1 Εν δε τω ακολουθω ετει, καθ' ον καιρον εκστρατευουσιν οι βασιλεις, απεστειλεν ο Δαβιδ τον Ιωαβ και τους δουλους αυτου μετ' αυτου και παντα τον Ισραηλ· και κατεστρεψαν τους υιους Αμμων και επολιορκησαν την Ραββα. Ο δε Δαβιδ εμεινεν εν Ιερουσαλημ.

2 Και προς το εσπερας, οτε ο Δαβιδ εσηκωθη απο της κλινης αυτου, περιεπατει επι του δωματος του βασιλικου οικου· και ειδεν απο του δωματος γυναικα λουομενην· και η γυνη ητο ωραια την οψιν σφοδρα.

3 Και απεστειλεν ο Δαβιδ και ηρευνησε περι της γυναικος. Και ειπε τις, Δεν ειναι αυτη Βηθ-σαβεε, η θυγατηρ του Ελιαμ, η γυνη Ουριου του Χετταιου;

4 Και απεστειλεν ο Δαβιδ μηνυτας και ελαβεν αυτην· και οτε ηλθε προς αυτον, εκοιμηθη μετ' αυτης, διοτι ειχε καθαρισθη απο της ακαθαρσιας αυτης· και επεστρεψεν εις τον οικον αυτης.

5 Και συνελαβεν η γυνη· και αποστειλασα απηγγειλε προς τον Δαβιδ και ειπεν, Εγκυος ειμαι.

6 Και απεστειλεν ο Δαβιδ προς τον Ιωαβ, λεγων, Αποστειλον μοι Ουριαν τον Χετταιον. Και απεστειλεν ο Ιωαβ τον Ουριαν προς τον Δαβιδ.

7 Και οτε ηλθε προς αυτον ο Ουριας, ηρωτησεν ο Δαβιδ πως εχει ο Ιωαβ και πως εχει ο λαος και πως εχουσι τα του πολεμου.

8 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ουριαν, Καταβα εις τον οικον σου και νιψον τους ποδας σου· και εξηλθεν ο Ουριας εκ του οικου του βασιλεως· και κατοπιν αυτου ηλθε μεριδιον απο της τραπεζης του βασιλεως.

9 Αλλ' ο Ουριας εκοιμηθη παρα την θυραν του οικου του βασιλεως, μετα παντων των δουλων του κυριου αυτου και δεν κατεβη εις τον οικον αυτου.

10 Και οτε απηγγειλαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Δεν κατεβη ο Ουριας εις τον οικον αυτου, ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ουριαν, Συ δεν ερχεσαι εξ οδοιποριας; δια τι δεν κατεβης εις τον οικον σου;

11 Και ειπεν ο Ουριας προς τον Δαβιδ, Η κιβωτος και ο Ισραηλ και ο Ιουδας κατοικουσιν εν σκηναις, και ο κυριος μου Ιωαβ και οι δουλοι του κυριου μου, ειναι εστρατοπεδευμενοι επι το προσωπον της πεδιαδος· και εγω θελω υπαγει εις τον οικον μου, δια να φαγω και να πιω και να κοιμηθω μετα της γυναικος μου; ζης και ζη η ψυχη σου, δεν θελω καμει το πραγμα τουτο.

12 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ουριαν, Μεινε ενταυθα και σημερον, και αυριον θελω σε εξαποστειλει. Και εμεινεν ο Ουριας εν Ιερουσαλημ την ημεραν εκεινην και την επαυριον.

13 Και εκαλεσεν αυτον ο Δαβιδ, και εφαγεν ενωπιον αυτου και επιεν· και εμεθυσεν αυτον· και το εσπερας εξηλθε να κοιμηθη επι της κλινης αυτου μετα των δουλων του κυριου αυτου, πλην εις τον οικον αυτου δεν κατεβη.

14 Και το πρωι εγραψεν ο Δαβιδ επιστολην προς τον Ιωαβ, και εστειλεν αυτην δια χειρος του Ουριου.

15 Και εγραψεν εν τη επιστολη, λεγων, Θεσατε τον Ουριαν απεναντι της σκληροτερας μαχης· επειτα συρθητε απ' αυτου, δια να κτυπηθη και να αποθανη.

16 Και αφου παρετηρησε την πολιν ο Ιωαβ, διωρισε τον Ουριαν εις θεσιν, οπου ηξευρεν οτι ησαν ανδρες δυναμεως.

17 Και εξηλθον οι ανδρες της πολεως, και επολεμησαν μετα του Ιωαβ· και επεσον εκ του λαου τινες των δουλων του Δαβιδ· εθανατωθη δε και Ουριας ο Χετταιος.

18 Και απεστειλεν ο Ιωαβ και ανηγγειλε προς τον Δαβιδ παντα τα περι του πολεμου.

19 Και προσεταξε τον μηνυτην, λεγων, Αφου τελειωσης λαλων προς τον βασιλεα παντα τα περι του πολεμου,

20 εξαφθη ο θυμος του βασιλεως, και ειπη προς σε, Δια τι επλησιασατε εις την πολιν μαχομενοι; δεν ηξευρετε οτι ηθελον τοξευσει απο του τειχους;

21 τις επαταξεν Αβιμελεχ τον υιον του Ιερουβεσεθ; γυνη τις δεν ερριψεν επ' αυτον τμημα μυλοπετρας απο του τειχους, και απεθανεν εν Θαιβαις; δια τι επλησιασατε εις το τειχος; τοτε ειπε, Απεθανε και ο δουλος σου Ουριας ο Χετταιος.

22 Υπηγε λοιπον ο μηνυτης και ελθων, απηγγειλε προς τον Δαβιδ παντα εκεινα, δια τα οποια απεστειλεν αυτον ο Ιωαβ.

23 Και ειπεν ο μηνυτης προς τον Δαβιδ, οτι υπερισχυσαν καθ' ημων οι ανδρες και εξηλθον προς ημας εις την πεδιαδα, και κατεδιωξαμεν αυτους μεχρι της εισοδου της πυλης·

24 αλλ' οι τοξοται ετοξευσαν απο του τειχους επι τους δουλους σου· και τινες των δουλων του βασιλεως απεθανον, και ο δουλος σου ετι Ουριας ο Χετταιος απεθανε.

25 Τοτε ειπεν ο Δαβιδ προς τον μηνυτην, Ουτω θελεις ειπει προς τον Ιωαβ· Μη σε ανησυχη τουτο το πραγμα· διοτι η ρομφαια κατατρωγει ποτε μεν ενα, ποτε δε αλλον· ενισχυσον την μαχην σου εναντιον της πολεως και καταστρεψον αυτην· και συ ενθαρρυνε αυτον.

26 Οτε δε ηκουσεν η γυνη του Ουριου, οτι Ουριας ο ανηρ αυτης απεθανεν, επενθησε δια τον ανδρα αυτης.

27 Και αφου επερασε το πενθος, απεστειλεν ο Δαβιδ και παρελαβεν αυτην εις τον οικον αυτου· και εγεινε γυνη αυτου και εγεννησεν εις αυτον υιον· το πραγμα ομως το οποιον επραξεν ο Δαβιδ, εφανη κακον εις τους οφθαλμους του Κυριου.

1 Praėjus metams, tuo laiku, kai karaliai eina į karą, Dovydas pasiuntė Joabą su savo tarnais ir visą Izraelio kariuomenę, kurie nugalėjo amonitus ir apgulė Rabą. Bet Dovydas pasiliko Jeruzalėje.

2 Kartą vakare Dovydas atsikėlė nuo savo lovos ir vaikščiojo ant karaliaus namų stogo. Nuo stogo jis pamatė besimaudančią moterį; moteris buvo labai graži.

3 Dovydas pasiuntė sužinoti, kas ji. Jam buvo pranešta, kad tai Eliamo duktė Batšeba, hetito Ūrijos žmona.

4 Dovydas pasiuntė savo tarnus ją atvesti. Ji atėjo pas jį, ir jis sugulė su ja, nes ji buvo apsivaliusi nuo savo nešvarumo. Ir ji sugrįžo į savo namus.

5 Moteris pastojo ir pasiuntė pas Dovydą pranešti: "Aš esu nėščia".

6 Dovydas pasiuntė pasakyti Joabui, kad atsiųstų jam hetitą Ūriją. Joabas pasiuntė Ūriją pas Dovydą.

7 Kai Ūrija atėjo pas Dovydą, jis teiravosi, kaip sekasi Joabui, kariams ir kaip vyksta karas.

8 Po to Dovydas tarė Ūrijai: "Eik į savo namus ir nusiplauk kojas". Ūrijai išėjus iš karaliaus namų, jam iš paskos nunešė karališkų valgių.

9 Bet Ūrija nėjo namo ir atsigulė karaliaus namų prieangyje su visais savo valdovo tarnais.

10 Kai Dovydui pranešė, kad Ūrija nėjo namo, Dovydas paklausė Ūrijos: "Tu atėjai iš kelionės. Kodėl neini į savo namus?"

11 Ūrija atsakė Dovydui: "Skrynia, Izraelis ir Judas gyvena palapinėse, o mano valdovas Joabas ir mano valdovo tarnai apsistoję atvirame lauke. Kaip aš galiu eiti į savo namus valgyti, gerti ir miegoti su savo žmona? Kaip tu gyvas ir gyva tavo siela, aš to nedarysiu!"

12 Dovydas tarė: "Pasilik dar šiandien čia, o rytoj aš tave išleisiu". Ūrija pasiliko Jeruzalėje dar vieną dieną iki rytojaus.

13 Dovydas pasikvietė jį, jis valgė ir gėrė su Dovydu, ir Dovydas jį nugirdė. Vakare Ūrija išėjo miegoti kartu su savo valdovo tarnais, tačiau į savo namus nėjo.

14 Rytą Dovydas parašė Joabui laišką ir jį pasiuntė per Ūriją.

15 Laiške jis rašė: "Pastatyk Ūriją į smarkiausios kovos priekį ir atsitraukite, kad jis žūtų".

16 Joabas, apgulęs miestą, pastatė Ūriją į tokią vietą, apie kurią žinojo, kad ten stovi drąsūs žmonės.

17 Miesto žmonės išėjo ir kovėsi su Joabu. Ir krito keletas iš tautos, iš Dovydo tarnų, ir hetitas Ūrija žuvo taip pat.

18 Joabas pasiuntė Dovydui pranešimą apie mūšio eigą.

19 Pasiuntiniui įsakė: "Kai pabaigsi pasakoti karaliui apie mūšį,

20 jei karalius supyks ir sakys tau: ‘Kodėl taip priartėjote prie miesto kovodami? Argi nežinojote, kad jie šaudys nuo sienų?

21 Kas užmušė Jerubešeto sūnų Abimelechą? Argi ne moteris, numetusi ant jo girnų akmenį nuo sienos taip, kad jis mirė Tebece? Kodėl priartėjote prie sienų?’ Atsakyk jam: ‘Tavo tarnas hetitas Ūrija taip pat miręs’ ".

22 Pasiuntinys nuėjo ir pranešė Dovydui visa, ką Joabas buvo jam įsakęs.

23 Ir pasiuntinys sakė Dovydui: "Vyrai įveikė mus ir išėjo prieš mus į atvirą lauką, bet mes juos nustūmėme ligi miesto vartų.

24 Šauliai šaudė į tavo tarnus nuo sienų, ir keletas tavo tarnų žuvo. Ir tavo tarnas hetitas Ūrija taip pat miręs".

25 Tuomet Dovydas tarė pasiuntiniui: "Pasakyk Joabui dėl to nenusiminti, nes kardas ryja tai vieną, tai kitą. Tegul sustiprina miesto puolimą ir jį sugriauna. Taip jį padrąsink".

26 Ūrijos žmona, išgirdusi, kad jos vyras žuvo, gedėjo dėl savo vyro.

27 Gedului pasibaigus, Dovydas parsivedė ją į savo namus. Ji tapo jo žmona ir pagimdė jam sūnų. Bet šis dalykas, kurį padarė Dovydas, nepatiko Viešpačiui.