1 Προσεχε, ουρανε, και θελω λαλησει· και ας ακουη η γη τους λογους του στοματος μου.
2 Η διδασκαλια μου θελει σταλαξει ως η βροχη, ο λογος μου θελει καταβη ως η δροσος, ως η ψεκας επι την χλοην και ως ο ομβρος επι τον χορτον·
3 διοτι θελω εξυμνησει το ονομα του Κυριου· αποδοτε μεγαλωσυνην εις τον Θεον ημων.
4 Αυτος ειναι ο Βραχος, τα εργα αυτου ειναι τελεια· διοτι πασαι αι οδοι αυτου ειναι κρισις· Θεος πιστος, και δεν υπαρχει αδικια εν αυτω· δικαιος και ευθυς ειναι αυτος.
5 Ουτοι διεφθαρησαν· η κηλις αυτων δεν ειναι κηλις των υιων αυτου· ειναι γενεα σκολια και διεστραμμενη.
6 Ταυτα ανταποδιδετε εις τον Κυριον, λαε μωρε και ασυνετε; δεν ειναι αυτος ο πατηρ σου, οστις σε εξηγορασεν; αυτος οστις σε επλασε και σε εμορφωσεν;
7 Ενθυμηθητι τας αρχαιας ημερας, συλλογισθητι τα ετη πολλων γενεων· ερωτησον τον πατερα σου, και αυτος θελει σοι αναγγειλει, τους πρεσβυτερους σου, και αυτοι θελουσι σοι ειπει·
8 οτε διεμεριζεν ο Υψιστος τα εθνη, οτε διεσπειρε τους υιους του Αδαμ, εστησε τα ορια των λαων κατα τον αριθμον των υιων Ισραηλ.
9 Διοτι η μερις του Κυριου ειναι ο λαος αυτου, ο Ιακωβ ειναι το μερος της κληρονομιας αυτου.
10 Εν γη ερημω ευρηκεν αυτον, και εν ερημια φρικης και ολολυγμου· περιωδηγησεν αυτον, επαιδαγωγησεν αυτον, εφυλαξεν αυτον ως κορην οφθαλμου αυτου.
11 Καθως ο αετος σκεπαζει την φωλεαν αυτου, περιθαλπει τους νεοσσους αυτου, εξαπλονων τας πτερυγας αυτου αναλαμβανει αυτους, και σηκονει αυτους επι των πτερυγων αυτου,
12 ουτως ο Κυριος μονος ωδηγησεν αυτον, και δεν ητο μετ' αυτου ξενος Θεος.
13 Ανεβιβασεν αυτους επι τα εξοχα μερη της γης, και εφαγον τα γεννηματα των αγρων· και εθηλασεν αυτους μελι εκ της πετρας, και ελαιον εκ της σκληρας πετρας,
14 Βουτυρον βοων και γαλα προβατων, με παχος αρνιων, και κριων θρεμματων της Βασαν, και τραγων, μετα του εξαιρετου ανθους του σιτου· και επιες οινον, αιμα σταφυλης.
15 Ο δε Ιεσουρουν επαχυνθη και απελακτισεν· επαχυνθης, επλατυνθης, υπερελιπανθης· τοτε ελησμονησε τον Θεον τον πλασαντα αυτον, και κατεφρονησε τον Βραχον της σωτηριας αυτου.
16 Παρωξυναν αυτον εις ζηλοτυπιαν με ξενους θεους, με βδελυγματα παρωξυναν αυτον εις θυμον·
17 εθυσιασαν εις δαιμονια, ουχι εις τον Θεον· εις θεους, τους οποιους δεν εγνωριζον, εις νεους θεους νεωστι εισαχθεντας, τους οποιους δεν ελατρευον οι πατερες σας·
18 τον δε Βραχον τον γεννησαντα σε εγκατελιπες, και ελησμονησας τον Θεον τον πλασαντα σε.
19 Και ειδεν ο Κυριος και απεστραφη αυτους, διοτι παρωργισαν αυτον οι υιοι αυτου και αι θυγατερες αυτου·
20 και ειπε, Θελω αποστρεψει το προσωπον μου απ' αυτων, θελω ιδει οποιον θελει εισθαι το τελος αυτων· διοτι αυτοι ειναι γενεα διεστραμμενη, υιοι εις τους οποιους δεν υπαρχει πιστις.
21 Αυτοι με παρωξυναν εις ζηλοτυπιαν με τα μη οντα θεον· με τα ειδωλα αυτων με παρωργισαν· και εγω θελω παροξυνει αυτους εις ζηλοτυπιαν με τους μη οντας λαον, με εθνος ασυνετον θελω παροργισει αυτους.
22 Διοτι πυρ εξηφθη εν τω θυμω μου, και θελει εκκαυθη εως εις τα κατωτατα του αδου, και θελει καταφαγει την γην μετα των γεννηματων αυτης, και θελει καταφλογισει τα θεμελια των ορεων.
23 Θελω επισωρευσει επ' αυτους κακα, παντα τα βελη μου θελω εκκενωσει επ' αυτους.
24 Θελουσιν αναλωθη εκ της πεινης και καταφαγωθη με φλογωδεις νοσους, και με πικρον ολεθρον· και οδοντας θηριων θελω εξαποστειλει επ' αυτους, και φαρμακιον των ερποντων επι της γης.
25 Εξωθεν μαχαιρα, και εσωθεν τρομος, θελει καταναλωσει τον τε νεον και την παρθενον, το θηλαζον νηπιον και τον πολιον γεροντα.
26 Ειπα, Ηθελον διασκορπισει αυτους, ηθελον εξαλειψει το μνημοσυνον αυτων εκ μεσου των ανθρωπων,
27 εαν δεν εφοβουμην την οργην του εχθρου, μη πως υψηλοφρονησωσιν οι εναντιοι αυτων, και ειπωσιν, Η χειρ ημων η υψηλη, και ουχι ο Κυριος, εκαμε παντα ταυτα.
28 Διοτι ειναι εθνος ασυνετον, και δεν υπαρχει εν αυτοις φρονησις.
29 Ειθε να ησαν σοφοι, να ενοουν τουτο, να εσυλλογιζοντο το τελος αυτων
30 Πως ηθελε δυνηθη εις να διωξη χιλιους, και δυο να τρεψωσιν εις φυγην μυριαδας, εαν ο Βραχος αυτων δεν ηθελε πωλησει αυτους, και δεν ηθελε παραδωσει αυτους ο Κυριος;
31 Διοτι ο βραχος αυτων δεν ειναι ως ο Βραχος ημων· και αυτοι οι εχθροι ημων ας κρινωσιν.
32 Επειδη εκ της αμπελου των Σοδομων ειναι η αμπελος αυτων, και εκ των αγρων της Γομορρας· η σταφυλη αυτων ειναι σταφυλη χολης, οι βοτρεις αυτων πικροι·
33 ο οινος αυτων φαρμακιον δρακοντων, και ανιατος ιος ασπιδος.
34 Δεν ειναι τουτο αποτεταμιευμενον εις εμε, εσφραγισμενον εις τους θησαυρους μου;
35 Εις εμε ανηκει η εκδικησις και η ανταποδοσις· ο πους αυτων εν καιρω θελει ολισθησει διοτι πλησιον ειναι η ημερα της απωλειας αυτων, και τα μελλοντα να ελθωσιν επ' αυτους σπευδουσι.
36 Διοτι ο Κυριος θελει κρινει τον λαον αυτου, και θελει μεταμεληθη δια τους δουλους αυτου, οταν ιδη οτι απωλεσθη η δυναμις αυτων, και δεν εμεινεν ουδεν πεφυλαγμενον ουδε αφειμενον.
37 Και θελει ειπει, Που ειναι οι θεοι αυτων, ο βραχος εις τον οποιον ειχον το θαρρος αυτων;
38 οιτινες ετρωγον το παχος των θυσιων αυτων, και επινον τον οινον των σπονδων αυτων; ας σηκωθωσι και ας σας βοηθησωσιν, ας γεινωσιν εις εσας σκεπη.
39 Ιδετε τωρα οτι εγω, εγω ειμαι, και δεν ειναι Θεος πλην εμου· εγω θανατονω και ζωοποιω· εγω πληγονω και ιατρευω· και δεν υπαρχει ο ελευθερων εκ της χειρος μου.
40 Διοτι εγω υψονω εις τον ουρανον την χειρα μου, Και λεγω, Ζω εγω εις τον αιωνα·
41 εαν ακονισω την αστραπηφορον μαχαιραν μου, και επιβαλω την χειρα μου εις κρισιν, θελω καμει εκδικησιν εις τους εχθρους μου, και θελω ανταποδωσει εις τους μισουντας με·
42 θελω μεθυσει τα βελη μου απο αιματος, και η μαχαιρα μου θελει καταφαγει κρεατα, απο του αιματος των πεφονευμενων και των αιχμαλωτων, απο της κεφαλης των αρχοντων των εχθρων.
43 Ευφρανθητε, εθνη, μετα του λαου αυτου· διοτι θελει εκδικησει το αιμα των δουλων αυτου, και αποδωσει εκδικησιν εις τους εναντιους αυτου, και καθαρισει την γην αυτου και τον λαον αυτου.
44 Και ηλθεν ο Μωυσης, και ελαλησε παντας τους λογους της ωδης ταυτης εις επηκοον του λαου, αυτος και Ιησους ο υιος του Ναυη.
45 Και ετελειωσεν ο Μωυσης λαλων παντας τους λογους τουτους προς παντα τον Ισραηλ.
46 Και ειπε προς αυτους, Θεσατε τας καρδιας σας εις παντας τους λογους, τους οποιους εγω σημερον διαμαρτυρομαι προς εσας· τους οποιους θελετε παραγγειλει εις τα τεκνα σας να προσεχωσιν εις το να εκτελωσι, παντας τους λογους του νομου τουτου.
47 Διοτι ουτος δεν ειναι εις εσας λογος ματαιος· επειδη αυτη ειναι η ζωη σας· και δια του λογου τουτου θελετε μακροημερευσει επι της γης, προς την οποιαν διαβαινετε τον Ιορδανην δια να κληρονομησητε αυτην.
48 Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην την αυτην εκεινην ημεραν, λεγων,
49 Αναβα εις το ορος τουτο Αβαριμ, εις το ορος Νεβω, το εν τη γη Μωαβ κατεναντι της Ιεριχω· και θεωρησον την γην Χανααν, την οποιαν εγω διδω εις τους υιους Ισραηλ εις ιδιοκτησιαν·
50 και τελευτησον εν τω ορει οπου αναβαινεις, και προστεθητι εις τον λαον σου, καθως ο αδελφος σου Ααρων ετελευτησεν εν τω ορει Ωρ και προσετεθη εις τον λαον αυτου·
51 διοτι ηπειθησατε εις εμε μεταξυ των υιων Ισραηλ εις τα υδατα της Μεριβα-καδης, εν τη ερημω Σιν· επειδη δεν με ηγιασατε εν μεσω των υιων Ισραηλ·
52 οθεν απεναντι θελεις ιδει την γην, εκει ομως δεν θελεις εισελθει, εις την γην την οποιαν εγω διδω εις τους υιους Ισραηλ.
1 "Klausykite, dangūs! Aš kalbėsiu, žemė teišgirsta mano žodžius.
2 Mano pamokymai kris kaip lietus, mano žodžiai kaip rasa, kaip lietaus srovės ant žolės ir kaip lašai ant želmenų.
3 Aš skelbsiu Viešpaties vardą; atiduokite mūsų Dievui garbę!
4 Jis yra Uola; tobuli Jo darbai, visi Jo keliai pilni teisybės. Dievas ištikimas, be jokios neteisybės, Jis teisus ir teisingas.
5 Jie sugedo ir nėra Jo vaikai dėl savo išsigimimo, nedora ir iškrypusi karta.
6 Argi taip atsilygini Viešpačiui, kvaila ir neišmintinga tauta? Argi ne Jis tavo tėvas, kuris tave įsūnijo? Argi ne Jis padarė ir įtvirtino tave?
7 Atsimink senąsias dienas, apsvarstyk praeitų kartų laikus; klausk savo tėvo, jis tau pasakys, savo seneliųjie tau papasakos.
8 Aukščiausiasis skyrė tautoms kraštus, dalino žmonių vaikams žemes ir nustatė tautoms sienas pagal Izraelio vaikų skaičių.
9 Viešpaties nuosavybė yra Jo tauta, JokūbasJo paveldėjimo dalis.
10 Jis ją rado negyvenamų dykumų platybėje; globojo ir rūpinosi ja, saugojo kaip savo akį.
11 Kaip erelis moko skristi savo jauniklius, pats sklando virš lizdo ištiesęs savo sparnus ir neša juos ant savo sparnų,
12 taip Viešpats vienas ją vedė; nebuvo su Juo jokio kito dievo.
13 Jis vedė ją žemės aukštumomis, maitino laukų vaisiais, davė medaus iš akmens ir aliejaus iš kietos uolos,
14 sviesto iš karvių, pieno iš avių, taukų iš ėriukų, Bašano avinų ir ožkų; gerų kviečių ir vyno iš vynuogių kraujo.
15 Nutukęs, suriebėjęs, sustorėjęs Ješurūnas paliko Dievą, savo Kūrėją, ir paniekino išgelbėjimo Uolą.
16 Svetimais dievais ir bjaurystėmis jie sukėlė Viešpaties rūstybę.
17 Jie aukojo demonams, ne Dievui, naujiems dievams, kurių jie nepažino, kurie ką tik pasirodė, kurių nebijojo jų tėvai.
18 Uolą, kuri tave pagimdė, tu paniekinai ir užmiršai Dievą, savo Kūrėją.
19 Viešpats tai matė ir bjaurėjosi jais, nes Jį supykdė Jo sūnūs ir dukterys.
20 Jis tarė: ‘Paslėpsiu nuo jų savo veidą ir žiūrėsiu, koks bus jų galas. Tai yra sugedusi karta, neištikimi vaikai.
21 Jie sukėlė mano pavydą tuo, kas nėra dievai, supykdė mane savo tuštybėmis; Aš sukelsiu jų pavydą tuo, kas nėra tauta, supykdysiu neišmanančia tauta.
22 Mano rūstybės ugnis užsidegė. Ji degins iki pragaro gelmių; ris žemę, jos vaisius ir kalnų pamatus.
23 Aš krausiu ant jų nelaimes ir šaudysiu į juos savo strėlėmis.
24 Jie bus varginami bado ir naikinami drugio bei baisiausio maro. Siųsiu jiems plėšrius žvėris ir nuodingas gyvates.
25 Lauke juos naikins kardas, o vidujesiaubas, negailėdamas jaunų, senų nė kūdikių.
26 Aš būčiau sunaikinęs juos visiškai, net prisiminimą apie juos išdildęs iš žmonių atminties,
27 bet nedariau to, kad kartais jų priešai nesugalvotų sakyti, jog jie sunaikino juos, o ne Viešpats.
28 Tai neišmintingi žmonės, neturintys supratimo.
29 O, kad jie būtų išmintingi ir suprastų tai, ir numatytų, koks bus jų galas.
30 Kaip vienas galėtų vyti tūkstantį ir du persekioti dešimt tūkstančių, jeigu jų Uola nebūtų atsisakiusi jiems padėti ir Viešpats nebūtų nuo jų pasitraukęs?
31 Mūsų Uola nėra tokia, kaip jų uola, patys mūsų priešai tai liudija.
32 Tikrai jų vynmedis yra iš Sodomos ir Gomoros laukų. Jų vynuogės yra nuodingos ir vynuogių kekės karčios.
33 Jų vynas yra slibinų ir angių nuodai.
34 Visa tai laikoma mano užantspauduotame sandėlyje.
35 Mano atlyginimas ir kerštas, kai jų kojos paslys. Jų pražūties diena arti, greitai juos ištiks tai, kas jiems skirta’.
36 Viešpats teis savo tautą ir pasigailės savo tarnų, kai jų jėgos bus išsekusios.
37 Jis sakys: ‘Kur jų dievai, uola, kuria jie pasitikėjo?
38 Kur tie, kurie valgė jų aukų taukus ir gėrė jų aukų vyną? Tegul jie pakyla ir padeda jums.
39 Supraskite, kad Aš esu vienas ir šalia manęs nėra kito dievo. Aš užmušu ir atgaivinu, sužeidžiu ir gydau; ir niekas neišgelbės iš mano rankos.
40 Aš, pakėlęs ranką į dangų, sakau Aš esu gyvas per amžius.
41 Aš išgaląsiu savo žibantį kardą ir teisiu. Atkeršysiu savo priešams ir atlyginsiu tiems, kurie manęs nekenčia.
42 Mano strėlės pasigers nuo kraujo, o mano kardas ris mėsą, kraują užmuštųjų ir belaisvių, priešo vadų galvas’.
43 Džiaukitės, tautos, kartu su Jo tauta, nes Jis atkeršys už savo tarnų kraują, kerštu atlygins priešams ir pasigailės savo žemės ir savo žmonių".
44 Mozė paskelbė šią giesmę tautai, jis ir Nūno sūnus Jozuė.
45 Mozė, pabaigęs kalbėti Izraeliui,
46 tarė: "Įsidėkite į širdis visus šituos žodžius, kuriuos jums šiandien paskelbiau, perduokite juos savo vaikams ir įsakykite vykdyti viską, kas parašyta šitame įstatyme.
47 Tai ne tuščias dalykas, nes tai yra jūsų gyvenimas. Jų dėka ilgai gyvensite žemėje, kurios einate paveldėti anapus Jordano".
48 Viešpats tą pačią dieną kalbėjo Mozei:
49 "Eik į Abarimo kalnyną ir užlipk ant Nebojo kalno, kuris yra Moabo žemėje ties Jerichu; apžvelk Kanaano žemę, kurią duosiu paveldėti izraelitams.
50 Mirsi ant to kalno ir susijungsi su savo tauta kaip tavo brolis Aaronas, kuris mirė Horo kalne ir susijungė su savo tauta.
51 Kadangi judu nusikaltote man prie Meribos vandenų Cino dykumoje, Kadeše, ir neparodėte mano šventumo tarp izraelitų,
52 tu matysi žemę, kurią duodu izraelitams, bet neįeisi į ją".