν αυτον·
7 και ιδου, εσηκωθη πασα η συγγενεια εναντιον της δουλης σου και ειπον, Παραδος τον παταξαντα τον αδελφον αυτου, δια να θανατωσωμεν αυτον, αντι της ζωης του αδελφου αυτου τον οποιον εφονευσε, και να εξολοθρευσωμεν ενταυτω τον κληρονομον· και ουτω θελουσι σβεσει τον ανθρακα μου τον εναπολειφθεντα, ωστε να μη αφησωσιν εις τον ανδρα μου ονομα μηδε απομειναριον επι το προσωπον της γης.
8 Και ειπεν ο βασιλευς προς την γυναικα, Υπαγε εις τον οικον σου, και εγω θελω προσταξει υπερ σου.
9 Και ειπεν η γυνη η Θεκωιτις προς τον βασιλεα, Κυριε μου βασιλευ, επ' εμε ας ηναι η ανομια και επι τον οικον του πατρος μου· ο δε βασιλευς και ο θρονος αυτου αθωοι.
10 Και ειπεν ο βασιλευς, Οστις λαληση εναντιον σου, φερε αυτον προς εμε, και δεν θελει πλεον σε εγγισει.
11 Η δε ειπεν, Ας ενθυμηθη, παρακαλω, ο βασιλευς Κυριον τον Θεον σου, και ας μη αφηση τους εκδικητας του αιματος να πληθυνωσι την φθοραν και να απολεσωσι τον υιον μου. Ο δε ειπε, Ζη Κυριος, ουδε μια θριξ του υιου σου δεν θελει πεσει εις την γην.
12 Τοτε ειπεν η γυνη, Ας λαληση, παρακαλω, η δουλη σου λογον προς τον κυριον μου τον βασιλεα. Και ειπε, Λαλησον.
13 Και ειπεν η γυνη, Και δια τι εστοχασθης τοιουτον πραγμα κατα του λαου του Θεου; διοτι ο βασιλευς λαλει τουτο ως ανθρωπος ενοχος, επειδη ο βασιλευς δεν στελλει να επαναφερη τον εξοριστον αυτου.
14 Διοτι αφευκτως θελομεν αποθανει, και ειμεθα ως υδωρ διακεχυμενον επι της γης, το οποιον δεν επισυναγεται παλιν· και ο Θεος δεν θελει να απολεσθη ψυχη, αλλ' εφευρισκει μεσα, ωστε ο εξοριστος να μη μενη εξωσμενος απ' αυτου.
15 Τωρα δια τουτο ηλθον να λαλησω τον λογον τουτον προς τον κυριον μου τον βασιλεα, διοτι ο λαος με εφοβισε· και η δουλη σου ειπε, θελω τωρα λαλησει προς τον βασιλεα· ισως καμη ο βασιλευς την αιτησιν της δουλης αυτου.
16 Διοτι ο βασιλευς θελει εισακουσει, δια να ελευθερωση την δουλην αυτου εκ χειρος του ανθρωπου του ζητουντος να εξαλειψη εμε και τον υιον μου ενταυτω απο της κληρονομιας του Θεου.
17 Ειπε μαλιστα η δουλη σου, Ο λογος του κυριου μου του βασιλεως θελει εισθαι τωρα παρηγορητικος· διοτι ως αγγελος Θεου, ουτως ειναι ο κυριος μου ο βασιλευς, εις το να διακρινη το καλον και το κακον· και Κυριος ο Θεος σου θελει εισθαι μετα σου.
18 Τοτε απεκριθη ο βασιλευς και ειπε προς την γυναικα, Μη κρυψης απ' εμου τωρα το πραγμα, το οποιον θελω σε ερωτησει εγω. Και ειπεν η γυνη, Ας λαληση, παρακαλω, ο κυριος μου ο βασιλευς.
19 Και ειπεν ο βασιλευς, Δεν ειναι εις ολον τουτο η χειρ του Ιωαβ μετα σου; Και η γυνη απεκριθη και ειπε, Ζη η ψυχη σου, κυριε μου βασιλευ, ουδεν εκ των οσα ειπεν ο κυριος μου ο βασιλευς δεν εκλινεν ουτε δεξια ουτε αριστερα· διοτι ο δουλος σου Ιωαβ, αυτος προσεταξεν εις εμε, και αυτος εβαλε παντας τους λογους τουτους εις το στομα της δουλης σου·
20 ο δουλος σου Ιωαβ εκαμε τουτο, να μεταστρεψω την μορφην του πραγματος τουτου· και ο κυριος μου ειναι σοφος, κατα την σοφιαν αγγελου του Θεου, εις το να γνωριζη παντα τα εν τη γη.
21 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Ιωαβ, Ιδου, τωρα, εκαμα το πραγμα τουτο· υπαγε λοιπον, επαναφερε τον νεον, τον Αβεσσαλωμ.
22 Και επεσεν ο Ιωαβ κατα προσωπον αυτου εις την γην και προσεκυνησε και ευλογησε τον βασιλεα· και ειπεν ο Ιωαβ, Σημερον ο δουλος σου γνωριζει οτι ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, κυριε μου βασιλευ, καθοτι ο βασιλευς εκαμε τον λογον του δουλου αυτου.
23 Τοτε εσηκωθη ο Ιωαβ και υπηγεν εις Γεσσουρ και εφερε τον Αβεσσαλωμ εις Ιερουσαλημ.
24 Και ειπεν ο βασιλευς, Ας επιστρεψη εις τον οικον αυτου και ας μη ιδη το προσωπον μου. Ουτως επεστρεψεν ο Αβεσσαλωμ εις τον οικον αυτου, και δεν ειδε το προσωπον του βασιλεως.
25 Εις παντα δε τον Ισραηλ δεν υπηρχεν ανθρωπος ουτω θαυμαζομενος δια την ωραιοτητα αυτου ως ο Αβεσσαλωμ· απο του ιχνους του ποδος αυτου εως της κορυφης αυτου δεν υπηρχεν εν αυτω ελαττωμα·
26 και οποτε εκουρευε την κεφαλην αυτου, διοτι εις το τελος εκαστου ετους εκουρευεν αυτην· επειδη τα μαλλια εβαρυνον αυτον δια τουτο εκοπτεν αυτα· εζυγιζε τας τριχας της κεφαλης αυτου, και ησαν διακοσιων σικλων κατα το βασιλικον ζυγιον.
27 Εγεννηθησαν δε εις τον Αβεσσαλωμ τρεις υιοι και μια θυγατηρ, ονοματι Θαμαρ· αυτη ητο γυνη ωραιοτατη.
28 Και κατωκησεν ο Αβεσσαλωμ εν Ιερουσαλημ δυο ολοκληρα ετη, και το προσωπον του βασιλεως δεν ειδεν.
29 Οθεν απεστειλεν ο Αβεσσαλωμ προς τον Ιωαβ, δια να πεμψη αυτον προς τον βασιλεα· πλην δεν ηθελησε να ελθη προς αυτον· απεστειλε παλιν εκ δευτερου, αλλα δεν ηθελησε να ελθη.
30 Τοτε ειπε προς τους δουλους αυτου, Ιδετε, ο αγρος του Ιωαβ ειναι πλησιον του ιδικου μου, και εχει κριθην εκει· υπαγετε και κατακαυσατε αυτην εν πυρι· και κατεκαυσαν οι δουλοι του Αβεσσαλωμ τον αγρον εν πυρι.
31 Και εσηκωθη ο Ιωαβ και ηλθε προς τον Αβεσσαλωμ εις την οικιαν και ειπε προς αυτον, Δια τι κατεκαυσαν οι δουλοι σου τον αγρον μου εν πυρι;
32 Ο δε Αβεσσαλωμ απεκριθη προς τον Ιωαβ, Ιδου, απεστειλα προς σε, λεγων, Ελθε ενταυθα, δια να σε πεμψω προς τον βασιλεα να ειπης, Δια τι ηλθον απο Γεσσουρ; ηθελεν εισθαι καλητερον δι' εμε να ημην ετι εκει· τωρα λοιπον ας ιδω το προσωπον του βασιλεως· και αν ηναι αδικια εν εμοι, ας με θανατωση.
33 Τοτε ο Ιωαβ ηλθε προς τον βασιλεα και ανηγγειλε ταυτα προς αυτον· και εκαλεσε τον Αβεσσαλωμ, και ηλθε προς τον βασιλεα, και πεσων επι προσωπον αυτου εις την γην, προσεκυνησεν ενωπιον του βασιλεως· και ο βασιλευς εφιλησε τον Αβεσσαλωμ.
1 Cerujos sūnus Joabas pastebėjo, kad karaliaus širdis palinko prie Abšalomo.
2 Joabas pakvietė iš Tekojos išmintingą moterį ir tarė jai: "Apsivilk gedulo drabužiais, nesitepk aliejumi ir apsimesk gedinti ilgą laiką.
3 Nueik pas karalių ir taip jam kalbėk". Ir Joabas įdėjo žodžius į jos lūpas.
4 Tekojietė moteris, atėjusi pas karalių, puolė veidu į žemę, išreikšdama jam pagarbą, ir tarė: "Karaliau, padėk".
5 Karalius jos klausė: "Kas nutiko?" Ji atsakė: "Aš esu našlė, mano vyras miręs.
6 Tavo tarnaitė turėjo du sūnus. Juodu susiginčijo laukuose ir, nesant kas juos perskiria, vienas užmušė kitą.
7 Dabar visi giminės, sukilę prieš mane, sako: ‘Išduok tą, kuris užmušė savo brolį, kad jį nužudytume už jo brolį ir sunaikintume paveldėtoją’. Tuo būdu jie siekia užgesinti man likusią kibirkštėlę, kad nepaliktų ant žemės mano vyrui nei vardo, nei palikuonių".
8 Karalius atsakė moteriai: "Eik į savo namus, aš duosiu nurodymą dėl tavęs".
9 Tekojietė moteris tarė karaliui: "Mano valdove karaliau, kaltė tebūna ant manęs ir mano tėvo namų, o karalius ir jo sostas bus nekaltas".
10 Karalius atsakė: "Kas tau grasins, tą atvesk pas mane, ir jis daugiau tavęs nebelies".
11 Ji sakė: "Karaliau, atsimink Viešpatį, savo Dievą, ir nebeleisk kraujo keršytojams žudyti, kad jie nesunaikintų mano sūnaus". Jis atsakė: "Kaip Viešpats gyvas, nė vienas tavo sūnaus plaukas nenukris žemėn".
12 Moteris tarė: "Leisk savo tarnaitei pasakyti tau, karaliau, dar vieną dalyką". Jis tarė: "Kalbėk".
13 Moteris sakė: "Kodėl tu esi nusistatęs prieš Dievo tautą? Juk taip kalbėdamas, karaliau, tu apkaltini pats save, neleisdamas grįžti savo ištremtajam.
14 Mes visi mirštame ir esame kaip ant žemės išlietas vanduo, kurio nebegalima surinkti; tačiau Dievas neatima gyvybės, bet atranda būdą, kad ištremtieji nebūtų atstumti nuo Jo.
15 Aš atėjau kalbėti karaliui, savo valdovui, dėl to, kad žmonės mane įbaugino. Tavo tarnaitė galvojo: ‘Kalbėsiu karaliui, gal karalius įvykdys savo tarnaitės prašymą.
16 Karalius juk išklausys ir išgelbės savo tarnaitę iš rankos, siekiančios išnaikinti mane ir mano sūnų iš Dievo mums skirto paveldėjimo’.
17 Mano valdovo karaliaus žodis nuramino mane. Nes karalius yra kaip Dievo angelas ir skiria gera nuo pikta. Viešpats, tavo Dievas, tebūna su tavimi".
18 Karalius tarė jai: "Neslėpk nuo manęs nieko, ko klausiu". Moteris atsakė: "Tegul kalba karalius, mano valdovas".
19 Karalius paklausė: "Ar ne Joabo ranka yra su tavimi šitame reikale?" Moteris sakė: "Kaip gyva tavo siela, mano valdove karaliau, niekas negali nukrypti nei į kairę, nei į dešinę nuo to, ką pasakė karalius. Taip, tavo tarnas Joabas mane pamokė ir įdėjo tuos žodžius į mano lūpas.
20 Norėdamas taip išdėstyti visą reikalą, tavo tarnas Joabas tą padarė. Bet mano valdovas yra išmintingas kaip Dievo angelas ir žino visa, kas vyksta žemėje".
21 Karalius tarė Joabui: "Aš patenkinu tavo prašymą, eik ir parvesk jaunuolį Abšalomą".
22 Joabas, parpuolęs veidu į žemę, nusilenkė ir dėkojo karaliui. Po to jis tarė: "Karaliau, mano valdove, šiandien žinau, kad radau malonę tavo akyse, nes patenkinai savo tarno prašymą".
23 Joabas, nuėjęs į Gešūrą, parvedė Abšalomą į Jeruzalę.
24 Karalius įsakė: "Tegul jis gyvena savo namuose, bet mano veido nematys". Taip Abšalomas sugrįžo į savo namus, tačiau karaliaus nematė.
25 Visame Izraelyje nebuvo gražesnio vyro už Abšalomą. Nuo galvos iki kojų padų jis neturėjo jokio trūkumo.
26 Jis kirpdavosi plaukus kiekvienų metų pabaigoje, nes plaukai būdavo jam sunkūs. Jo nukirpti galvos plaukai svėrė du šimtus šekelių pagal karaliaus svorį.
27 Abšalomas turėjo tris sūnus ir vieną dukterį, vardu Tamara; ji buvo graži moteris.
28 Abšalomas išgyveno Jeruzalėje dvejus metus, nematęs karaliaus veido.
29 Jis kvietė Joabą pas save, norėdamas jį pasiųsti pas karalių, bet Joabas neatėjo. Antrą kartą pakviestas, Joabas taip pat neatėjo.
30 Tuomet Abšalomas kalbėjo savo tarnams: "Jūs žinote, kad Joabo laukas yra šalia mano ir jame auga miežiai. Eikite ir juos padekite". Abšalomo tarnai padegė miežius.
31 Tada Joabas, atėjęs pas Abšalomą, klausė: "Kodėl tavo tarnai padegė mano miežius?"
32 Abšalomas atsakė Joabui: "Aš tave kviečiau ateiti pas mane, nes norėjau, kad tu paklaustum karaliaus, kodėl turėjau grįžti iš Gešūro. Man būtų buvę geriau, jei ten būčiau pasilikęs. Aš noriu pamatyti karalių. Jei aš kaltas, tegul nužudo mane".
33 Joabas, atėjęs pas karalių, jam viską pranešė. Tada karalius pasikvietė Abšalomą. Jis atėjo pas karalių ir nusilenkė veidu iki žemės, o karalius pabučiavo Abšalomą.