1 Και εαν υπακουης επιμελως εις την φωνην Κυριου του Θεου σου, δια να προσεχης να καμνης πασας τας εντολας αυτου, τας οποιας εγω προσταζω εις σε σημερον, θελει σε υψωσει Κυριος ο Θεος σου υπερανω παντων των εθνων της γης·

2 και θελουσιν ελθει επι σε πασαι αι ευλογιαι αυται και θελουσι σε ευρει, εαν υπακουσης εις την φωνην Κυριου του Θεου σου.

3 Ευλογημενος θελεις εισθαι εν τη πολει και ευλογημενος θελεις εισθαι εν τω αγρω.

4 Ευλογημενος ο καρπος της κοιλιας σου και ο καρπος της γης σου και ο καρπος των κτηνων σου, αι αγελαι των βοων σου και τα ποιμνια των προβατων σου.

5 Ευλογημενον το καλαθιον σου και η σκαφη σου.

6 Ευλογημενος θελεις εισθαι οταν εισερχησαι, και ευλογημενος θελεις εισθαι οταν εξερχησαι.

7 Τους εχθρους σου, τους επανισταμενους επι σε, ο Κυριος θελει καμει αυτους να συντριφθωσιν εμπροσθεν σου· απο μιας οδου θελουσιν εξελθει επι σε, και απο επτα οδων θελουσι φυγει απο προσωπου σου.

8 Ο Κυριος θελει εξαποστελλει επι σε την ευλογιαν εις τας αποθηκας σου και εις παντα οσα επιβαλης την χειρα σου· και θελει σε ευλογησει επι της γης την οποιαν Κυριος ο Θεος σου διδει εις σε.

9 Ο Κυριος θελει σε καταστησει εις εαυτον λαον αγιον, καθως ωμοσε προς σε, εαν φυλαττης τας εντολας Κυριου του Θεου σου, και περιπατης εις τας οδους αυτου.

10 Και παντες οι λαοι της γης θελουσιν ιδει, οτι το ονομα του Κυριου επικεκληται επι σε, και θελουσι τρομαζει απο σου.

11 Και ο Κυριος θελει σε πληθυνει εις αγαθα, εις τον καρπον της κοιλιας σου και εις τον καρπον των κτηνων σου και εις τα γεννηματα της γης σου, επι της γης την οποιαν ωμοσε Κυριος προς τους πατερας σου να δωση εις σε.

12 Ο Κυριος θελει ανοιξει εις σε τον αγαθον θησαυρον αυτου, τον ουρανον, δια να διδη βροχην εις την γην σου κατα τον καιρον αυτης, και δια να ευλογη παντα τα εργα των χειρων σου· και θελεις δανειζει εις πολλα εθνη, συ δε δεν θελεις δανειζεσθαι.

13 Και θελει σε καταστησει ο Κυριος κεφαλην και ουχι ουραν· και θελεις εισθαι μονον υπερανω και δεν θελεις εισθαι υποκατω· εαν υπακουσης εις τας εντολας Κυριου του Θεου σου, τας οποιας εγω προσταζω εις σε σημερον, να φυλαττης και να εκτελης·

14 και δεν θελεις εκκλινει απο παντων των λογων, τους οποιους εγω προσταζω εις εσας σημερον, δεξια η αριστερα, δια να υπαγης κατοπιν αλλων θεων δια να λατρευσης αυτους.

15 Αλλ' εαν δεν υπακουσης εις την φωνην Κυριου του Θεου σου, δια να προσεχης να εκτελης πασας τας εντολας αυτου και τα διαταγματα αυτου, τα οποια εγω προσταζω εις σε σημερον, πασαι αι καταραι αυται θελουσιν ελθει επι σε και θελουσι σε ευρει.

16 Κατηραμενος θελεις εισθαι εν τη πολει, και κατηραμενος θελεις εισθαι εν τω αγρω.

17 Κατηραμενον το καλαθιον σου και η σκαφη σου.

18 Κατηραμενος ο καρπος της κοιλιας σου και τα γεννηματα της γης σου, αι αγελαι των βοων σου και τα ποιμνια των προβατων σου.

19 Κατηραμενος θελεις εισθαι οταν εισερχησαι, και κατηραμενος θελεις εισθαι οταν εξερχησαι.

20 Ο Κυριος θελει εξαποστειλει επι σε την καταραν, την θλιψιν και την φθοραν, εις παντα οσα επιβαλης την χειρα σου δια να πραξης, εωσου εξολοθρευθης και εωσου αφανισθης ταχεως, δια την πονηριαν των εργων σου, διοτι εγκατελιπες εμε.

21 Ο Κυριος θελει προσκολλησει εις σε το θανατικον, εωσου σε εξολοθρευση απο της γης, οπου υπαγεις να κληρονομησης αυτην.

22 Ο Κυριος θελει σε παταξει με μαρασμον και με πυρετον και με ριγος και με φλογωσιν και με μαχαιραν και με ανεμοφθοριαν και με ερυσιβην· και θελουσι σε καταδιωκει εωσου αφανισθης.

23 Και ο ουρανος σου ο υπερανω της κεφαλης σου θελει εισθαι χαλκος, και η γη η υποκατω σου σιδηρος.

24 Ο Κυριος θελει δωσει την βροχην της γης σου κονιορτον και χωμα· εκ του ουρανου θελει καταβαινει επι σε, εωσου εξολοθρευθης.

25 Ο Κυριος θελει σε καμει να συντριφθης εμπροσθεν των εχθρων σου· απο μιας οδου θελεις εξελθει επ' αυτους, και απο επτα οδων θελεις φυγει απο προσωπου αυτων· και θελεις διασκορπισθη εις παντα τα βασιλεια της γης.

26 Και το πτωμα σου θελει εισθαι τροφη εις παντα τα ορνεα του ουρανου και εις τα θηρια της γης, και δεν θελει εισθαι ο αποδιωκων.

27 Ο Κυριος θελει σε παταξει με την Αιγυπτιακην πληγην και με αιμορροιδας και με ψωραν και με ξυσμον, ωστε να μη δυνασαι να ιατρευθης.

28 Ο Κυριος θελει σε παταξει με αφροσυνην και με τυφλωσιν και με εκστασιν καρδιας·

29 και θελεις ψηλαφα εν τω μεσω της ημερας, ως ο τυφλος ψηλαφα εν τω σκοτει, και δεν θελεις ευοδουσθαι εις τας οδους σου· και θελεις εισθαι μονον καταδυναστευομενος και διαρπαζομενος πασας τας ημερας, και δεν θελει εισθαι ο σωζων.

30 Θελεις αρραβωνισθη γυναικα, και αλλος ανηρ θελει κοιμηθη μετ' αυτης· οικιαν θελεις οικοδομησει, και δεν θελεις κατοικησει εν αυτη· αμπελωνα θελεις φυτευσει, και δεν θελεις τρυγησει αυτον.

31 Ο βους σου θελει εισθαι εσφαγμενος ενωπιον σου, και δεν θελεις φαγει εξ αυτου· ο ονος σου θελει αρπαχθη απ' εμπροσθεν σου και δεν θελει αποδοθη εις σε· τα προβατα σου θελουσι παραδοθη εις τους εχθρους σου, και δεν θελει εισθαι εις σε ο σωζων.

32 Οι υιοι σου και αι θυγατερες σου θελουσι παραδοθη εις αλλον λαον, και οι οφθαλμοι σου θελουσι βλεπει και μαραινεσθαι δι' αυτους ολην την ημεραν· και δεν θελει εισθαι δυναμις εν τη χειρι σου.

33 Τον καρπον της γης σου και παντας τους κοπους σου θελει φαγει εθνος το οποιον δεν γνωριζεις· και θελεις εισθαι μονον καταδυναστευομενος και καταπατουμενος πασας τας ημερας.

34 Και θελεις γεινει παραφρων δια τα θεαματα των οφθαλμων σου, τα οποια θελεις ιδει.

35 Ο Κυριος θελει σε παταξει εις τα γονατα και εις τα σκελη με πληγην κακην, ωστε να μη δυνασαι να ιατρευθης απο του ιχνους των ποδων σου εως της κορυφης σου.

36 Ο Κυριος θελει φερει σε και τον βασιλεα σου οντινα καταστησης επι σε, εις εθνος το οποιον δεν εγνωρισας, συ, ουδε οι πατερες σου· και εκει θελεις λατρευσει αλλους θεους, ξυλα και λιθους.

37 Και θελεις εισθαι εις εκπληξιν, εις παροιμιαν και εις διηγημα μεταξυ παντων των εθνων, οπου εν σε φερη ο Κυριος.

38 Σπορον πολυν θελεις φερει εις τον αγρον, και ολιγον θελεις συναξει διοτι θελει καταφαγει αυτον η ακρις.

39 Αμπελωνας θελεις φυτευσει και καλλιεργησει, και οινον δεν θελεις πιει ουδε θελεις τρυγησει διοτι ο σκωληξ θελει καταφαγει αυτους.

40 Ελαιας θελεις εχει εις παντα τα ορια σου, και με ελαιον δεν θελεις χρισθη· διοτι αι ελαιαι σου θελουσιν αποβαλει τον καρπον.

41 Υιους και θυγατερας θελεις γεννησει, και δεν θελουσιν εισθαι σου· διοτι θελουσιν υπαγει εις αιχμαλωσιαν.

42 Παντα τα δενδρα σου και τον καρπον της γης σου θελει καταφθειρει ο βρουχος.

43 Ο ξενος, ο εν τω μεσω σου, θελει αναβαινει υπερανω σου, ανω ανω, συ δε θελεις καταβαινει κατω κατω.

44 Εκεινος θελει δανειζει εις σε, συ δε δεν θελεις δανειζει εις αυτον· αυτος θελει εισθαι κεφαλη, και συ θελεις εισθαι ουρα.

45 Και θελουσιν ελθει επι σε πασαι αι καταραι αυται, και θελουσι σε καταδιωξει και σε ευρει, εωσου εξολοθρευθης· διοτι δεν υπηκουσας εις την φωνην Κυριου του Θεου σου, δια να φυλαττης τας εντολας αυτου και τα διαταγματα αυτου, τα οποια προσεταξεν εις σε.

46 Και ταυτα θελουσιν εισθαι επι σε και επι το σπερμα σου, εις σημειον και τερας διαπαντος.

47 Επειδη δεν ελατρευσας Κυριον τον Θεον σου εν ευφροσυνη και εν αγαθοτητι καρδιας, δια την αφθονιαν παντων·

48 δια τουτο θελεις δουλευσει τους εχθρους σου, τους οποιους ο Κυριος θελει εξαποστειλει επι σε, με πειναν και με διψαν και με γυμνοτητα και με ελλειψιν παντων· και θελει βαλει επι τον τραχηλον σου ζυγον σιδηρουν, εωσου σε εξολοθρευση.

49 Ο Κυριος θελει φερει εθνος επι σε μακροθεν, απο ακρου της γης, ως με ορμην αετου· εθνος, του οποιου την γλωσσαν δεν θελεις εννοει·

50 εθνος αγριοπροσωπον, το οποιον δεν θελει σεβασθη το προσωπον του γεροντος ουδε θελει ελεησει τον νεον·

51 και θελει τρωγει τον καρπον των κτηνων σου και τα γεννηματα της γης σου, εωσου εξολοθρευθης· το οποιον δεν θελει αφησει εις σε σιτον, οινον η ελαιον, τας αγελας των βοων σου η τα ποιμνια των προβατων σου, εωσου σε εξολοθρευση.

52 Και θελει σε πολιορκησει εις πασας τας πολεις σου, εωσου πεσωσι τα υψηλα και οχυρα τειχη σου, εις τα οποια συ ηλπιζες, καθ' ολην την γην σου· και θελει σε πολιορκησει εις πασας τας πολεις σου, καθ' ολην την γην σου την οποιαν εδωκεν εις σε Κυριος ο Θεος σου.

53 Και θελεις φαγει τον καρπον της κοιλιας σου, τας σαρκας των υιων σου και των θυγατερων σου, τους οποιους εδωκεν εις σε Κυριος ο Θεος σου, εν τη πολιορκια και εν τη καταθλιψει, με την οποιαν θελει σε καταθλιψει ο εχθρος σου·

54 ο ανηρ ο απαλος μεταξυ σου και ο σφοδρα τρυφερος θελει εμβλεψει με βλεμμα πονηρον εις τον αδελφον αυτου και εις την γυναικα του κολπου αυτου και εις τα εναπολειφθεντα τεκνα αυτου οσα εναπολειφθωσιν·

55 ωστε να μη δωση εις ουδενα εξ αυτων απο των σαρκων των τεκνων αυτου, τα οποια ηθελε τρωγει διοτι δεν εμεινεν εις αυτον ουδεν εν τη πολιορκια και εν τη καταθλιψει, με την οποιαν ο εχθρος σου θελει σε καταθλιψει εις πασας τας πολεις σου.

56 Η απαλη και τρυφερα γυνη μεταξυ σου, της οποιας ο πους δεν εδοκιμασε να πατηση επι της γης δια την τρυφεροτητα και απαλοτητα, θελει εμβλεψει με βλεμμα πονηρον εις τον ανδρα του κολπου αυτης και εις τον υιον αυτης και εις την θυγατερα αυτης,

57 και εις το βρεφος αυτης το εξελθον εκ μεσου των ποδων αυτης και εις τα τεκνα, τα οποια εγεννησε· διοτι θελει φαγει αυτα κρυφιως, δια την ελλειψιν παντων, εν τη πολιορκια και εν τη καταθλιψει, με την οποιαν ο εχθρος σου θελει σε καταθλιψει εις τας πολεις σου.

58 Εαν δεν προσεχης να καμνης παντας τους λογους του νομου τουτου, τους γεγραμμενους εν τω βιβλιω τουτω, ωστε να φοβησαι το ενδοξον και φοβερον τουτο ονομα, ΚΥΡΙΟΝ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΣΟΥ,

59 τοτε ο Κυριος θελει καμει τρομερας τας πληγας σου και τας πληγας του σπερματος σου, πληγας μεγαλας και απαυστους και νοσους κακας και απαυστους.

60 Και θελει επιφερει επι σε πασας τας οδυνας της Αιγυπτου, δια τας οποιας ετρομαξας· και θελουσι προσκολληθη εις σε·

61 και πασαν ασθενειαν και πασαν πληγην, ητις δεν ειναι γεγραμμενη εν τω βιβλιω του νομου τουτου, ταυτας ο Κυριος θελει φερει επι σε, εωσου εξολοθρευθης.

62 Και θελετε εναπολειφθη ολιγοστοι τον αριθμον, ενω ησθε ως τα αστρα του ουρανου κατα το πληθος· διοτι δεν υπηκουσας εις την φωνην Κυριου του Θεου σου.

63 Και καθως ο Κυριος ευφρανθη εις εσας εις το να σας αγαθοποιη και να σας πληθυνη, ουτω θελει ευφρανθη ο Κυριος εις εσας εις το να σας εξαλειψη και να σας μηδενωση· και θελετε αρπαχθη απο της γης, οπου υπαγετε να κληρονομησητε αυτην.

64 Και θελει σε διασπειρει ο Κυριος εις παντα τα εθνη, απ' ακρου της γης εως ακρου της γης· και θελετε λατρευσει εκει αλλους θεους, τους οποιους δεν εγνωρισας, συ ουδε οι πατερες σου, ξυλα και λιθους.

65 Αλλα και εν τω μεσω των εθνων τουτων δεν θελεις ευρει αναπαυσιν, ουδε θελει εχει στασιν το ιχνος του ποδος σου· αλλα θελει σοι δωσει ο Κυριος εκει καρδιαν τρεμουσαν και μαραινομενους οφθαλμους και τηκομενην ψυχην.

66 Και η ζωη σου θελει εισθαι κρεμαμενη ενωπιον σου· και θελεις φοβεισθαι νυκτα και ημεραν, και δεν θελεις πιστευει εις την ζωην σου.

67 Το πρωι θελεις ειπει, Ειθε να ητο εσπερα και την εσπεραν θελεις ειπει, Ειθε να ητο πρωι δια τον φοβον της καρδιας σου, τον οποιον θελεις φοβεισθαι, και δια τα θεαματα των οφθαλμων σου, τα οποια θελεις βλεπει.

68 Και θελει σε επαναφερει ο Κυριος εις την Αιγυπτον με πλοια, απο της οδου περι της οποιας σοι ειπα, Δεν θελεις πλεον ιδει αυτην αλλην φοραν· και θελετε πωλεισθαι εκει εις τους εχθρους σας ως δουλοι και δουλαι και δεν θελει εισθαι ο αγοραζων.

1 "Jei atidžiai klausysi Viešpaties, savo Dievo, balso ir vykdysi bei laikysi visus Jo įsakymus, kuriuos aš tau šiandien skelbiu, Viešpats, tavo Dievas, išaukštins tave virš visų žemės tautų.

2 Visi šie palaiminimai ateis ir pasivys tave, jei klausysi Viešpaties, savo Dievo, balso.

3 Palaimintas tu būsi mieste ir palaimintas tu būsi lauke.

4 Palaimintas bus tavo kūno vaisius, tavo žemės derlius, tavo bandų, galvijų ir avių prieauglis.

5 Palaimintos bus tavo klėtys ir atsargos.

6 Palaimintas būsi įeidamas ir palaimintas būsi išeidamas.

7 Viešpats sunaikins tavo priešus, kurie pakils prieš tave, tavo akivaizdoje; jie puls tave vienu keliu, o bėgs nuo tavęs septyniais keliais.

8 Viešpats pasiųs savo palaiminimą į tavo sandėlius ir į visus tavo rankų darbus; Jis palaimins tave žemėje, kurią Viešpats, tavo Dievas tau duoda.

9 Jei vykdysi Viešpaties, savo Dievo, įsakymus ir vaikščiosi Jo keliais, Jis patvirtins tave savo šventa tauta, kaip tau pažadėjo.

10 Visos žemės tautos, matydamos, kad tu vadinamas Viešpaties vardu, bijos tavęs.

11 Viešpats suteiks tau apsčiai gėrybių­tavo kūno vaisiaus, galvijų prieauglio ir žemės derliaus­ krašte, kurį Viešpats prisiekė tavo tėvams atiduoti.

12 Viešpats atvers tau savo gerąjį lobyną­dangų, kad duotų lietaus tavo žemei reikiamu metu ir laimintų tavo rankų darbą; tu skolinsi daugeliui tautų, bet pats iš nieko nesiskolinsi.

13 Viešpats padarys tave galva, o ne uodega; visuomet būsi viršuje, o ne apačioje, jei tik klausysi Viešpaties, savo Dievo, įsakymų, kuriuos aš tau šiandien skelbiu, ir juos vykdysi.

14 Nenukrypk nė nuo vieno žodžio, kuriuos šiandien tau skelbiu, nei į kairę, nei į dešinę sekti kitų dievų ir jiems tarnauti.

15 Bet jei neklausysi Viešpaties, savo Dievo, balso ir nesilaikysi bei nevykdysi visų Jo įsakymų ir įstatymų, kuriuos aš tau skelbiu, visi šitie prakeikimai ateis ir pasivys tave.

16 Prakeiktas tu būsi mieste ir prakeiktas tu būsi lauke.

17 Prakeiktos bus tavo klėtys ir atsargos.

18 Prakeiktas bus tavo kūno vaisius, tavo žemės derlius, tavo galvijų ir avių prieauglis.

19 Prakeiktas būsi įeidamas ir prakeiktas būsi išeidamas.

20 Viešpats siųs tau prakeikimą, sumišimą ir nepasisekimą visame, ką darysi, iki tave visai sunaikins dėl tavo piktų darbų, nes apleidai mane.

21 Viešpats siųs tau marą, kol tave nušluos nuo tos žemės, kurios paveldėti eini.

22 Viešpats baus tave drugiu, šalčiu, sausra ir kardu, kurie persekios tave iki pražūsi.

23 Dangus virš tavęs bus varinis ir žemė po tavimi­geležinė.

24 Viešpats vietoje lietaus tavo žemei siųs smilčių audras, kol tave sunaikins.

25 Viešpats leis priešams tave pavergti; vienu keliu išeisi prieš juos, o jiems puolant bėgsi septyniais; tu būsi išblaškytas po visas žemės karalystes.

26 Tavo žmonių lavonai bus maistu padangių paukščiams ir žemės žvėrims, niekas jų nenubaidys.

27 Viešpats baus tave Egipto votimis, šašais ir niežais, kurių negalėsi išgydyti.

28 Viešpats ištiks tave pamišimu, aklumu ir širdies sustingimu.

29 Vidudienį grabaliosi, kaip aklas grabalioja patamsyje, ir tau nesiseks tavo keliuose; tu būsi spaudžiamas ir išnaudojamas visą laiką, ir niekas tavęs neišgelbės.

30 Vesi žmoną, o kitas gulės su ja. Pasistatysi namą, bet jame negyvensi. Užveisi vynuogyną, bet jo vaisių nerinksi.

31 Tavo jautį papjaus tavo akyse, bet tu jo neragausi. Tavo asilą pasigaus tau matant ir tau jo negrąžins. Tavo avis paims priešas ir niekas tau nepadės.

32 Tavo sūnūs ir dukterys bus išvesti į kitas tautas; belaukdamas jų, pražiūrėsi akis ir būsi bejėgis.

33 Tavo žemės derlių ir visus darbo vaisius paims svetimieji, tu pats būsi mušamas ir žiauriai baudžiamas.

34 Tu išprotėsi nuo to, ką matys tavo akys.

35 Be to vargins tave piktos votys ir nepagydomos žaizdos, negalėsi išsigydyti nuo galvos iki kojų.

36 Tave ir tavo karalių Viešpats atiduos tautai, kurios nepažinai nei tu, nei tavo tėvai; ten tarnausi mediniams ir akmeniniams dievams.

37 Tu tapsi pasibaisėjimu ir priežodžiu tose tautose, į kurias Viešpats tave nuves.

38 Daug sėsi, bet mažai surinksi, nes skėriai viską suės.

39 Užsiveisi vynuogyną ir jį prižiūrėsi, bet vyno negersi ir vynuogių nevalgysi, nes viską kirminai sunaikins.

40 Turėsi alyvmedžių visame krašte, o aliejumi nesitepsi, nes jų vaisiai neprinokę nubyrės.

41 Tau gims sūnų ir dukterų, bet jais nesidžiaugsi, nes jie bus išvesti nelaisvėn.

42 Visus tavo medžius ir žemės vaisius suės skėriai.

43 Tavo žemėje gyvenąs ateivis labai iškils virš tavęs, tu gi labai nusmuksi.

44 Jis tau skolins, bet tu jam neturėsi ko skolinti. Jis bus galva, o tu uodega.

45 Tau ateis šitie prakeikimai, persekios ir pasivys tave, iki būsi sunaikintas, nes neklausei Viešpaties, savo Dievo, ir nevykdei Jo įstatymų bei įsakymų, kuriuos Jis tau davė.

46 Jie bus tau ir tavo palikuonims ženklu ir stebalu per amžius.

47 Netarnavai Viešpačiui, savo Dievui, su džiaugsmu ir linksma širdimi, turėdamas visko,

48 tai tarnausi priešui, kurį Viešpats tau siųs; kęsi badą, troškulį, nepriteklių ir vargą. Jis uždės tau geležinį jungą, kol tave sunaikins.

49 Jis atves tautą iš pačių žemės pakraščių, kuri puls tave kaip erelis; jos kalbos tu nesuprasi.

50 Žiaurią tautą, kuri neaplenks seno nė pagailės jauno.

51 Ji valgys tavo galvijus ir žemės derlių. Ji tau nepaliks kviečių, vyno, aliejaus, jaučių ir avių ir tu būsi sunaikintas.

52 Jie puls tavo miestus ir sugriaus stiprius ir aukštus mūrus, kuriais pasitikėjai. Apguls miestus visame tavo krašte, kurį Viešpats, tavo Dievas, tau davė.

53 Tu valgysi savo kūno vaisių, savo sūnų ir dukterų, kuriuos Dievas tau duos, kūnus, apsuptyje ir suspaudime, kuriais vargins tave tavo priešas.

54 Net aukštos kilmės ir išlepintas vyras bus negailestingas savo broliui, mylimai žmonai ir savo likusiems vaikams.

55 Jis jiems neduos savo vaikų mėsos, kurią pats valgys, nes nieko kito nebeturės priešo apgultame mieste.

56 Jautri ir išlepinta moteris, nepratusi vaikščioti basa, bus negailestinga savo mylimam vyrui, sūnui ir dukteriai

57 ir neduos jiems to, kas išeina iš jos kojų tarpo gimdant ir ką tik gimusio kūdikio, nes ji pati tai valgys slaptai priešo apgultame mieste.

58 Jei nesilaikysi ir nevykdysi visų šito įstatymo žodžių, kurie surašyti šioje knygoje, ir nebijosi šlovingo ir baisaus vardo­Viešpaties, tavo Dievo,

59 Jis siųs tau ir tavo palikuonims dideles, piktas ir ilgas negalias,

60 be to, Jis užleis ant tavęs visas Egipto ligas, kurių tu bijai, ir jos prikibs prie tavęs.

61 Taip pat ligas ir negalias, kurios neįrašytos šitoje įstatymo knygoje, Viešpats užleis ant tavęs, iki sunaikins tave.

62 Jūsų buvo tiek, kiek dangaus žvaigždžių, bet po to paliks tik mažas skaičius, nes neklausėte Viešpaties, savo Dievo.

63 Kaip Viešpats džiaugėsi darydamas jums gera ir padaugindamas jus, taip džiaugsis jus išblaškydamas ir išvydamas iš žemės, kurios paveldėti einate.

64 Viešpats išsklaidys tave tarp visų tautų nuo vieno žemės krašto iki kito. Ten tarnausite kitiems dievams: medžiui ir akmeniui, kurių nežinojai nei tu, nei tavo tėvai.

65 Tarp svetimų tautų neturėsi poilsio nė vietos kojai ramiai pastatyti, nes Viešpats duos tau baukščią širdį, nusilpusias akis ir kankinančias mintis.

66 Tavo gyvybė bus pavojuje dieną ir naktį, tu nebūsi tikras dėl jos.

67 Rytą lauksi vakaro, o vakare­ryto. Tavo širdis bus įbauginta pergyvenimų, kuriuos patyrei.

68 Viešpats sugrąžins tave laivais į Egiptą, apie kurį sakiau, kad jo niekuomet nebematysi. Ten siūlysitės savo priešams vergais ir vergėmis, bet niekas jūsų nepirks".