10 Και δεν ηθελησεν ο Δαβιδ να μετακινηση την κιβωτον του Κυριου προς εαυτον εις την πολιν Δαβιδ, αλλ' εστρεψεν αυτην ο Δαβιδ εις τον οικον Ωβηδ-εδωμ του Γετθαιου.

11 Και εκαθησεν η κιβωτος του Κυριου εν τω οικω Ωβηδ-εδωμ του Γετθαιου τρεις μηνας· και ευλογησεν ο Κυριος τον Ωβηδ-εδωμ και παντα τον οικον αυτου.

12 Και απηγγειλαν προς τον βασιλεα Δαβιδ, λεγοντες, Ο Κυριος ευλογησε τον οικον του Ωβηδ-εδωμ και παντα τα υπαρχοντα αυτου ενεκα της κιβωτου του Θεου. Τοτε υπηγεν ο Δαβιδ και ανεβιβασε την κιβωτον του Θεου εκ του οικου του Ωβηδ-εδωμ εις την πολιν Δαβιδ εν ευφροσυνη.

10 Todėl Dovydas nenorėjo pargabenti Viešpaties skrynios pas save į Dovydo miestą ir pasiuntė ją į gatiečio Obed Edomo namus.

11 Viešpaties skrynia pasiliko gatiečio Obed Edomo namuose tris mėnesius. Viešpats laimino Obed Edomą ir visus jo namiškius.

12 Karaliui Dovydui pranešė: "Viešpats palaimino Obed Edomo namus ir visa, kas jam priklauso, dėl Dievo skrynios". Tada Dovydas nuėjo ir su džiaugsmu parsigabeno Dievo skrynią iš Obed Edomo namų į Dovydo miestą.