1 Δεν θελεις θυσιασει εις Κυριον τον Θεον σου βουν η προβατον εχον μωμον η οιονδηποτε ελαττωμα· διοτι ειναι βδελυγμα εις Κυριον τον Θεον σου.
2 Εαν ευρεθη εν μεσω σου, εν τινι των πολεων σου τας οποιας Κυριος ο Θεος σου διδει εις σε, ανηρ η γυνη οστις επραξε κακον ενωπιον Κυριου του Θεου σου, παραβαινων την διαθηκην αυτου,
3 και απελθων ελατρευσεν αλλους θεους και προσεκυνησεν αυτους, τον ηλιον η την σεληνην η οποιονδηποτε εκ της στρατιας του ουρανου, το οποιον δεν προσεταξα·
4 και αναγγελθη προς σε, και ακουσης και επιμελως εξετασης και ιδου, ειναι αληθεια και βεβαιον το πραγμα, οτι επραχθη τοιουτον βδελυγμα εν τω Ισραηλ·
5 τοτε θελεις φερει εξω εις τας πυλας σου τον ανδρα εκεινον η την γυναικα εκεινην, οιτινες επραξαν το κακον τουτο πραγμα, τον ανδρα η την γυναικα· και θελεις λιθοβολησει αυτους με λιθους, και θελουσιν αποθανει.
6 Επι στοματος δυο μαρτυρων η τριων μαρτυρων θελει θανατονεσθαι ο αξιος θανατου· επι στοματος ενος μαρτυρος δεν θελει θανατονεσθαι.
7 Αι χειρες των μαρτυρων θελουσιν εισθαι αι πρωται επ' αυτον, εις το να θανατωσωσιν αυτον, και επειτα αι χειρες παντος του λαου. Ουτω θελεις εκβαλει το κακον εκ μεσου σου.
8 Εαν τυχη εις σε υποθεσις τις πολυ δυσκολος να κρινης αυτην, αναμεσον αιματος και αιματος, αναμεσον δικης και δικης, και αναμεσον πληγης και πληγης, υποθεσεις αμφισβητησιμοι εντος των πολεων σου, τοτε θελεις σηκωθη και θελεις αναβη εις τον τοπον οντινα εκλεξη Κυριος ο Θεος σου·
9 και θελεις υπαγει προς τους ιερεις τους Λευιτας και προς τον κριτην τον οντα κατ' εκεινας τας ημερας, και θελεις ερωτησει και θελουσιν αναγγειλει προς σε την αποφασιν της κρισεως·
10 και θελεις καμει κατα την αποφασιν, την οποιαν σε αναγγειλωσιν εκ του τοπου εκεινου οντινα εκλεξη ο Κυριος· και θελεις προσεξει να πραξης κατα παντα οσα παραγγειλωσιν εις σε.
11 Κατα την αποφασιν του νομου την οποιαν σε αναγγειλωσι, και κατα την κρισιν την οποιαν σε ειπωσι, θελεις καμει· δεν θελεις εκκλινει απο του λογου τον οποιον σε αναγγειλωσι, δεξια η αριστερα.
12 Ο ανθρωπος δε οστις φερθη υπερηφανως, ωστε να μη υπακουση εις τον ιερεα τον παρισταμενον να λειτουργη εκει ενωπιον Κυριου του Θεου σου, η εις τον κριτην, ο ανθρωπος εκεινος θελει αποθανει· και θελεις εκβαλει το κακον εκ του Ισραηλ.
13 Και πας ο λαος θελει ακουσει και φοβηθη, και δεν θελουσιν υπερηφανευεσθαι πλεον.
14 Αφου εισελθης εις την γην, την οποιαν διδει εις σε Κυριος ο Θεος σου, και κληρονομησης αυτην και κατοικησης εν αυτη και ειπης, Θελω καταστησει βασιλεα επ' εμε, καθως παντα τα εθνη τα περιξ εμου,
15 θελεις βεβαια καταστησει βασιλεα επι σε, οντινα εκλεξη Κυριος ο Θεος σου· εκ των αδελφων σου θελεις καταστησει βασιλεα επι σε· δεν δυνασαι να καταστησης ανθρωπον ξενον επι σε, οστις δεν ειναι αδελφος σου.
16 Πλην δεν θελει πληθυνει ιππους εις εαυτον, ουδε θελει επαναφερει τον λαον εις την Αιγυπτον, δια να αυξηση ιππους· διοτι ο Κυριος ειπε προς εσας, Δεν θελετε επιστρεψει πλεον δι' εκεινης της οδου.
17 Ουδε θελει πληθυνει εις εαυτον γυναικας, δια να μη αποπλανηθη η καρδια αυτου· ουδε θελει πληθυνει σφοδρα εις εαυτον αργυριον και χρυσιον.
18 Και οταν καθηση επι του θρονου της βασιλειας αυτου, θελει γραψει δι' εαυτον αντιγραφον του νομου τουτου εις βιβλιον, εξ εκεινου το οποιον ειναι ενωπιον των ιερεων των Λευιτων·
19 και τουτο θελει εισθαι πλησιον αυτου, και θελει αναγινωσκει εν αυτω πασας τας ημερας της ζωης αυτου· δια να μαθη να φοβηται Κυριον τον Θεον αυτου, να φυλαττη παντας τους λογους του νομου τουτου και τα διαταγματα ταυτα, ωστε να εκτελη αυτα·
20 δια να μη υψωθη η καρδια αυτου υπερανω των αδελφων αυτου, και δια να μη εκκλινη απο των εντολων δεξια η αριστερα· οπως μακροημερευση εν τη βασιλεια αυτου, αυτος και τα τεκνα αυτου, εν τω μεσω του Ισραηλ.
1 "Neaukok Viešpačiui, savo Dievui, avies nei jaučio su trūkumu ar kokia nors kliauda, nes tai yra pasibjaurėjimas Viešpačiui, tavo Dievui.
2 Jei tavo krašte, kurį Viešpats, tavo Dievas, tau duos, būtų vyras ar moteris, kuris nusikalto Viešpačiui, tavo Dievui, sulaužydamas sandorą
3 ir tarnaudamas svetimiems dievams bei garbindamas juos arba saulę, mėnulį ar kitą dangaus kūną, ko aš jums neįsakiau daryti,
4 ir apie tai tau bus pranešta, tai rūpestingai ištirk, ar taip iš tikrųjų yra. Jei padarytas toks nusikaltimas Izraelyje,
5 išvesk vyrą ar moterį, padariusį tą bjaurų nusikaltimą, prie miesto vartų ir užmušk akmenimis.
6 Bausi mirtimi tą, prieš kurį liudys du ar trys liudytojai. Nė vienas nebus baudžiamas mirtimi, liudijant prieš jį tik vienam.
7 Liudytojai pirmieji mes akmenį, o tada prisidės ir likusieji. Taip pikta bus pašalinta iš jūsų tarpo.
8 Jei kuri byla bus tau per sunkidėl kraujo, išteisinimo ar sumušimo,ir sukels ginčus tavo vartuose, atsikelk ir eik į tą vietą, kurią Viešpats, tavo Dievas išsirinks.
9 Kreipkis į kunigus iš Levio giminės ir į teisėją, kuris bus tuo metu, ir jie nurodys tau teisingą sprendimą.
10 Daryk, ką jie įsakys ir kaip pamokys.
11 Elkis pagal jų įsakymus ir nurodymus, nenukrypk nuo jų.
12 Kas įžūliai nepaklustų kunigui, kuris tarnauja Viešpačiui, tavo Dievui, ar teisėjui, toks asmuo temiršta. Taip pašalinsi pikta iš Izraelio.
13 Visa tauta išgirs, bijos ir daugiau įžūliai nesielgs.
14 Kai būsi žemėje, kurią Viešpats, tavo Dievas, tau duos, ją paveldėsi, gyvensi joje ir norėsi išsirinkti sau karalių, kaip visos tautos aplinkui,
15 tada privalai įstatyti karaliumi tą, kurį Viešpats, tavo Dievas, pasirinks iš tavo brolių. Karaliumi negali būti svetimšalis, kuris nėra tavo brolis.
16 Jis neturės daug žirgų ir neves tautos atgal į Egiptą daugiau žirgų įsigyti; nes Viešpats įsakė niekuomet tuo pačiu keliu nebegrįžti.
17 Jis neturės daug žmonų, kad jo širdis nenukryptų, ir nekraus sau sidabro ir aukso.
18 Atsisėdęs į karalystės sostą, jis pasidarys šito įstatymo nuorašą iš Levio giminės kunigų,
19 laikys jį pas save ir skaitys visas savo gyvenimo dienas, kad išmoktų bijoti Viešpaties, savo Dievo, ir laikytis žodžių bei paliepimų, surašytų įstatyme,
20 kad jo širdis nepasikeltų į puikybę prieš brolius ir jis nenukryptų nuo įstatymo nei į kairę, nei į dešinę, kad ilgai karaliautų jis ir jo vaikai Izraelyje".