1 Και ειπεν ο Δαβιδ, Μενει τις ετι εκ του οικου του Σαουλ, δια να καμω ελεος προς αυτον χαριν του Ιωναθαν;
2 Ητο δε δουλος τις εκ του οικου του Σαουλ, ονομαζομενος Σιβα. Και εκαλεσαν αυτον προς τον Δαβιδ, και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Συ εισαι ο Σιβα; Ο δε ειπεν, Ο δουλος σου.
3 Και ειπεν ο βασιλευς, Δεν μενει τις ετι εκ του οικου του Σαουλ, δια να καμω προς αυτον ελεος Θεου; Και ειπεν ο Σιβα προς τον βασιλεα, Ετι υπαρχει υιος του Ιωναθαν, βεβλαμμενος τους ποδας.
4 Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Που ειναι ουτος; Ο δε Σιβα ειπε προς τον βασιλεα, Ιδου, ειναι εν τω οικω του Μαχειρ, υιου του Αμμιηλ, εν Λο-δεβαρ.
5 Τοτε εστειλεν ο βασιλευς Δαβιδ και ελαβεν αυτον εκ του οικου του Μαχειρ, υιου του Αμμιηλ, εκ Λο-δεβαρ.
6 Και οτε ηλθε προς τον Δαβιδ ο Μεμφιβοσθε, υιος του Ιωναθαν, υιου του Σαουλ, επεσε κατα προσωπον αυτου και προσεκυνησε. Και ειπεν ο Δαβιδ, Μεμφιβοσθε· Ο δε ειπεν, Ιδου, ο δουλος σου.
7 Και ειπεν ο Δαβιδ προς αυτον, Μη φοβου· διοτι βεβαιως θελω καμει προς σε ελεος, χαριν Ιωναθαν του πατρος σου, και θελω αποδωσει εις σε παντα τα κτηματα Σαουλ του πατρος σου· και συ θελεις τρωγει αρτον επι της τραπεζης μου δια παντος.
8 Ο δε προσεκυνησεν αυτον και ειπε, Τις ειναι ο δουλος σου, ωστε να επιβλεψης εις τοιουτον κυνα τεθνηκοτα οποιος εγω;
9 Και εκαλεσεν ο βασιλευς τον Σιβα, τον δουλον του Σαουλ, και ειπε προς αυτον, Παντα οσα ειχεν ο Σαουλ και πας ο οικος αυτου εδωκα εις τον υιον του κυριου σου·
10 θελεις λοιπον γεωργει την γην δι' αυτον, συ και οι υιοι σου, και οι δουλοι σου, και θελεις φερει τα εισοδηματα, δια να εχη ο υιος του κυριου σου τροφην να τρωγη· πλην ο Μεμφιβοσθε, ο υιος του κυριου σου, θελει τρωγει δια παντος αρτον επι της τραπεζης μου. Ειχε δε ο Σιβα δεκαπεντε υιους και εικοσι δουλους.
11 Ο δε Σιβα ειπε προς τον βασιλεα, Κατα παντα οσα προσεταξεν ο κυριος μου ο βασιλευς τον δουλον αυτου, ουτω θελει καμει ο δουλος σου. Ο δε Μεμφιβοσθε, ειπεν ο βασιλευς, θελει τρωγει επι της τραπεζης μου, ως εις των υιων του βασιλεως.
12 Ειχε δε ο Μεμφιβοσθε υιον μικρον, ονομαζομενον Μιχα. Παντες δε οι κατοικουντες εν τω οικω του Σιβα ησαν δουλοι του Μεμφιβοσθε.
13 Και ο Μεμφιβοσθε κατωκει εν Ιερουσαλημ· διοτι ετρωγε δια παντος επι της τραπεζης του βασιλεως· ητο δε χωλος αμφοτερους τους ποδας.
1 Ir Dovydas sakė: "Ar yra išlikęs kas nors iš Sauliaus namų, kuriam aš galėčiau parodyti gerumą dėl Jehonatano?"
2 Iš Sauliaus namų buvo tarnas, vardu Ciba. Jis buvo pašauktas pas Dovydą, ir karalius klausė: "Ar tu esi Ciba?" Tas atsakė: "Taip, tavo tarnas".
3 Karalius klausė: "Ar išliko kas nors iš Sauliaus namų, kuriam galėčiau parodyti Dievo gerumą?" Ciba atsakė: "Yra raišas Jehonatano sūnus".
4 Karalius vėl klausė jo: "Kur jis yra?" Ciba atsakė: "Jis gyvena Amielio sūnaus Machyro namuose, Lo Debare".
5 Karalius Dovydas pasiuntė ir parsigabeno jį iš Lo Debaro, iš Amielio sūnaus Machyro namų.
6 Sauliaus sūnaus Jehonatano sūnus Mefi Bošetas, įėjęs pas Dovydą, puolė veidu į žemę ir nusilenkė. Dovydas tarė: "Mefi Bošetai!" Tas atsakė: "Štai tavo tarnas".
7 Ir Dovydas kalbėjo jam: "Nebijok, aš tau būsiu geras dėl tavo tėvo Jehonatano ir sugrąžinsiu tau visas tavo tėvo Sauliaus žemes. Tu visada valgysi prie mano stalo".
8 Mefi Bošetas nusilenkė ir tarė: "Kas yra tavo tarnas, kad tu atkreipei savo dėmesį į tokį pastipusį šunį kaip aš?"
9 Karalius pasišaukė Sauliaus tarną Cibą ir jam tarė: "Visa, kas priklausė Sauliui ir jo namams, atidaviau tavo valdovo sūnui.
10 Dirbk jo žemę su savo sūnumis ir tarnais bei nuimk derlių, kad tavo valdovo sūnus turėtų maisto, o tavo valdovo sūnus Mefi Bošetas visada valgys prie mano stalo". Ciba turėjo penkiolika sūnų ir dvidešimt tarnų.
11 Jis atsakė karaliui: "Kaip tu, karaliau, įsakei savo tarnui, taip tavo tarnas padarys". Mefi Bošetas valgė prie Dovydo stalo kaip vienas iš karaliaus sūnų.
12 Mefi Bošetas turėjo mažą sūnų, vardu Michėjas. Visa Cibos šeimyna buvo Mefi Bošeto tarnai.
13 Mefi Bošetas gyveno Jeruzalėje ir visada valgė prie karaliaus stalo. Jis buvo luošas abiem kojom.